Ο ΠΕΔΡΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ είναι κάτι σαν τον Γούντυ Αλεν. Δεν «μοιάζουν» υποτίθεται αλλά έχουν ένα κοινό στοιχείο: Περνούν τα χρόνια, κάνουν ταινίες κάθε τόσο (ο Αλμοδόβαρ σε πιο αραιά διαστήματα από τον «ετήσιο» Γούντυ)και κάθε φορά κάτι έχουν να πουν, ένα τρόπο να μας γοητεύουν και να μας κατακτούν ακόμα κι όταν που και που το έργο μπορεί να μην τους βγαίνει στο ακέραιο.
Εχουν κι άλλο ένα «κοινό» στοιχείο, να τους έχουν βαρεθεί (και τον Πέδρο) οι κριτικοί και να ψάχνουν να βρουν ψεγάδια.
Η «ΧΟΥΛΙΕΤΑ» δεν ανήκει στα έργα που «δεν τους βγαίνουν που και που», αντίθετα ανήκει στα άλλα, σε εκείνα που επιβεβαιώνουν τη μεγάλη, προσωπική και κινηματογραφική τους αξία.
Πραγματικά, αισθάνομαι πως αν κάποια στιγμή σταματήσει ο Πέδρο να κάνει ταινίες, θα μου λείψει πραγματικά.
Το συναισθάνθηκα καθώς έβλεπα αυτή την ταινία, που τον αναγνώριζα και πάλι ορεξάτο, ανανεωμένο, πλούσιο, τολμηρό με ηδονή για το σινεμά, για τα είδη του, για ‘όλα εκείνα με τα οποία μας κατάκτησε. Και μου γινόταν ΣΥΝΕΙΔΗΤΟ πως αν απομόνωνα ένα προσόν στις ταινίες του Αλμοδόβαρ και στο προσωπικό του ταλέντο που θεωρώ ανεκτίμητο είναι η ΑΦΗΓΗΣΗ του. Ο τρόπος με τον οποίο ξέρει να αφηγείται μια ιστορία στον κινηματογράφο.
Σενάριο και σκηνοθεσία είναι το απόλυτο ένα και στην «ΧΟΥΛΙΕΤΑ» διαφαίνεται αυτό στον υπέρτατο βαθμό.
Τα στοιχεία που ξέρει να παρουσιάζει, η σειρά με την οποία τα τοποθετεί, οι χώροι τους οποίους επιλέγει να βάλει μέσα την ιστορία του, η αξιοποίηση τους (κι εννοώ τη σεναριακή τους αξιοποίηση), το μυστήριο με το οποίο προχωρά η αφήγηση της ιστορίας λες και πρόκειται για αστυνομικό σενάριο που θα ζητούσε επειγόντως να σκηνοθετήσει ο Χίτσκοκ, όλα αυτά καταλήγουν σε μια γιορτή του ΣΙΝΕΜΑ, σε μια ΑΠΟΘΕΩΣΗ αυτού που λέγεται σινεμά.
Ειλικρινά, δεν θέλω να αφηγηθώ την υπόθεση διότι όλη η μαγεία κι η αξία της ταινίας είναι αυτή η αφήγηση κι είναι κρίμα για τον θεατή που θα κάνει τον κόπο να διαβάσει κριτική πριν δει την ταινία, να αποβεί σε «λάθος» για τον θεατή που έκανε μια τέτοια επιλογή. Να του χαλάσει μία κριτική τη «μαγιά» και την εξ αυτής απορρέουσα μαγεία.
Ως κριτικός, όμως, επειδή θέλω να τοποθετηθώ πάνω στην ταινία κι επειδή θα ήθελα κι ο αναγνώστης-θεατής να είναι ελαφρώς ψυλλιασμένος (θα τον αφήσω «παρθένο» όσο μπορώ, όσο μου επιτρέπουν οι δυνατότητες μου), να του πως ότι και πάλι θα δει μια ιστορία γυναικών με εξαιρετικό σασπένς, μία σχέση μάνας και κόρης που είναι εντελώς διαφορετική από άλλες σχέσεις μάνας και κόρης που είδε σε έργα του Πέδρο, θα του πω πως θα συλλάβει τον εαυτό του να μη θέλει να χάσει ούτε δευτερόλεπτο από την εξελισσόμενη πλοκή κι από το τι κρύβουν τα πρόσωπα κι επίσης θα του πω ότι υπάρχει ένα νέο στοιχείο που τον ανανεώνει καλλιτεχνικά πάνω στη γυναικεία προσέγγιση (επειδή πάνω σε τούτο το σχετικό μπορεί να διαβάσει και τίποτε «τερατουργήματα») πως αυτή τη φορά βάζει στις ηρωίδες του το θέμα της ΕΝΟΧΗΣ. Δεν είναι όμως ένα έργο πάνω στην «ενοχή», όπως θα βιαστούν να πουν κάποιοι μια κι είχα διαβάσει κάτι «κουφές» ανταποκρίσεις από τις Κάνες κι όταν είδα την ταινία σάστισα, διότι οι «ψυχαναλυτές» του τον βρήκαν κι «ηλικιωμένο» και «Καθολικό» κι άντε να βρεις άκρη ενώ αν ακολουθούσαν τον αριστοτελικό εργοκεντρισμό θα μπορούσαν να δουν φως-φανάρι πως δεν είναι έργο για την ενοχή αλλά ότι οι ηρωίδες του διακατέχονται από αυτό το συναίσθημα. Αν δεν μπορεί όμως κάποιος να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ του τι λέει ένα έργο και του τι λένε οι χαρακτήρες του, τότε…… Ας μην πω τίποτε άλλο…
Αισθητική, αφήγηση, ηθοποιίες, ερεθισμοί, σεξουαλικότητες, δράματα, μυστήρια παρατίθενται υποδειγματικά και το μόνο που θα επαναλάβω είναι πως τα ευτυχισμένα έργα- το έχω ξαναπεί, διότι το διδάχτηκα κάποτε!- είναι σαν τους ευτυχισμένους ανθρώπους: Δεν έχεις (ή δεν θέλεις) να πεις πολλά για αυτούς, είναι όλα πάνω τους υπέροχα.
Γι αυτό και θα κλείσω με την υπενθύμιση μιάς φράσης που έγραψα παραπάνω, είναι αυτό που κουβάλησα μαζί μου, μετά το πέρας της ταινίας: Αν σταματήσει ο Πέδρο να κάνει ταινίες, θα αισθανθώ κενό!