Και πράγματι το τελευταίο φιλμ του Μίκαελ Χάνεκε μας δείχνει εύπορη οικογένεια σε κρίση, δικη της κρίση. Οπου έρχεται να μείνει στην οικογένεια των ευπόρων ένα κορίτσι στην εφηβεία, του οποίου η μαμά πεθαίνει. Χωρισμένοι οι γονείς, ο μπαμπάς της που τον παίζει ο ΜΑΤΙΕ ΚΑΣΟΒΙΤΣ είναι γιατρός, ξαναπαντρεμένος, η δεύτερη γυναίκα του έχει αποκτήσει και μωρό, στο σπίτι ζουν η αδελφή του, η ΙΖΑΜΠΕΛ ΥΠΕΡ δηλαδή, που διευθύνει την οικογενειακή επιχείρηση κι έχει κάποια προβλήματα με τον γιό της ο οποίος είναι κάπου μεταξύ 25 και 30 κι υπάρχει κι ο ξεμωραμένος παππούς όπου στο ρόλο του βλέπουμε τον ΖΑΝ ΛΟΥΙ ΤΡΕΝΤΙΝΙΑΝ, ένας σνομπ κύριος, κάπως αποστασιοποιημένος, που κάθε τόσο κάνει τις δικές του αποδράσεις και πιάνει μια πιο προσωπική σχέση με την εγγονή.
Αυτά, παιδιά, είναι το έργο! Αυτά που σας έγραψα.
Ελκύει κάποιον μια τέτοια υπόθεση; Ναι, αν θα ηταν από φιλμ του Αντονιόνι στα καλά του χρόνια ‘η και κάποιων παρεμφερών. Οπου όμως δεν φτάνει να σε ελκύει ένα φιλμ αλλά πρέπει και να επιβεβαιώνει την έλξη κι όταν βγαίνεις από την αίθουσα.
Ως εργοκεντρικός θα σταθώ στο έργο του Χάνεκε κι όχι στον ίδιο και να δείτε που στο τέλος, εγώ ο μη fanτης θεωρίας του auteur θα της βρώ της ταινίας περισσότερα θετικά από όσα της βρήκαν οι fan του Χάνεκε προσωπικά που ασχολήθηκαν με το τι κάνει σε αυτή την ταινία ο δημιουργός τους.
Από την άποψη της θεωρίας του auteur, οι οπαδοί της θα έχουν δίκιο.
Τι κάνει εδώ ο Χάνεκε; Με τι ακριβώς ασχολείται; Τι θέλει να μας πει μετά τη «Λευκή Κορδέλα» και το «Amour»;
Από τη στιγμή που έτσι στήθηκε ο μύθος του κι αυτή τη στιγμή θεωρείται, ή θεωρείτο με βάση τις προηγούμενες ταινίες του, ένας από τους σημαντικότερους auteurτης σημερινής κινηματογραφικής Ευρώπης , με τους δύο «Χρυσούς Φοίνικες» και με την έγκριση και τη συναίνεση και της Αμερικανικής Ακαδημίας που του έδωσε ΟΣΚΑΡ για το «Amour», είναι αναπόφευκτο να μπει ο auter- ισμός σε πρώτο πλάνο.
Από την άλλη, κι από τη δική μου εξεταστική ματιά στον κινηματογράφο που είναι δηλωμένη ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΗ κι ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ θα καταλήξω να συμφωνώ με εκείνους έστω κι αν οι αφετηρίες μας είναι διαφορετικές.
Διότι το έργο, με την υπόθεση που σας έδωσα εν συντομία πιο πάνω, όχι μόνο αφήνει κενά πάνω στο ποιος είναι ο στόχος του ΕΡΓΟΥ αλλά αφήνει ως επίγευση κάτι το ΗΜΙΤΕΛΕΣ στην ολοκλήρωση. Μια αναρώτηση, παρόμοια με εκείνη του φιλμ της Κλαιρ Ντενί «Η λιακάδα μέσα μου», παρόμοια ως προς τη σημαντικότητα αυτού που βλέπουμε. Οχι σε κάτι άλλο. Οχι, οι χαρακτήρες του σεναρίου δεν ασχολούνται με το πέος και την κλειτορίδα, διότι ο Χάνεκε δεν είναι Γάλλος, αλλά αυτά με τα οποία ασχολούνται και τα οποία μας δείχνει το φιλμ, κάνουν το θεατή να αναρωτιέται αν είχαν κάτι το ξεχωριστά σημαντικό. Για τι ακριβώς πράγμα μας μιλάει το φιλμ; Οι στόχοι στο σενάριο δεν ξεκαθαρίζονται ποτέ , μπορεί να μην έχει καθοριστικές ασάφειες πλην μίας ίσως όσον αφορά στο γιό της Υπερ και στην αινιγματική στάση του ύστερα από ένα ξυλοδαρμό που υπέστη και που δεν καταλαβαίνουμε ποτέ για ποιο λόγο ο σκηνοθέτης επέλεξε να τον δείξει σε «μακρινό» πλάνο σχολής Αγγελόπουλου των ημερών των «Κυνηγών» και να μη δούμε από κοντά το πρόσωπο εκείνου που τον ξυλοκόπησε. Κι επειδή ακολουθεί σκηνή με την μητέρα του συγκεκριμένου ήρωα, με την Υπέρ, η οποία προσπαθεί με το τσιγκέλι να του αποσπάσει εξήγηση κι ο διάλογος παραμένει αινιγματικός κι ασαφής.
Από την άλλη, όμως, θα πω ότι σκηνοθετικά και κινηματογραφικά, το υλικό όλο αυτό το έχει στήσει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, ο θεατής παρασύρεται στην αφήγηση και στις καταστάσεις των προσώπων και στην όποια δράση, όλα είναι καμωμένα με πολύ καλό γούστο, τα ντεκόρ φερειπείν που μας ξεναγούν πλήρως σε όλο το σπίτι όπου κατοικούν ή συμβιώνουν τα πρόσωπα και γινόμαστε μέρος τους… Ξέρετε, στις καλές ταινίες Ευρώπης και Χόλυγουντ, ο σκηνοθέτης με τον σεναριογράφο και τον σκηνογράφο πρέπει να έχουν δουλέψει πλήρως το ντεκόρ ώστε μέσα σε αυτό να κινηθούν τα πρόσωπα, προηγούνται συνήθως εξαντλητικές πρόβες με τους ηθοποιούς για να γίνουν ένα με τον χώρο, να είναι κι ό ρόλος του, και κατεπέκταση η ερμηνεία τους συντονισμένη με τις υπαγορεύσεις του σκηνικού το οποίο βγαίνει μέσα από το σενάριο.
Αυτά υπάρχουν σε άριστη κατάσταση. Όπως επίσης κι οι καλοί ηθοποιοί παρόλο ότι οι ρόλοι τους δεν ολοκληρώνονται. Ειδικά η Ιζαμπέλ Υπέρ έχει ελάχιστα πράγματα επί της ουσίας να κάνει κι απλώς με την προσωπικότητα της, με την προσωπικότητα της Υπερ δηλαδή, δίνει μια συμπληρωματική υπόσταση στην ταινία αλλά η ίδια ως ηθοποιός δεν έχει να κερδίσει και πολλά..
Με άλλα λόγια, επειδή ακριβώς ο Χάνεκε ως ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ κι όχι ως auteur, τα έχει οργανώσει πολύ καλά, με το ότι καταφέρνει και παρασύρει τον θεατή, στο τέλος τον αφήνει διπλά απογοητευμένο επειδή αυτό στο οποίο τον παρέσυρε δεν αποδείχτηκε ολοκληρωμένο άρα ελάχιστα σημαντικό.