Είναι όταν οι Αμερικάνοι κάνουν καλά έργα! Τότε συμβαίνει κάτι άλλο και αυτοί όλοι που μιλούν για «αμερικανιές» και λοιπά ηχηρά, δεν μπορούν να πιστέψουν. Ιδίως οι νεώτεροι, που δεν τους αδικώ, διότι δεν έχουν προλάβει το παλιό Χόλυγουντ, δεν το ξέρουν παρά μόνο από κατευθυνόμενα δημοσιεύματα περί δύο –τριών Αμερικανών «auters» (που δεν είναι κι υποχρεωτικά μεγάλοι σκηνοθέτες) και το έχουν ταυτίσει με τις τελευταίες δεκαετίες που είναι πιά το Χόλυγουντ ένα άλλο.
Όμως, να! Ερχεται ξαφνικά ένα έργο σαν την «Αγανάκτηση» κι εκεί καλούνται τα πράγματα να μπουν σε μια σειρά. Χωρίς σταρ, χωρίς ονόματα, χωρίς «μαρκίζα» εν γένει, με μόνο πιθανό προβαλλόμενο στοιχείο τον συγγραφέα ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ σε νουβέλα του οποίου βασίζεται το σενάριο, το οποίο από μυθιστόρημα έχει μετατραπεί σε σενάριο με τη γνήσια σημασία της λέξης, και με παραγωγό στην καρέκλα του σκηνοθέτη, τον ΤΖΕΙΜΣ ΣΕΙΜΟΥΣ ή και …ΣΚΑΜΟΥΣ και ΣΑΜΟΥΣ , όπως θα τον διαβάζουν σε μη αγγλόφωνες χώρες της Ευρώπης….
Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο πως πολλοί παραγωγοί με άποψη πάνω στον κινηματογράφο κάποια στιγμή επιχειρούν να αναλάβουν και την ευθύνη της σκηνοθεσίας σε μια ταινία. Και μάλιστα στη συγκεκριμένη, ο συγκεκριμένος παραγωγός, που έχει στο ενεργητικό του τις ταινίες του Ανγκ Λι («Τίγρης και δράκος» όπου είχε ανακατευτεί και στο σενάριο, «Το μυστικό του BrokebackMountain», «Hulk»)έχει κάτι να πει κι όχι να εντυπωσιάσει.
Θέλει πράγματι να πει με εικόνες κινηματογράφου το περιεχόμενο του βιβλίου του Ροθ κι επιλέγει σκηνοθεσία που θα προβάλει το περιεχόμενο, αφού προηγουμένως το έχει μετατρέψει σε σενάριο. Με κινηματογραφικό-καθαρά σεναριακό- φιλτράρισμα του λόγου ώστε γίνεται «ατάκα» κινηματογραφική και να μπορέσει να περάσει στο κοινό χωρίς να το ζαλίσει με ακατάσχετη φλυαρία, χωρίς να το κουράσει με το να ακούει να μιλούν ακαταπαύστως. Αντίθετα, ο Σέιμους «σκηνοθετεί» και τον διάλογο, μαζί με τους ηθοποιούς, κι οι ατάκες περνούν από διάφορα «κύματα», περνούν από παύσεις, από «συγκοπές», έχουν στίξη κι ο Σέιμους σκηνοθετεί κι αυτήν ακόμα την στίξη.
Ναι, το ξαναλέω, πως στον κινηματογράφο, όπως υπάρχει μοντάζ που δεν φαίνεται, υπάρχει και σκηνοθεσία που δεν φαίνεται. Είναι αυτή που κάνει ένα έργο διαλόγου να τρέχει νεράκι και να μην συναισθάνεσαι κενό, επαναληπτικότητα, πλήξη δε ούτε καθ’ υποψίαν.
Κι έχει φτιάξει κι ωραία εικόνα, που να δίνει την εντύπωση της φροντισμένης αλλά κι ατμοσφαιρικής παραγωγής επενδύοντας σε δύο παράγοντες: Στη φωτογραφία που δίνει ατμόσφαιρα αμερικάνικου, «επαρχιακού» κολλεγίου του 1951, προβάλλοντας τα σέπια χρώματα του σκηνογράφου, ένα φθινοπωρινών διαθέσεων φως, χωρίς φιοριτούρες σε φωτισμούς και λοιπά, και στα κοστούμια που αναλαμβάνουν να δώσουν το «χρώμα» και τη γεύση της εποχής, περίπου όπως το έκανε και μια άλλη μικρή παραγωγή που είχαμε δει στον χρόνο που πέρασε-εννοώ το «Brooklyn».
Το περιεχόμενο είναι το θέμα κι η αντιεμπορικότητα όταν σου διηγηθούν την ιστορία όπου κι αυτός ακόμα ο Σέιμους, που δουλεύει μέσα στην καρδιά του Χόλυγουντ, κατέφυγε στο ανεξάρτητο παιχνίδι των πολλών μικρών εταιριών διότι φαντάζομαι τι μούτρα θα έκαναν οι «γιαπωνεζοποιημένοι» executives των στούντιο που υπάγονται στις πολυεθνικές με σκοπό αποκλειστικά το κέρδος.
Φαντάζομαι τα μούτρα τους όταν θα τους μίλησε, αν θα τους μίλησε, για ένα έργο χωρίς σταρ όπου η υπόθεση θα μας μεταφέρει σε κολέγιο του 1951 όπου πηγαίνει Εβραίος αριστούχος, γιός κρεοπώλη από το Νου Τζέρσει, που πέρασε χάριν υποτροφίας κι όχι ως γόνος πλουσίας οικογενείας, όπου ο τύπος , ήθελε και να ξεφύγει κι από τη μικρή εβραική του κοινότητα. Από τους γονείς του που τον είχαν τρελάνει με την υπερπροστασία τους αλλά και την αποφυγή της στράτευσης του στην Κορέα, όπου γυρίζουν μέσα σε φέρετρα, γειτονόπουλα και συμμαθητές του.
Θα τον πλησιάσουν οι Εβραίοι σπουδαστές για να τον εντάξουν στη δική τους αδελφότητα που αμύνεται στην επικυριαρχία των WASP, των «καθαρόαιμων» Αμερικανών (που είναι λευκοί, Αγγλοσάξωνες και Προτεστάντες), αυτός δηλώνει άθεος, επιχειρεί τις απαντήσεις μόνο μέσα από την επιστημονική λογική, είναι πολύ ανεξάρτητος, πολύ «αυτάρκης» , αν και σε κάποια σημεία το καλογραμμένο σενάριο υπαινίσσεται κι ανωριμότητα μέσα από τη διαρκώς δηλούμενη ακαμψία του ήρωα, θα φανούν και τα συντηρητικά του κατάλοιπα στη γνωριμία με μια κοπέλα που θα φέρει και τον έρωτα κι εκεί θα δώσει μια δεύτερη στη σειρά μάχη, διότι θα ακολουθήσουν κι άλλες με τις νόρμες του κολλεγίου και τις προετοιμασίες των παιδιών για την κοινωνία του αύριο και μετά… δεν θα πω τα υπόλοιπα, ούτε το ωραίο δραματικό φινάλε-αλίμονο!
Μου έκανε εντύπωση πως στην προβολή υπήρχαν κυρίως πιτσιρικάδες, που κάποιοι εξ αυτών ήταν και πολύ ζωηροί όσο ακόμα παίζονταν τα trailers και στο έργο, με το που ξεκίνησε, δεν ακούστηκε ούτε «κιχ»-κι ας παίχτηκε και μονοκόμματο, χωρίς διάλειμμα!
Ο Τζέιμς Σέιμους είχε άποψη στο τι ταινία ήθελε να κάνει κι ως καλός παραγωγός γνώριζε πολλά περί «αυθεντικότητος προιόντος» κι ότι αρκεί το προιόν να είναι γνήσιο και θα βρει τους θεατές του, γνωρίζοντας φυσικά ότι δεν απευθύνεται στη μαζική εξαλλοσύνη ενός blockbuster.
Σκηνοθέτησε μαζί με τους διαλόγους, με τον τρόπο που ανέφερα πιο πάνω, και κάθε πτυχή των χαρακτήρων, διαλέγοντας ένα casting, χωρίς ονόματα, με «άθικτες» φυσιογνωμίες, όχι μόνο όσον αφορά στους νεαρούς και στον κεντρικό πρωταγωνιστή αλλά και στους καρατερίστες και στους ρολίστες. Τι ερμηνείες αυτές που απέσπασε από αυτή την καταπληκτική ηθοποιό, την ΛΙΝΤΑ ΕΜΜΟΝΤ, που κάνει τη μάνα του ήρωα ή από τον άλλο τον απίστευτο, τον ΤΡΕΙΣΥ ΛΕΤΣ, που παίζει τον Κοσμήτορα. Τι ερμηνείες, τι ηθοποιοί, τι καλοδεχούμενες παρουσίες. Αλλά και πόσο όμορφα γραμμένες οι σκηνές τους.
Ο δε πρωταγωνιστής ΛΟΓΚΑΝ ΛΕΡΜΑΝ αγγίζει την τελειότητα. Είναι και συμπαθής ως παρουσία κι εξαιρετικά ολοκληρωμένος ως ηθοποιός. Δίνει άπειρα χρώματα στον νεαρό φοιτητή του, μας τον κάνει ανθρώπινο κι εξαιρετικά οικείο. ΚΙ η ηθοποιός που παίζει την κοπέλα, η ΣΑΡΑ ΓΚΑΝΤΟΝ, τα φέρνει βόλτα μια χαρά, αν κι ο ρόλος της περισσότερο «δηλώνεται» και λιγότερο «δρά» στα σημεία που θα μπορούσε να ελεγχθεί ηθοποιία. Τέλεια και τα αγόρια που παίζουν τους συγκάτοικους. Κι οι υπόλοιποι, ακόμα και στις πιο δευτερεύουσες εμφανίσεις.