Είναι του ΝΤΑΝΙΣ ΤΑΝΟΒΙΤΣ κι είναι η δεύτερη ΚΑΛΗ ταινία του μετά το «NO MAN’S LAND» που του είχε χαρίσει- κι αυτός με τη σειρά του στην πατρίδα του ΒΟΣΝΙΑ-το ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 2002. Ενδιαμέσως κάπου ψαχνόταν κι ενίοτε παράδερνε αν κι είχε κάνει ένα καλό φιλμ στη Γερμανία…
Εδώ ξαναβρήκα εκείνο τον σκηνοθέτη που δεν τον ήξερα πριν από το «Noman’sland» και κυρίως ξαναβρήκα εκείνο τον δηλητηριώδη σχολιασμό για τα πολιτικά δρώμενα που τότε με είχε συνεπάρει.
Εδώ η σάτιρα είναι και πάλι ανελέητη αλλά και πολύ «κομψή» ταυτόχρονα, καθώς και με πολύ κινηματογραφικό αέρα. Κι ένα ακόμα στοιχείο που ανεβάζει την ταινία στην εκτίμηση μου αλλά και τον Τάνοβιτς είναι πως βασίζεται σε θεατρικό έργο του ΜΠΕΡΝΑΡ ΑΝΡΙ ΛΕΒΙ κι όμως έχω την αίσθηση ότι όλα είναι Τάνοβιτς, ότι όλα τα λέει ο Τάνοβιτς.
Και μας βάζει σε πολλές σκέψεις γύρω από την Ιστορία και την πολιτική με όσα υπαινίσσεται και δια του υπαινιγμού καταγγέλλει. Ω, ναι, μεγάλο πράγμα ο υπαινιγμός στην Τέχνη κι ειδικότερα στη σάτιρα.
Σε ένα ξενοδοχείο λοιπόν στο Σαράγεβο, την πρωτεύουσα της Βοσνίας, ετοιμάζονται γιορτές και πανηγύρια. Θα «γιορταστούν» (Κύριε Ελέησον) τα 100χρονα από τη δολοφονία του διαδόχου του Αυστριακού Θρόνου Αρχιδούκα Φερδινάνδου και της συζύγου του , που είχε λάβει χώρα εκεί το 1914 κι είχε σηάνει την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Θα «γιορταστούν» τα 100χρονα αλλά μαζί με αυτά και οι διαδικασίες ένταξης της χώρας στην Ευρωπαική Ενωση κι έχουν κληθεί να παραστούν στις εκδηλώσεις διάφοροι Ευρωπαίοι ηγέτες , οι οποίοι θα διαμείνουν στο Hotel Europa με τη συμβολική σημασία στην ονομασία, που ξεκινά από τον συγγραφέα Λεβί.
Εχουν ήδη καταφθάσει δημοσιογράφοι και κανάλια, κυρίως από τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, έχουν έλθει κι αντιφρονούντες που έχουν να πουν κι αυτοί το δικό τους λόγο, έχουν έρθει Γάλλοι ηθοποιοί που προβάρουν μονόλογο, ενώ η τηλεόραση εργάζεται πυρετωδώς με συνεντεύξεις ανθρώπων που είτε έχουν να πουν πράγματα για το ποιοι και πως και γιατί δολοφόνησαν τότε τον Αρχιδούκα ή για το τι συνέβαινε στα ενδιάμεσα χρόνια της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο ή για την ίδια την Βοσνία και για το μερτικό που έχει πληρώσει στην Ιστορία ή για την Ευρώπη και τη στάση της πότε στα γεγονότα που προκάλεσαν ή ακολούθησαν τη δολοφονία του Φερδινάνδου ή για τους σημερινούς πολέμους ανά τον κόσμο και τη στάση της Ευρώπης με αποκορύφωμα τον πόλεμο για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Το κορυφαίο σεναριακό εύρημα ώστε να γίνει «δέση», ανάπτυξη και λύση πλοκής και να εκτοξεύσει βέλη η σάτιρα είναι το γεγονός πως το «Hotel Europa» είναι χρεοκοπημένο ως επιχείρηση. Οι εργαζόμενοι έχουν να πληρωθούν κανένα δίμηνο. Κι ενώ ετοιμάζονται οι πολυτελείς «εκδηλώσεις» , στα υπόγεια του ξενοδοχείου εξυφαίνονται απεργίες και το προσωπικό είναι έτοιμο να κατεβάσει τα ρολά της επιχείρησης τη μέρα που θα αφικνούνται οι ξένοι…
Θαύμασα τη σεναριακή ποιότητα και το γνήσιο της σάτιρας, θαύμασα και τον κινηματογραφικό τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένο το σενάριο, μα πιο πολύ θαύμασα το πως σενάριο και σκηνοθεσία έχουν γίνει ένα και πόσο λευτερωμένος από περιορισμούς δείχνει ο Ντάνυ Τάνοβιτς ως σκηνοθέτης σε τούτο το φιλμ. Ενώ μένει «προσκολλημένος» σε ένα χώρο, που είναι το ξενοδοχείο, πόσο δεν επαναπαύεται από την άλλη στο να επαναλάβει εκείνα που είχε κάνει στο «No man’s land» όπου κι εκεί σε ένα χώρο, υπαίθριο βέβαια, είχε τοποθετήσει την ιστορία του και την έκανε να αναστενάξει με τη σάτιρα του η οποία ήταν και δραματικότατη.
Εδώ δεν αφήνει σεναριακά ούτε σκηνοθετικά αναξιοποίητο κανένα χώρο του ξενοδοχείου, απελευθερώνει την κάμερα του, ο ενθουσιασμός τον οδηγεί σε εμπνεύσεις κινηματογραφικές όπως ένα μονοπλάνο με το οποίο η κάμερα «τρέχει» όλο το ξενοδοχείο και τους διάφορους χώρους που δεν είχε άλλη σεναριακή ευκαιρία να τους δείξει κι αυτό μπορεί ο Τάνοβιτς και το εντάσσει στο συνολικό ύφος της ταινίας.
Θα τολμούσα να πω ότι έχει υιοθετήσει την κινηματογραφική σχολή «Ρόμπερτ Αλτμαν» και κυρίως το «Εγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ», εξού κι η ακολουθία σκηνοθεσίας και σεναρίου.
Με ανάλαφρο τρόπο πλησιάζει τα πρόσωπα κι αυτή η ανάλαφρη διάθεση είναι που του επιτρέπει τη μεγάλη αντίστιξη, να μπορούν να λένε μεγάλες και πικρές αλήθειες γύρω από την Ιστορία.
Κι αυτό που σου αφήνει είναι σκέψεις πολύ σοβαρές τις οποίες έχεις παρακολουθήσει σε μια ταινία που κυλάει σαν νερό και μοιάζει απίστευτα πρωτότυπη ακόμα κι αν στο πεπειραμένο μάτι φαίνεται πως υπάρχει κάποιος οδηγός κινηματογραφικής πλεύσης.
Τα πρόσωπα είναι ένα κι ένα, οι χαρακτήρες προλαβαίνουν να διαφανούν ακόμα και με μία καθοριστική ατάκα, εδώ σίγουρα έχει παίξει κάποιο ρόλο σημαντικό το κείμενο του Λεβί κι από όλους που περνούν από εκεί μέσα, κράτησα μια σχέση που αναπτύσσεται πολύ διακριτικά, ανάμεσα στη Βόσνια δημοσιογράφο πατριώτισσα και τον αναρχικό Σέρβο εχθρό της… Και πως τους σκηνοθέτησε ώστε να μας αφήσει την επίγευση, με μια πολύ ωραία σκηνοθετημένη σκηνή καθώς περιμένουν το ασανσέρ , με τα πρόσωπα που πλησιάζονται, με τα χέρια που πάνε να αγγιχτούν και μετά τραβιούνται , με τη λύση –τέλος αμηχανίας, την μετακίνηση στο διπλανό ασανσέρ. Σκηνή γραμμένη για να σκηνοθετηθεί και να αφήσει κατάθεση μέσα σε ένα σύνολο αμέτρητων σκηνών όπου όλες έχουν τη σημασία τους.
Και με φωτογραφία, όπου πρυτανεύει η κίνηση της κάμερας η οποία είναι διαρκής αλλά καθόλου μα καθόλου ζαλιστική και με φωτισμούς, βοηθούντων και των χρωμάτων των χώρων, που καταφέρνουν να δώσουν «ελαφρύ» τόνο στο βάρος της Ιστορίας η οποία τελεί για μια ακόμα φορά στην πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, τα Βαλκάνια, υπό εξέταση, αμφισβήτηση, προβληματισμό και…. άνω τελεία!