Μόνο που ως φιλμ, το «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΗΠΟΥ» είναι ασύγκριτα καλύτερο από την «ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ». Θα μου πείτε, τι συνδέεις κι εσύ τώρα ανόμοια πράγματα και κάθεσαι και κάνεις συγκρίσεις που γενικώς τις απεχθάνεσαι;
Το κάνω για επιχειρηματολογία, για κάποιες θέσεις που υποστηρίζω και για πράγματα στα οποία εναντιώνομαι.
Η «ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΗΠΟΥ» είναι ένα καλό φιλμ κυρίως για ποιοτική ψυχαγωγία όσον αφορά στην οικογένεια. Ουσιαστικά είναι από αυτά που μπορεί να πάει να τα δει μια οικογένεια. Εχει θέμα, έχει στόχο, έχει χαρακτήρα, έχει ιστορικό πλαίσιο, έχει και μια πρωτοτυπία στην ίδια τη θεματολογική του αν και στο τέλος καταλήγει εκεί που καταλήγουν συνήθως τα φιλμ που διαδραματίζονται στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πρωτοτυπία αυτού του φιλμ είναι πως τοποθετείται στον ΖΩΟΛΟΓΙΚΟ ΚΗΠΟ της ΒΑΡΣΟΒΙΑΣ το 1939 και φτάνει ως το τέλος του Πολέμου κι αφηγείται μια ιστορία Αντίστασης κατά των Γερμανών Ναζί που είχαν εισβάλλει στην Πολωνία και το έργο στήνεται με βάση αυτό το ιδιότυπο θεματολογικά ντεκόρ.
Διωχνουν τα ζώα ο διαχειριστής κι η γυναίκα του ώστε να τα προστατέψουν από τους Γερμανούς οι οποίοι θέλουν να τα «σφάξουν» διότι θα χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες του Στρατού από φαγητό έως …ο,τιδήποτε άλλο, τα στέλνουν στη Γερμανία χάρη στο deal που κάνει η σύζυγος με τον Γερμανό επιτετραμμένο ο οποίος διευθύνει δικό του πάρκο με ζώα στο Βερολίνο κι η σύζυγος προκειμένoυ να τα έχει καλά με τον Γερμανό θα του παραστήσει ακόμα και την ερωτευμένη..
Ωστόσο, η Ιστορία πλέκεται και περιπλέκεται επειδή στον Ζωολογικό Κήπο που αδειάζει , κάπως πρέπει να καλυφθεί το κενό διότι όπως η Φύση έτσι κι η …. Αντίσταση, απεχθάνεται το κενό. Και το ζεύγος των πρώην διαχειριστών του Ζωολογικού Κήπου μετατρέπουν το χώρο σε πεδίο Αντίστασης, κάτω από τη μύτη του Γερμανικού Στρατού κι εφευρίσκουν κι ένα τρόπο να μπαινοβγαίνουν στο γκέτο της Βαρσοβίας και να διασώζουν, να φυγαδεύουν δηλαδή, Εβραίους.
Η ταινία διαθέτει εξαιρετική αφήγηση, πολύ καλά γραμμένο το σενάριο, εξαίρετο το ντεκουπάζ ώστε ο ρυθμός να μη χάνεται ποτέ και χωρίς από την άλλη να «φαίνεται» επιδεικτικά κι επιτέλους η ΤΖΕΣΙΚΑ ΤΣΑΣΤΕΙΝ βρίσκει ένα καλό ρόλο μετά από καιρό και δείχνει πως παραμένει στις επάλξεις προς αξιοποίηση σε έργα που να την αναδεικνύουν κι όχι να την φθείρουν. Προς μεγάλη χαρά και των θαυμαστών της οι οποίοι της είναι πιστοί και θέλουν να την απολαμβάνουν αχόρταγα στην οθόνη. Είναι εξαιρετική στο ρόλο της, κρατεί το έργο πάνω της με «πασαδόρους» αλλά καλούς πασαδόρους τους ηθοποιούς που την πλαισιώνουν τόσο τον «σύζυγο» ΓΙΟΧΑΝ ΧΕΛΝΤΕΝΜΠΕΡΓΚ όσο και τον «Γερμανό» που τον κάνει ο Γερμανός ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΡΥΛ – κι οι δύο ρόλοι καλοί είναι, ιδίως του δεύτερου.
Είναι έργο που ο θεατής ο οποίος βρέθηκε στην αίθουσα να το παρακολουθήσει δεν θα μετανιώσει, είναι όμως κι έργο που δεν θα το πάρουν στις Κάνες, δεν θα ασχοληθούν με τη σκηνοθέτη ως auter- ίστρια, δεν θα πέσουν διαπραγματεύσεις σε κανένα τραπέζι μελών κριτικής επιτροπής ότι πρέπει κι αυτής κάτι να της δώσουν, ας πούμε ένα βραβείο Σκηνοθεσίας…
Κι ο νοών νοείτω.