Κι ομολογώ ότι δεν τα είδα στην ταινία, τα αρνητικά για τα οποία με πληροφόρησαν. Διότι εγώ είδα ένα έργο το οποίο κυλούσε στρωτά, που και που επαναλαμβανόταν είναι η αλήθεια αλλά μου κρατούσε το ενδιαφέρον ως περιπέτεια που συγχρόνως ήθελε να πει και κάτι.
Κι αυτό το «κάτι» είχε να κάνει με ένα τυχοδιώκτη επιχειρηματία που οι άλλοι αποδείχτηκαν πιο σκάρτοι από αυτόν, τον πούλησαν και τον ξαναπούλησαν για να του φάνε την επένδυση κι όλα αυτά με φόντο την Ινδονησία των 90ς (ξεκινά από τα τέλη των 80ς) και τα κοιτάσματα χρυσού ενώ στην ιστορία ανακατευόταν , με όχι καθαρό ρόλο, κι ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέραλντ Φορντ.
Κάποια στιγμή με συνέλαβα και να θυμώνω με την αντιμετώπιση της ταινίας διότι τελικά τι γίνεται; Ο κινηματογράφος ως ψυχαγωγία τίθεται υπό διωγμόν; Δεν κατάλαβα δηλαδή. Αυτή είναι μια ταινία καλογυρισμένη ,λειτουργεί ως περιπέτεια, διαθέτει και τις σχέσεις της, έχει και τις κορυφώσεις της . περνάει κι από τα 40 κύματα…
Μετά είπα να δώσω τόπο στην οργή και να απολαύσω αλλά τελευταία συνέβη πολλές φορές με τέτοιου είδους ταινίες, είχα πρόσφατο και το παράδειγμα του «Επιχείρηση ανθρωποειδές» που επίσης το ειρωνεύτηκαν, το οποίο είναι ανώτερο από το «GOLD» και λες εδώ κάπου έχουμε χαθεί.
Ενπάση περιπτώσει δεν λέω ότι πρόκειται για μεγάλη ταινία, πρόκειται, όμως, για καλή ψυχαγωγική ταινία που δεν κλαις το δίωρο σου ούτε το νόμισμα σου. Προσεγμένη, εξαίρετη φωτογραφία με ομοιογένεια είτε βλέπουμε ζούγκλα της Ινδονησίας είτε Νέα Υόρκη και μεγάλα ξενοδοχεία, σκηνογραφία ανάλογη ώστε να ξεκουράζεται και το μάτι και μουσική που «χώνεται» κι αυτή μέσα στους ήχους αλλά αφήνει κάποια ακούσματα εξωτικής περιπέτειας, από εκείνα που ο συνθέτης μπαίνει για να κρατήσει τα μέτρα τα κενά και να κόψει απότομα ή να αφήσει τους άλλους ήχους να συνεχίσουν.
Εκεί, όμως, που δεν δέχομαι κουβέντα , αν και δεν μπορώ να πω ότι στις ξένες τουλάχιστον κριτικές, υπήρξε αδικία στην αντιμετώπιση, είναι στον ΜΑΘΙΟΥ ΜΑΚΚΟΝΑΧΙ. Ο τύπος είναι Ηθοποιός με Ητα κεφαλαίο. Η δουλειά που κάνει πάνω στο ρόλο είναι έως και συγκινητική για το πόσο σοβαρά παίρνει την υπόθεση, και δίνει στο ρόλο πράγματα που ο ίδιος ο ρόλος δεν τα υποπτευόταν ότι μπορεί και να τα «σηκώνει». Κι επειδή γράφονται διάφορες ανοησίες περί του αν πάχυνε για να πάρει Οσκαρ κλπ, ας γνωρίζουν αυτοί που λένε αυτές τις ανοησίες ότι ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ στην ηθοποιία, που προφανώς δεν το γνωρίζουν, είναι να φτάσει ο ηθοποιός σε ένα σημείο ώστε να δείχνει πως ταυτίστηκε με το ρόλο, με το χαρακτήρα, ότι τον «δούλεψε», του βρήκε σημεία και στοιχεία, πήρε μιά λεπτομέρεια, αδιόρατη στη συγκεκριμένη ταινία από το σενάριο και του έδωσε και κατάλαβε. Διότι ο ήρωας είναι πότης που φτάνει κάποια στιγμή στα όρια του αλκοολισμού. Σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του και με αυτά που του συμβαίνουν αλλά και με μια προκλητική διάθεση που έχει στα πάντα κι είναι και ξεροκέφαλος, αφήνεται στο ποτό, στις κραιπάλες, στα πάθη του. Και το πληρώνει. Ο Μάθιου ΜακΚόναχυ, ανέσυρε από εδώ στοιχεία, τον έκανε να μοιάζει βουτηγμένος στο ποτό, του έδωσε ένα τύπο αλκοολικής χυδαιότητας, τον πάχυνε, τον πλαδάρεψε,τον έκανε αφημένο, έτσι όπως τον θέλει το σενάριο, δεν δίστασε να βγει και γυμνός και να δείξει όλο αυτό το στραπατσάρισμα που έκανε στον εαυτό του για να γίνει ένα με αυτό το ρόλο, που στο κάτω δεν είναι και ρόλος όσο κάποιοι άλλοι. Θα μπορούσε να περιοριστεί σε ένα star performance, να τον μακιγιάρουν λίγο και να «καθαρίσει». Εδώ έκανε θυσίες σαν να ήταν ο Ντε Νίρο στο «Οργισμένο είδωλο». Κι επειδή είχε κάνει κάτι ανάλογο όσο και διαφορετικό στων μεγάλων, όμως, απαιτήσεων ρόλο που του χάρισε και το Οσκαρ στο «Dallas buyers club» , κι οι γνωστοί ανόητοι ειρωνεύτηκαν τότε, ο ΜακΚόναχυ θεωρεί ότι φέρει ευθύνη απέναντι στον εαυτό του και σε εκείνο το Οσκαρ. Οι ανόητοι που ειρωνεύτηκαν τον ΜακΚόναχυ είναι οι ίδιοι που σε άλλες περιπτώσεις, όταν θέλουν να θίξουν ένα ηθοποιό αλλά δεν κατέχουν το άθλημα, τον περιγελούν πως «δεν τσαλακώνεται». Το λένε μάλιστα σε περιπτώσεις που πραγματικά ο ρόλος δεν χρειάζεται τσαλάκωμα, δεν λέει κάτι τέτοιο το σενάριο. Τον ΜακΚόναχι τον ειρωνεύονται επειδή τσαλακώνεται. Είναι που λένε «τόσα ξέρεις, τόσα λες».
Ενπάση περιπτώσει, για τη δουλειά που έχει κάνει το παλικάρι στο ρόλο αξίζει τον κόπο να δει κανείς την ταινία για να δει και τι σημαίνει να παίρνει τόσο στα σοβαρά ο ηθοποιός τη δουλειά του. Κυρίως επειδή το έργο δεν είναι αυτό που λέμε «ερμηνευτικό». Θα έδινα εύσημα και στον ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΜΙΡΕΖ διότι κράτησε τα ίσια του ΜακΚόναχι με ένα ρόλο που επίσης δεν του έδινε τίποτα κι εδώ πρέπει να έχει κάνει την παρέμβαση του κι ο σκηνοθέτης. Ο οποίος είναι ο ΣΤΗΒΕΝ ΓΚΕΙΓΚΑΝ, ο βραβευμένος με ΟΣΚΑΡ σεναριογράφος του «TRAFFIC» που μετά έγινε και σκηνοθέτης των δικών του σεναρίων, έκανε τη «Συριάνα», όπου είχαμε δει κι εκεί ένα Τζορτζ Κλούνει, εντελώς αγνώριστο από ό,τι στα άλλα του έργα, ήταν ο λιγότερο «Τζωρτζ Κλούνει» από κάθε άλλη φορά, είναι εκεί που πήρε Οσκαρ κι εκείνος, και που τώρα, καθώς βλέπω τον ΜακΚόναχι σε αυτό το ρόλο, σκέφτομαι μήπως τους εμπνέει ως ένα βαθμό προς αυτή την κατεύθυνση κι ο Στήβεν Γκέιγκαν.
Με βάση τα σενάρια που προανέφερα, σίγουρα το «Gold» δεν κατατάσσεται σε εκείνη την ομάδα. Εχει, όμως, κάποια ψήγματα τα οποία καταλήγουν στο «κάτι» που σου αφήνουν καθώς ψυχαγωγείσαι, αυτό που έλεγα και στην αρχή.