Αυτή ήταν η επιτομή για μένα, ή , αν θέλετε κι η επίγευση κι αυτό που με απασχόλησε το περισσότερο, όταν βγήκα από την προβολή της ταινίας αυτής του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΡΕΙ ΒΑΙΝΤΑ, που έλαχε να είναι και το κύκνειο άσμα του.
Ένα κύκνειο άσμα με το οποίο δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα κι αρκετά ούτε κριτικοί ούτε μεγαλοφεστιβάλ αλλά ούτε κι οι Ακαδημίες που τις λαμβάνω υπόψη μου περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα.
Κατάλαβα ότι το βρήκαν «παλιό», δεν συμφώνησα μαζί τους ως προς το συνδυασμό καλού και παλιού, αντελήφθην όμως…
Επιπλέον, με τον Βάιντα, για να φεύγουμε από Ακαδημίες και να πάμε σε κριτικούς και θεωρητικούς, οι τελευταίο έχουν ένα θέμα. Τα έχω γράψει πολλές φορές, τα έχω αναλύσει, μάλιστα και πρόσφατα με αφορμή μια άλλη πολωνική ταινία, τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Αγάπης», κυρίως για πολιτικούς λόγους. Οι θεωρητικοί αριστερής προέλευσης που τον ύμνησαν στο παρελθόν ως εκπρόσωπο του «πολωνικού» σινεμά, δηλαδή του καθεστωτικού, στη συνέχεια, όταν άρχισε να κάνει νερά κλιμακώνοντας κριτική προς το καθεστώς, άρχισαν να του βρίσκουν ελαττώματα κι ενώ τα έργα ήταν το ένα καλύτερο του άλλου, πρόβαλαν την πολιτική του «παρέκκλιση» (που δεν ήταν παρέκκλιση για τον ίδιο αλλά η στάση των Πολωνών απέναντι στο καθεστώς και κυρίως στη μισητή σοβιετική κηδεμονία, κι αυτά έγιναν γνωστά και παραδεκτά στη συνέχεια, όμως άφησαν στίγμα στον Βάιντα λες και…τέλος πάντων)
Με αυτές τις σκέψεις βγήκα από το σινεμά, ταυτόχρονα μαγεμένος και συγκινημένος από την ταινία. Ναι, αυτά που δείχνει το φιλμ, μας τα έχει ξαναδείξει ο Βάιντα σε πολλές άλλες ταινίες. Κι επειδή εκείνες οι ταινίες είχαν προηγηθεί, ξάφνιαζαν κιόλας ενώ τώρα δεν ξαφνιαζόμαστε.
Όμως, τι ποίηση, τι ευαισθησία, τι προσέγγιση του κεντρικού ήρωα που είναι υπαρκτό πρόσωπο, καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών στην Πολωνία του 1948, όπου οι «κομισάριοι» δεν συμφωνούν με τις απόψεις του περί Τέχνης και του αλλάζουν τον αδόξαστο. Προπηλακισμοί, εξευτελισμοί, για την παρέκκλιση του από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και την Τέχνη της χρησιμότητας, κι ενώ ο άνθρωπος αυτός ούτε αντικομμουνιστής ήταν ούτε υπόπτων πολιτικών φρονημάτων, αντίθετα είχε δώσει ένα χέρι κι ένα πόδι στη μάχη και σε αυτή την κατάσταση δίδασκε στη Σχολή του Λοτζ κι ενέπνεε τους φοιτητές του.
Ο Βάιντα με τις βαθύτατες σεναριακές γνώσεις κι επιγνώσεις, ανεξαρτήτως του αν γράφει ο ίδιος ‘η όχι τα σενάρια, εξαντλεί κάθε πτυχή γύρω από τη ζωή, την προσωπικότητα και τις ανθρώπινες λεπτομέρειες αυτού του κεντρικού ήρωα. Και μας δίνει μια εκπληκτική εικόνα και της Πολωνίας των πρώτων «σοβιετικών» ετών με φωτογραφία του μεγάλου (Πολωνός διευθυντής φωτογραφίας και «μεγάλος» είναι μάλλον πλεονασμός) ΠΑΒΕΛ ΕΝΤΕΛΜΑΝ που είχε προταθεί για Οσκαρ φωτογραφίας στον «Πιανίστα» του Πολάνσκι και πόσο μεταφέρει παρόμοια αίσθηση, παγερότητας και γκριζάδας. Χάζεψα τα κοστούμια που δεν είναι κι έργο κοστουμιών με την έννοια του «βεστιαρίου» αλλά μου έκανε εντύπωση πως τους είχαν ντυμένους, ας πούμε τους φοιτητές που τον επισκέπτονται στο σπίτι, οι οποίοι είναι ντυμένοι με ρούχα καθημερινότητας κι όμως τι αρμονία συνέδεε τα κοστούμια το ένα με το άλλο έτσι όπως τα βλέπαμε πάνω στους ανθρώπους που ήταν παραταγμένοι στη σειρά και συνομιλούσαν με το δάσκαλο.
Είναι πολύ μεγάλος σκηνοθέτης ο Βάιντα. Αν και φοβόμουν μη και τον δω καταβεβλημένο αφού έφυγε από τη ζωή, σε προχωρημένη ηλικία, μόλις ολοκλήρωσε την ταινία, τον βρήκα αγαπητοί φίλοι, φρέσκο. Στο πως σκηνοθετούσε όλα αυτά που ήθελε να δείξει.
Είπα για τη φωτογραφία και τα κοστούμια.. Μα μου έκανε εντύπωση και το πώς σκηνοθετούσε και τα νιάτα που περιβάλλουν τον καθηγητή, τι ωραία παιδιά (όχι μοντέλα!) είχε διαλέξει για φοιτητές της Καλών Τεχνών στο Λοτς, σαν όμορφη ελπίδα για το μέλλον της Τέχνης.
Μου έκανε εντύπωση πως σκηνοθέτησε αυτόν τον ΤΕΡΑΣΤΙΟ ηθοποιό που παίζει τον κεντρικό ήρωα, τον ΜΠΟΓΚΟΥΣΛΑΒ ΛΙΝΤΑ, ο οποίος προέρχεται από το θέατρο και του φαίνεται όχι στην επίδειξη, όπου το παίξιμο του ξεπερνά σε κινηματογραφική λιτότητα και τον…. Γκάρυ Κούπερ αλλά στη μεγάλη εκείνη, βαθιά ποιότητα της υποκριτικής, Τι συναισθήματα απέδωσε ο άνθρωπος και πως τα έδωσε στο κοινό. Μία σκηνή πείνας που υπάρχει στο έργο είναι από τις πιο συγκλονιστικές που έχω δει στη ζωή μου και το credit ξεκινά φυσικά από τον Βάιντα και καταλήγει στον ηθοποιό, όπως γλείφει το άδειο πιάτο…. Θεέ μου
Από ό,τι παιζεται στις αίθουσες εδώ και κανένα μήνα, είναι το μόνο που προσωπικά με άγγιξε τόσο πολύ, που μου θύμισε ένα κινηματογράφο ο οποίος σιγά σιγά φεύγει καθώς φεύγουν κι οι άνθρωποι του και φυσικά τούτη την ώρα θεωρείται «παλιός».
Μόνο που ο… «παλιός».. είναι κι… αλλιώς!!!!!!