Στο ότι είδα μια ταινία που αν μου την διηγείτο κάποιος ως θέμα, μπορεί και να μην ήθελα να ακούσω τη συνέχεια.
Τι σόι «κωμωδία» είναι αυτή με ήρωες άτομα με κινητικά προβλήματα που μπλέκονται με τη Μαφία η οποία έχει απλώσει και στην Ουγγαρία τα πλοκάμια της: Και πως μπορεί να γελάσει ο θεατής βλέποντας επί της οθόνης άτομα με ειδικές ανάγκες που ακόμα και σε δράμα κάνει αφόρητη μια τέτοια περίπτωση ακόμα και για ανθρώπους με σαδιστικά ένστικτα.
Κι όμως, στο τέλος η ταινία κατορθώνει και σε κερδίζει. Και δεν περιμένει καν το τέλος για να το πετύχει αυτό, αν θέλουμε να ακριβολογήσω, μα το κατορθώνει πολύ νωρίς.
Ισως οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης ΑΤΤΙΛΑ ΤΙΛ, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, έχει βάλει τους ηθοποιούς να παίξουν. Στο να τονίζουν τη δυναμική τους πλευρά περισσότερο από την δραματική εικόνα της κατάστασης την ίδια ώρα που εναντιώνονται, με τις δυνάμεις που διαθέτουν, στα σκοτεινά σχέδια εκείνων που τους περιβάλλουν. Κι αυτή η δυναμική πλευρά έχει και στοιχεία θράσους που περιγράφονται τόσο από το σενάριο όσο κι από το παίξιμο των ηθοποιών κι αυτό το θράσος , επειδή ακριβώς όλο το πράγμα φαντάζει υπερβολικό, παίρνει κωμικό χαρακτήρα, ο θεατής ταυτίζεται μαζί τους και γουστάρει το θράσος τους. Κυρίως του αρχηγού, τόσο ως ήρωα όσο και για λογαριασμό του ηθοποιού που παίζει το ρόλο. Κι οι καταστάσεις ακολουθούν χαρακτήρα αστυνομικής περιπέτειας αμερικάνικης σχολής τύπου Σκορσέζε στα νεανικά του φιλμ, με μόνη τη διαφορά ότι σε αμερικάνικη ταινία θα αποφευγόταν, για πολλούς λόγους, κινηματογραφικούς, κοινωνικούς αλλά κι εμπορικούς, μια τέτοια διακωμώδηση ενώ εδώ, φτάνει και τα όρια του σουρεαλισμού. Ενός σουρεαλισμού βέβαια που βασίζεται στην υπόθεση αλλά που ο σκηνοθέτης με τον τρόπο που παρακολουθεί τους ηθοποιούς και την ιστορία, καταφέρνει να υπογραμμίσει με μια σκηνοθεσία «που δεν φαίνεται».
Βέβαια, δεν μιλάμε για μεγάλη ταινία. Κυρίως μετά από τον περσινό «Γιό του Σαούλ» που οι λογής «κακομαθημένοι» απαιτούν κάτι ανάλογο ή και καλύτερο ή και μεγαλύτερο. Δεν αδικώ κανέναν ως προς αυτό το σκέλος, όμως, από την άλλη κι η ταινία πρέπει να κοιταχτεί με βάση αυτό που είναι. Κι όχι με βάση τις προσδοκίες για έναν υπέρτατο….. «Σαούλ».
Η ταινία σε αυτό που θέλει να είναι, πετυχαίνει απόλυτα. Αν μάλιστα τη δει θεατής σε μικρή αίθουσα, καλλιτεχνικών ταινιών που είναι κι ο φυσικός της χώρος διότι όπως δίδαξε η «Αλκης Θρύλος» κι οι αίθουσες έχουν τα φαντάσματα τους και δεν μπορείς να δείχνεις έργα που δεν «συνάδουν» με ένα χώρο, θα την ευχαριστηθεί περισσότερο. Στη μικρή, καλλιτεχνική αίθουσα αναδεικνύει καλύτερα τις αρετές της. Εννοείται πως αν κατά λάθος παιχθεί σε Cineplexθα φάμε ξύλο όλοι μας.
Θα μου πείτε, κι όποιος δεν την προλάβει στην αίθουσα και τη δει ύστερα από κάποιο καιρό στην τηλεόραση, με αυτόν τι γίνεται; Και για την τηλεόραση ισχύει το ανάλογο, μια και τη μνημονεύουμε και θα είναι ο αυριανός σπιτονοικοκύρης της ταινίας πως θα πρέπει να μεταδοθεί από κανάλι που συνηθίζει τις ταινίες αυτού του τύπου ή να μεταδοθεί στα πλαίσια ειδικού αφιερώματος. Διότι αν τη βάλεις να παίζεται στο λεγόμενο primetime που είναι το τηλεοπτικό ομόλογο του κινηματογραφικού mainstream, το έχεις καταστρέψει το έργο. Εκεί αντί να αναδεικνύονται αρετές, θα διογκώνονται οι αδυναμίες. Κι η πρώτη και κύρια είναι η απωθητική εικόνα, η στενόχωρη εικόνα, ατόμων με ειδικές ανάγκες που υφίστανται λογιών λογιών κακοποιήσεις. Στον ανενημέρωτο ή απαίδευτο θεατή θα λειτουργήσει πρώτα η απώθηση κι ύστερα η αγανάκτηση περί του τι έργα κάνουν «σήμερα».
Το ίδιο συμβαίνει και με τις διακρίσεις της. Δεν ήταν ούτε για τα Ευρωπαικά Βραβεία, δεν ήταν ούτε και για Οσκαρ, δεν διαθέτει το «μέγεθος» (δεν εννοώ την υπερπαραγωγή αλλά το εσωτερικό μέγεθος) για κάτι τέτοιο, μα για πρώτο βραβείο σε περιφερειακό Φεστιβάλ όπως το Διεθνές της Θεσσαλονίκης είναι όχι μόνο μια χαρά αλλά κι ένας από τους καλύτερους "Χρυσούς Αλέξανδρους» που δόθηκαν ποτέ, σε σχέση με προηγούμενα χρόνια και φιλμ.
Οπότε, όλοι αυτοί οι συνδυασμοί επενεργούν θετικά για να τα δει θεατής μικρής αίθουσας .Με την ένδειξη βραβείου σε μικρό Φεστιβάλ θα δει πιο καλοπροαίρετα αυτά που συμβαίνουν και δεν θα τα θεωρήσει καθόλου απωθητικά διότι για τις δεδομένες συνθήκες δεν είναι καθόλου. Αντίθετα, θα της εκτιμήσει πως με λίγα μέσα και με εκτός συνταγολόγιου στοιχεία καταφέρνει και κάνει την ανατροπή της, λειτουργεί σε σημεία κι ως κωμωδία, χωρίς να ασεβεί προς τους χαρακτήρες και χωρίς να γελοιοποιεί τίποτε.