ΤΑ … «ΝΤΕΣΟΥ»
Αρχίζω από τα «ντεσού» που λέμε, όπου αυτή την ταινία δεν θα τη δούμε να προβάλλεται σε ελληνική αίθουσα αλλά αντ’ αυτής θα δούμε απευθείας το ελληνικό remake της. Και τούτο επειδή έτσι αποφάσισε ο Ιταλός παραγωγός της σε συνεννόηση προφανώς με τους πωλητές της ταινίας. Για κάποιες χώρες λοιπόν (ανάμεσα τους κι η ΕΛΛΑΔΑ) αποφάσισαν να πουλήσουν τα δικαιώματα του σεναρίου για remake κι όχι την ταινία για προβολή και μάλιστα, όπως πληροφορήθηκα, υπάρχει όρος ο οποίος λέει πως από τη στιγμή που θα πουληθεί το σενάριο δεν επιτρέπει την προβολή της ταινίας. Τουλάχιστον όχι πριν την προβολή της ελληνικής.
Γιατί γίνεται αυτό; Προφανώς για λόγους οικονομικούς. Οικονομικές λεπτομέρειες δεν γνωρίζω για να υπεισέλθω, όμως, έχω να επισημάνω το εξής: Η ταινία γνωρίζει «πιένες» στο downloading, την έχει δει άφθονος πληθυσμός, άρα , ως ένα βαθμό λειτουργεί διαφημιστικά για το ελληνικό remake. ΚΙ εδώ μπαίνει ένα θέμα σχετικά με τα torrents και το γιατί υπάρχουν, κι αν υπάρχουν σε τι εξυπηρετούν και σε τι βαθμό. Λέγεται πως άνθρωποι του αμερικανικού καναλιού HBO είχαν δηλώσει πως το downloading βοήθησε πολύ τις πωλήσεις και τη κυκλοφορία (και φυσικά την δημοτικότητα)(αλλά και τη δημοσιότητα) του «Games of thrones».
Εδώ και καιρό έχουμε αντιληφθεί αυτό να συμβαίνει και με τις ευρωπαικές ταινίες όπου μέχρι πριν λίγα χρόνια υποτίθεται πως δεν ενδιαφερόταν κανείς, κι ως «πόρισμα» αναφοράς ήταν η μη εμφάνιση στο ….downloading. Φαίνεται πως κι οι Ευρωπαίοι «ξύπνησαν» κι άρχισαν να διαλαλούν τα κινηματογραφικά προιόντα τους δια της…. «παραοικονομίας» και βλέπουμε δειλά -δειλά να επανέρχεται στις ελληνικές αίθουσες το ευρωπαικό «σινεμά των ειδών» που μέχρι χτες το προσπερνούσαν με τον απαξιωτικό ορισμό «εμπορικό».
Το «PERFETTI SCONOSCIUTI» δεν θα το δούμε από τους Ιταλούς αλλά από τον ΘΟΔΩΡΗ ΑΘΕΡΙΔΗ που επιλέχθηκε να κάνει την μεταφορά στα καθ’ ημάς
ΤΟ ΦΙΛΜ
Αυτά που θα πω για την ταινία ελπίζω να «βοηθήσουν» και την ελληνική μεταφορά, αν στο μεταξύ δεν έχει ολοκληρωθεί.
Και τούτο επειδή το «PERFETTI SCONOSCIUTΙ» (οι «τέλειοι άγνωστοι») είναι ένα εξαιρετικό φιλμ στο σύνολο του κι ένα θαυμάσιο δείγμα του που βρίσκεται ο σημερινός ιταλικός κινηματογράφος για τον οποίο γράφω και ξαναγράφω.
Ο σημερινός ιταλικός κινηματογράφος λοιπόν έχει ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην Ιστορία του κι αδυνατούν να τον παρακολουθήσουν εκείνοι που έχουν κολλήσει στα προ 50ετίας κι αναζητούν τον Ιταλό auteur με πρότυπα δεκαετίας 60 ενώ αυτή τη στιγμή στην Ιταλία η αναζήτηση είναι ΑΛΛΗ. Αυτό έχει συμβεί ύστερα από πολλές ανακατατάξεις κι αναταραχές στην αγαπημένη γείτονα κι αυτή η στιγμή ο κινηματογράφος , το ιταλικό σινεμά του 21ου αιώνα, δεν αναζητά τον φεστιβαλικό του auteur αλλά τα ΕΡΓΑ του. Ισως γι αυτό τον λοιδορούν οι ντόπιοι κριτικοί και μερικοί του εξωτερικού (όχι στο βαθμό που το κάνουν οι Ελληνες) επειδή δεν βλέπουν αυτό που γίνεται αλλά επιμένουν να ψάχνουν εκείνο που έχει πεθάνει.
Ο σημερινός ιταλικός κινηματογράφος έχει στραμμένη την προσοχή του στα ΘΕΜΑΤΑ και μέσα από κει ψάχνει να ικανοποιήσει το ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ. Τα ΣΕΝΑΡΙΑ έχουν τον πρώτο λόγο κι ο νεορεαλισμός, που υπήρξε η βάση της μεγάλης ιταλικής Αναγέννησης, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, έχει μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο . Εχει αφήσει κληρονομιά τον ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ χαρακτήρα και την ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ προσέγγιση ενώ δεν ξέχασε και τις θεματικές εμμονές του όπως είναι ο μουσολινικός φασισμός κι η Μαφία.
ΚΙ έχει γεμίσει από ενδιαφέροντες καλλιτέχνες, από εξαιρετικούς σκηνοθέτες που αναδεικνύονται μέσα από τα είδη, υπηρετούν τα είδη, το κάνουν άφοβα και δεν «ντρέπονται» τον κολλημένο στα φεστιβαλικά 60ς.
Ενας από αυτούς τους σκηνοθέτες είναι ο ΠΑΟΛΟ ΤΖΕΝΟΒΕΖΕ, που έκανε ατό το «μίνι» (που μπορεί στο χρόνο να αποδειχθεί και…. «μάξι») αριστούργημα.
Εχοντας ως βάση το ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ σενάριο για το οποίο συνεργάστηκαν τέσσερις σεναριογράφοι κι ένας ο σκηνοθέτης –μας κάνουν πέντε (κι αυτό αποτελεί επίσης παράδοση-κληρονομιά του ιταλικού σινεμά που η σκυτάλη παραδίδεται στην Ιστορία και τη σύγχρονη και τρέχει το δρόμο της), το οποίο είναι ένα σενάριο ΑΝΘΡΩΠΩΝ, που όμως βασίζει ΚΩΜΩΔΙΑ αλλά μια κωμωδία πολύ ντελικάτη, πολύ ψαγμένη, πολύ αισθαντική, πολύ σύνθετη και ψυχολογικά αναλυμένη, που στην ουσία της κρύβει ένα δράμα, όπως άλλωστε κάθε καλή κωμωδία. Μόνο που το δράμα εδώ όχι μόνο καιροφυλακτεί αλλά συχνά – πυκνά βγαίνει κι από την κρυψώνα του.
Κι ως έργο ανθρώπων χρειάζεται ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ και το σύγχρονο ιταλικό σινεμά διαθέτει επίσης άφθονους, μόνο που εμείς εδώ στην Ελλάδα, δεν τους ξέρουμε. Ισως, υπό την απειλή του …. download,τους μάθουμε κι εμείς.
Τι είναι τώρα αυτό το καταπληκτικό έργο; Ένα βράδυ μαζεύονται σε ένα συνηθισμένο dinner κάποιοι φίλοι. Είναι ένας πολύ διαδεδομένος τρόπος συνεύρεσης στα ιταλικά σπίτια, όπου συγκεκριμένες παρέες μεταφέρονται κάθε εβδομάδα από το ένα σπίτι στο άλλο, και κάνουν φιλικά dinner ενώ ο καθένας φέρνει και το συμπληρωματικό κάτι τι του.
Σε ένα τέτοιο δείπνο μαζεύονται ένα βράδυ οι οκτώ χαρακτήρες της ιστορίας μας. Κι εκείνο το βράδυ, ο ουρανός της Ρώμης (και του πλανήτη ολόκληρου) έχει Πανσέληνο κι Εκλειψη ταυτόχρονα.
Χωρίς να μπαίνει επιθετικά στο σενάριο η Σελήνη με τα κόλπα της, οι σεναριογράφοι κι ο σκηνοθέτης την αφήνουν να γλιστρήσει διακριτικά. Κι ενώ ο ουρανός έξω σκοτεινιάζει, οι οκτώ φίλοι αποφασίζουν-κάποιος ρίχνει την ιδέα( κι ο κάποιος είναι γυναίκα και το κάνει και με ένα επιτατικό τόνο) να παίξουν ένα πρωτότυπο παιχνίδι: Να αφήσουν όλοι στο τραπέζι τα κινητά τους τηλέφωνα (μανιακοί οι Ιταλοί με το κινητό )και κάθε ένα που θα «χτυπάει», να το ακούει όλη η παρέα σε ανοικτή ακρόαση. ώστε δια αυτού του τρόπου να παίξουν ένα «παιχνίδι της αλήθειας» αλλά και να αποδείξουν ότι δεν γνωρίζονται και τόσο καλά μεταξύ τους αφού είναι βέβαιο ότι ο καθένας κάτι έχει στη ζωή του και το κρύβει. Δεδομένου ότι οι Ιταλοί, όπως κι οι Γάλλοι, λατρεύουν την εξωσυζυγική περιπέτεια, και τα κέρατα δίνουν και παίρνουν , ειδικά από τότε που «νομιμοποιήθηκε» το διαζύγιο και παίζει πολύ κι ο πολιτικός γάμος.
Το θέμα είναι ότι θα βγούν αλήθειες πέρα από αυτές τις αναμενόμενες, τις κλισεδάτες, τις τυπικές. Το σενάριο αρχίζει και σχηματίζεται σαν το έγραψαν από κοινού ο ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ με τον ΝΗΛ ΣΑΙΜΟΝ και σαν να το μετέτρεψαν σε απόλυτα ιταλικό οι σημερινοί Ιταλοί που δεν τους ξέρουμε.
Ετσι φτάνουμε σε ένα σημείο, όπου εγείρονται πολλά ερωτηματικά κατά πως βαδίζουμε στη λύση του.Και τα ερωτηματικά είναι μέρος του σεναριακού σχεδίου για το οποίο δεν θα τολμήσω να γράψω λέξη παραπέρα διότι τρέφω μέσα μου μια ελπίδα (κι αυτή πεθαίνει τελευταία!) πως κάποια στιγμή θα το δούμε και στις ελληνικές οθόνες (κι όχι μόνο ως ελληνικό για το οποίο τρέφω επιφυλάξεις-δεν το κρύβω)
Και τρέφω επιφυλάξεις για το όλο σκεπτικό, όχι μόνο των Ελληνων που (θα) το κάνουν αλλά και του Ιταλού έμπορα που το έδωσε. Οκτώ άτομα σε ένα διαμέρισμα, σε δείπνο, άρα θεατρικότητα , άρα «φτηνή» παραγωγή, όμως οι Ιταλοί κι ο Τζενοβέζε μόνο θεατρικότητα δεν έχουν. Το ντεκουπάζ βρίθει κινηματογραφικών λύσεων, η δε φωτογραφία που έχει να κεντήσει ένα και μόνο εσωτερικό χώρο κεντάει από φωτιστικά επίπεδα, γίνεται φωτογραφία κινηματογραφικής ατμόσφαιρας.
Και φυσικά τη μεγαλύτερη επιφύλαξη την τρέφω για την τελευταία σεκάνς, για το φινάλε, όταν ξαφνικά το παιχνίδι φτάνει σε άγρια σημεία και σε αδιέξοδα κι είναι εκεί που τελειώνει η Εκλειψη και ξαναβγαίνει το ολόγιομο φεγγάρι.
Εδώ ο σκηνοθέτης ο Ιταλός παίρνει μεγάλα παράσημα ως μελετητής του κινηματογράφου κι όλο αυτό που έχει αφήσει να υπονοείται ως σύγχυση της Έκλειψης κι ως αποκατάσταση (της Τάξης; Της Αλήθειας; Της Πραγματικοτητας;) όταν βγαίνουν όλα στο Φως-στην κυριολεξία. Κι εννοώ το φως της Πανσελήνου.
Ο σκηνοθέτης στηρίχτηκε πολύ σε αυτό κι έδωσε τις πολύ περισσότερες διαστάσεις από εκείνες που προβλέπονταν.
Ο σκηνοθέτης έχει μελετήσει πολύ καλά «ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ» του ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΙΛΕΡ είτε κινηματογραφικά είτε πνευματικά διότι μόνο με εκείνο μπορεί να «συγκριθεί» κι εκείνο του Γουάιλερ ήταν ένα φινάλε-σταθμός, ένα φονικό στην Εκλειψη κι η αποκάλυψη της Αλήθειας την ίδια στιγμή που ξεπροβάλλει το ολοφώτεινο Φεγγάρι. Ο Τζενοβέζε δεν φτάνει τον Γουάιλερ, έχει, όμως, κάνει κάτι ανάλογο.
Περιμένω να δω στην Ευρωπαική Ακαδημία τι απήχηση θα έχει!
Κι οι 8 ΗΘΟΠΟΙΟΙ είναι υπέροχοι, δεν αρχίζω να αραδιάζω ονόματα, δεν τους ξέρουμε, άντε ίσως ξέρουν κάποιοι τον ΤΖΟΥΖΕΠΕ ΜΠΑΤΙΣΤΟΝ, τον ΒΑΛΕΡΟ ΜΑΣΤΑΝΤΡΕΑ, την ΑΛΜΠΑ ΡΟΚΒΑΧΕΡ-ελπίζω να τους μάθουμε κάποτε όλοι όλους, είναι οι νέες «μούρες» που παίζουν ταυτόχρονα σε σινεμά και τηλεόραση- αυτό δεν μου αρέσει πολύ ως φαινόμενο αλλά είναι κι αναπόφευκτο στις μέρες μας.