Θα ξεκινήσω από το «κηλίδωμα» το οποίο , όμως, θα εναλλάσσεται διαρκώς με το …ristretto: μια θα είναι «macchiato», μια «ristretto» (καθώς κι είναι ώρα του απογευματινού καφέ….)
Το «κηλίδωμα» ξεκινά από τη ΣΟΦΙΑ ΚΟΠΟΛΑ. Μια «κατασκευασμένη» περίπτωση από τη θεωρία του auteur, όπου ξαφνικά η «αποπλάνηση» είναι «μια ταινία της Σοφίας Κόπολα»- όπου στα πλαίσια του auter- ισμού της έδωσαν και βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες διότι έπρεπε κάτι να της δώσουν. Θυμάμαι τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τότε που η Ζαν Μορώ μαγείρευε τα βραβεία ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής κι ήθελε να «ρίξει» τον Θόδωρο από τον «Χρυσό Φοίνικα» με το «Βλέμμα του Οδυσσέα», για δικούς της λόγους, όπως κι έγινε, να μου λέει «ελπίζω μόνο να μη με προσπεράσουν με κανένα βραβείο σκηνοθεσίας διότι αυτό θα είναι προσβολή». Επειδή στο Φεστιβάλ Καννών το βραβείο Σκηνοθεσίας έρχεται ως κάτι «τρίτο στη σειρά» κι όχι ως βραβείο για τη σκηνοθεσία καθαυτή. Ηθελαν κάτι να της δώσουν της Κόπολα και της έδωσαν. Φυσικά και δεν είναι έργο για διάκριση ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΛΗ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ.
Είπαμε: Μια «macchiato», μια «ristretto»
Προχωρώ.
Όμως η Κόπολα είναι auteur!!!!! Αντίθετα, ο ΝΤΟΝ ΣΗΓΚΕΛ που είχε κάνει το πρώτο «Thebeguiled», το 1970 , με τον ΚΛΙΝΤ ΗΣΤΓΟΥΝΤ που είχε παιχθεί στην Ελλάδα με τίτλο «Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ» δεν ήταν auteur. Ηταν σκηνοθέτης! Απλώς! Απλώς, όμως, ο Ντον Σήγκελ ήταν πολύ καλύτερος σκηνοθέτης από την auteurΚόπολα και με τη δική του ταινία η τωρινή είναι αδύνατον να συγκριθεί.
Όμως ποιος ασχολιόταν με τον Ντον Σήγκελ ως όνομα πλην του Κλιντ Ηστγουντ που παραδέχτηκε κι αναγνώρισε ότι από τον Σήγκελ έμαθε σινεμά και χάρη σε εκείνον έγινε σκηνοθέτης.
Στην ταινία του Σήγκελ θαύμαζες καταρχάς σκηνοθεσία ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ κι εκεί που του έβγαζες το καπέλο ήταν πως τη σκηνοθεσία την είχε ορίσει μέσω της διανομής, του casting.
Για το ρόλο του άντρακλα του Βόρειου (διότι ο «άντρακλας» είναι βασικό στοιχείο του σεναρίου-θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω και πιο «αργκό» έκφραση, πιο… «λιμανίσια») είχε χρησιμοποιήσει τον Κλιντ Ηστγουντ. Διότι ο ήρωας πρέπει να είναι ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΚΛΑΣ, Γιάνκης, στα πεδία του Νότου κατά τον αμερικάνικο εμφύλιο, που τον κρύβουν στο Παρθεναγωγείο το οποίο κείται σε μια ερημιά, γυναίκες με καλούς τρόπους, ανέραστες κι ανικανοποίητες από άντρα, χαρακτηριστικές Πουριτανές του Νότου. Κι ο τραυματισμός ξυπνά τα γυναικεία τους συναισθήματα! Και στη συνέχεια τα ένστικτα, διότι ο τραυματίας δεν είναι όποιος κι όποιος αλλά ένας άντρακλας! Κι έχει σημασία.
Μέσα από την ευφυή διανομή όπου έβαλε από τη μία τον ήρωα των γουέστερν Κλιντ Ητσγουντ κι από την άλλη μεγάλες κυρίες που είχαν θητεύσει στο θέατρο και στα έργα του ΤΕΝΕΣΗ ΓΟΥΛΙΑΜΣ όπως η μέγιστη ΤΖΕΡΑΛΝΤΙΝ ΠΕΗΤΖ που έπαιζε το ρόλο τον οποίο κρατεί τώρα η Νικόλ Κίντμαν, και την στήριζε κι η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΧΑΡΤΜΑΝ, άλλη χαρακτηριστική περίπτωση για τέτοιες ηρωίδες, το έργο γινόταν ένα κράμα γουέστερν και …Τενεσή Γουίλιαμς. Και μέσα από την καθοδήγηση των ερμηνειών (και μιλάμε για τον Ντον Σήγκελ που σκηνοθετούσε περιπέτειες, δεν μιλάμε για… ΗΛΊΑ ΚΑΖΑΝ!!!!!!) το έργο γινόταν κάτι άλλο. Γινόταν ένα ψυχολογικό γουέστερν, υποβλητικής, σκοτεινής ατμόσφαιρας, αφόρητα ερωτικό αλλά και κτηνώδες μια κι ο έρωτας ξεκίναγε από καταπιεσμένο συναίσθημα κι εξελισσόταν σε πράξη εκδίκησης, βανδαλισμού, σακατέματος, ευνουχισμού…Οι λυσσασμένες μαινάδες τον έκοβαν κομματάκι κομματάκι για να πάρει η κάθε μια αυτό που ποθούσε από εκείνον κι έφταναν ως τη θανάτωση, την εξόντωση του.. Ηταν ένα σοκαριστικό έργο, φτιαγμένο, όμως, από μάστορα που δεν χρησιμοποιούσε το σοκάρισμα για να απωθήσει τον θεατή αλλά για να τον υποβάλει. Ηταν μια εξαίρετη ταινία. Όμως, κυκλοφορησε κι έκανε καριέρα ως ταινία περιπέτειας, κάπως διαφορετικής από τις άλλες. Διότι δεν υπήρχε auteur στη μέση ώστε να μιλούν για εκείνον αντί για το έργο και να του αποδίδουν πράγματα που είχε «ξεχάσει» ή που δεν είχε πρόθεση πάντως που δεν είχε βάλει στο έργο – άλλωστε για αυτό το λόγο υπάρχουν αυτού του είδους οι «κριτικοί», για αυτό υπάρχει κι ο «auter-ισμός», για να βάζουν πράγματα που οι θεατές δεν είδαν…
Ενώ εδώ, υπάρχει auteur.
Θα ήταν ψέμα και προκατάληψη αν έλεγα ότι το έργο της Κόπολα δεν έχει ατμόσφαιρα ή δικού της τύπου υποβολή. Εχει και μια διαφορετικότητα από το προηγούμενο. Ότι την ενδιαφέρει –κι αυτό το ακολουθεί με συνέπεια- περισσότερο η στάση των γυναικών και λιγότερο του «άντρακλα» όπου στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για «άντρακλα» αλλά για γοητευτικό νέο, τον ΚΟΛΙΝ ΦΑΡΕΛ.
Εδώ με τη διανομή, αρχίζουν να υποχωρούν στοιχεία που θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Συμπαθητικός ο Κόλιν Φάρελ, ωραίος ως ένα βαθμό, ανεξάρτητα από ομορφιά που είναι κι υποκειμενική, δεν κουβαλά πάνω του εκείνο το αρσενικό που θα μπεί σε ένα παρθεναγωγείο του Νότου τον καιρό του Εμφυλίου και θα αναστενάξουν κι οι πετσέτες του μπάνιου. Θεωρώ πως αν αυτό το στοιχείο χαθεί κινηματογραφικά ή αν δεν αναδειχθεί, έχει χαθεί το κομμάτι της λαγνείας , της δίψας της σάρκας, της διαρκούς στέρησης που υποκινεί αυτές τις γυναίκες στο ανεξέλεγκτο του μυαλού.
Στη διανομή της δεν έχει ακολουθήσει κανόνες αντιθέσεων όπως είχε κάνει ο Ντον Σήγκελ , έχει όμως επιλέξει ένα γυναικείο cast, που το χειρίζεται αποτελεσματικά, χωρίς όμως να βγάζει ιδιαίτερο χαρακτήρα. Η ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ παίζει ΕΞΑΙΡΕΤΑ το μέρος της, με τα χρόνια την παραδέχομαι όλο και περισσότερο, έχει ωριμάσει πολύ, είναι καλή ηθοποιός, κι ομολογώ ότι κρατά το έργο με στιβαρότητα. Όμως οι κοπέλες της Κόπολα (κι ας είναι καλές όπως η ΕΛΛ ΦΑΝΙΝΓΚ ή η ΚΙΡΤΣΕΝ ΝΤΑΝΣΤ) είναι κάπως «κυρίες». Σε όλες τους τις εκδηλώσεις. Δεν βγαίνουν μαινάδες, δεν τις εξουσιάζει το ύστερο , μοιάζουν περισσότερο σαν να προκάλεσαν τυχαία ένα φόνο κι όχι σαν να τον σχεδίασαν μανιασμένες για αντρική σάρκα.
Ναι, το έχω πει πολλές φορές, είναι θέση μου, είναι ιδεολογική μου τοποθέτηση απέναντι στον κινηματογράφο, πως κάθε έργο κρίνεται με βάση αυτό που είναι. Ακόμα κι ένα remake. Ελα, όμως, που δεν γεννηθήκαμε χτες, έλα όμως που σε μια επανάληψη ή σε ένα remake αυτό που εξετάζεται δεν είναι μόνο η αυτονομία («αυτονομία» είχε και το remake του «Μπεν Χουρ» αλλά θέλω να το ξεχάσω) μα κι αν πήγε κάπου παρακάτω ή παραπέρα την ταινία που παρέλαβε.
Το παραπέρα της Κόπολα είναι στην επικέντρωση σε ένα αισθητικό κομμάτι, που όμως δεν έλειπε από το προηγούμενο (μόνο τα κοστούμια είναι που εδώ κάνουν μια αριστοκρατική αντίθεση στην υπόλοιπη υποβολή σε σχέση με τα κοστούμια της ταινίας του Σήγκελ που ήταν κι εκείνα ερεβώδη και τραχιά σαν τις διαταραγμένες γυναίκες που τα φορούσαν.
Λέω λοιπόν πως ο θεατής που δεν έχει δει το παλιό φιλμ, με τίποτα δεν θα πει ότι το έργο της Κόπολα δεν είναι μια καλή ταινία. Θα του αρέσει και δεν θα έχει άδικο. Εγώ, όμως, ως ενσυνείδητος κριτικός δεν μπορώ ούτε να μην πω αυτά που είπα ούτε και να μη συστήσω στους νεώτερους θεατές να δουν κάποια στιγμή και την παλιά ταινία με τον Ηστγουντ και την Τζέραλντιν Πέητζ ρισκάροντας την πιθανότητα ότι το τωρινό μπορεί στην τελική να τους αρέσει και περισσότερο…
Το τωρινό είναι πιο εικονοκλαστικό, το παλιό ήταν πιο περιεκτικό.