Οπότε, ναι μεν υπάρχει κι εδώ «ωρίμανση» αλλά προς διαφορετική κατεύθυνση. Κι η κατεύθυνση αυτή είναι συγκεκριμένη: Ο ΠΑΡΚ ΤΣΑΝ ΓΟΥΚ ΑΠΌ AUTEUR ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ!!! Με όλα όσα ο όρος εννοεί κι η φράση υπονοεί.
Βέβαια το auteur- ίστικο το κουβαλά ακόμα μέσα του αλλά πλέον οι επιτεύξεις του σε αυτή την ταινία δείχνουν δικό του σκηνοθετικό προχώρημα.
Θαρρείς και μετά το «Oldboy» ήταν απαραίτητο να γυρίσει εκείνα τα ενδιάμεσα που γύρισε, και τα οποία ήταν ή αναμασήματα ή μετριότητες, ώστε να «τριφτεί» στο σινεμά, να μάθει πράγματα, να ελέγξει τα μέσα του και να έρθει φέτος με την «Υπηρέτρια», τη σημαντικότερη ταινία του μετά το «Oldbοy» η οποία αφηγηματικά είναι πιο στρωτή κι αισθητικά άπαικτη μα κι αισθησιακά βάζει τα γυαλιά σε πολλούς.
Το έργο είναι πλούσιο σε υπόθεση, είναι μυθιστορηματικό (βασίζεται άλλωστε σε βιβλίο αλλά ας μην αρχίσουμε πάλι τα «περί βιβλίου που μεταφέρεται στην οθόνη και το κατά πόσο είναι ή δεν είναι πιστό το φιλμ σε αυτό») και συγχρόνως υψηλής αισθητικής και ερεθιστικού αισθησιασμού όταν έρχεται η ώρα και δεν γίνεται ποτέ κατάχρηση.
Μας μεταφέρει στην ιαπωνοκρατούμενη Κορέα της δεκαετίας ’30 . Ανοίγω μια παρένθεση για να πω ότι καλό θα ήταν να μας τοποθετούσε τα χρόνο και τον τόπο με ένα τιτλάκι στο ξεκίνημα διότι χάσαμε πολύ από την παρακολούθηση- έχασα, για να μιλήσω σε πρώτο πρόσωπο- ώστε να καταλάβω από τα συμφραζόμενα που βρισκόμαστε και ποια είναι η εποχή ακριβώς και ποιοι είναι οι Κορεάτες και ποιοι οι Ιάπωνες κι εγώ υπέθεσα ότι είμαστε στη δεκαετία 30, επειδή γνώριζα την κατάληψη της Κορέας από την Ιαπωνία-οι θεατές που δεν το ξέρουν; Αυτό είναι σφάλμα της ταινίας και auter-ίστικο κατάλοιπο.
Μας μεταφέρει λοιπόν εκεί και παρακολουθούμε την ιστορία μιάς κλέφτρας , που κι η μάνα της ήταν κλέφτρα, την οποία ένας απατεώνας στέλνει , με ψεύτικες συστάσεις, ως υπηρέτρια σε ένα ιαπωνικό αρχοντικό για να πάρει με το μέρος της την νεαρή κυρά της, να την «ψήσει» υπέρ του απατεώνα που θα παρουσιαστεί ως Κόμης , να την κάνει να πιστέψει ότι ο «Κόμης» είναι ιδανική ευκαιρία για αυτήν. Διότι ο ψευτο-Κόμης έχει βάλει στο μάτι την τεράστια περιουσία και θέλει να την σφετεριστεί μέσω του γάμου. Μόνο που η νεαρή κυρά είναι κάτι σαν αιχμάλωτη του πύργου, θύμα ενός υποτιθέμενου θείου , που την έχει εξάρτημα του. Κι η όλη δουλειά πρέπει να γίνει με λεπτότητα και σύμφωνα με τους κανόνες περί κυριών κι υπηρετριών, περί Ιαπώνων και Κορεατών, περί εξουσιαστών κι εξουσιαζομένων και προπάντων μέσα από τα κοινά και τις συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κουλτούρες.
Κακώς διαφημίστηκε τόσο πολύ το λεσβιακό στοιχείο, που σίγουρα έγινε για να προωθήσει λίγο πικάντικα και σκαμπρόζικα την ταινία διότι σε άλλη περίπτωση, προσωπικώς αν εγώ αποφάσιζα, θα το κρατούσα μυστικό, σαν να ήταν το κλου της ταινίας, μια κι η απογείωση γίνεται στο φινάλε- σχεδόν. Στο πρώτο μέρος μόνο μια σκηνή υπήρχε και τίποτε άλλο όπου παράλληλα το ζητούμενο δεν ήταν γύρω από τη λεσβιακή σχέση. Η δε ανατροπή που γίνεται καθώς μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος, μας απομακρύνει αρκετά από την πιθανή τέτοια περίπτωση, για να γίνουν όλα ανάστατα στο τέλος και να διαπιστώσουμε πως αυτό που βλέπαμε ήταν ένα έργο γύρω από την «ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ» δύο γυναικών από τον ίδιο άνδρα και πως κατέληξαν οι δύο γυναίκες μαζί. Και το κάνει με μια από τις πιο αισθησιακές ερωτικές σκηνές που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, από το σεξουαλικό αναδύονται πάθος, πόθος και ποίηση.
Το μεγάλο ατού της ταινίας είναι ο όλος χειρισμός του έργου (όχι μόνο του ομοφυλοφιλικού κομματιού) από τον Παρκ Τσαν Γουκ και τα μεγάλα ρέστα τα δίνει στον τρόπο της αφήγησης και στο πως εντάσσει την αισθητική μέσα σε αυτό- ή κι ανάποδα, δηλαδή το πώς εντάσσει την αφήγηση μέσα στην αισθητική.
Διότι εδώ έχουμε σκηνογραφική ατμόσφαιρα από τις σπάνιες, διότι σε δυτική περίπτωση θα το αποκαλούσαμε «gothic» κι εδώ του έχει δώσει άρωμα Απω Ανατολής, διότι εμποτίζει την αφήγηση με μυστήριο, διότι δεν φοβάται καθόλου το δράμα ούτε τις ακραίες καταστάσεις του κι είναι έτοιμος να καλωσορίσει και το μελό στην σύνθεση του, διότι (θα πάω τώρα στο μυθιστόρημα) κάπου συναντάμε καλά αφομοιωμένους τον Τσαρλς Ντίκενς (με την μικρή κλέφτρα-υπηρέτρια αλλά και με τα σκηνικά των απω ανατολίτικων «μεγάλων προσδοκιών») και την Δάφνη Ντυ Μωριέ (η «Ρεβέκκα» είναι εμφανής) και περνώντας στον κινηματογράφο συναντάμε εξίσου αφομοιωμένους τον Ντέηβιντ Λην και τον Αλφρεντ Χίτσκοκ κι ο Παρκ Τσαν Γουκ δείχνει σε τούτο το φιλμ πολύ πλούσιος, πολύ γεμάτος.
Θα τολμούσα να αναφέρω και τον Ανγκ Λι με το «Προσοχή πόθος» που σε αρκετές στιγμές μου θύμισε το κλίμα του και την ατμόσφαιρα του.
Για να ανατρέξουμε στο «Oldboy» και να διαπιστώσουμε πως ξέρει πολύ καλά ο Παρκ να διαχειρίζεται την αγωνία και το σπάσιμο του χρόνου και να θυμηθούμε ότι η φωτογραφία κι οι σκηνογραφικές επιλογές είναι αποδεδειγμένο προνόμιο του, ότι κι εκεί είχαν καθοριστική σημασία για την αγωνία και την ατμόσφαιρα, απλώς εκεί ήταν άλλο το θέμα κι εξ αυτού διαφορετική η διαχείριση.
Οι δύο ερμηνεύτριες μου άρεσαν αρκετά (ιδίως η «κυρά»με το ενδιαφέρον εκφραστικά πρόσωπο αλλά κι η «υπηρέτρια» με το γλυκό μουτράκι), δεν μπορώ όμως να πω το ίδιο και για τον ηθοποιό που παίζει τον ψευτο-Κόμη στον οποίο βρήκα μπόλικες υπερβολές, εκτός αν είναι στοιχεία εκφράσεων κι εκδηλώσεων εκείνων των λαών που η δυτική μου νοοτροπία αδυνατεί να προσλάβει.
Πάντως, επειδή την έχω ξεχωρίσει από πολλές ταινίες που είδα φέτος, αδυνατώ να συλλάβω το πνεύμα της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών που την τακτοποίησε μόνο με μια διάκριση στα τεχνικά επιτεύγματα και βέβαια επαναλαμβάνω πως η σκηνογραφία αξίζει πολλά. Κι εξ αυτής εμπνέονται η φωτογραφία κι η ενδυματολογία, κατεπέκταση η ίδια η σκηνοθεσία η οποία κάνει το παραπέρα βήμα και στον τρόπο αφήγησης, άρα έχουμε πολλά παραπάνω.