Η εμμονή των Γάλλων με το ερωτικό θέμα (όχι το συναισθηματικό- από αυτό δεν κατέχουν πολλά, όπως επίσης δεν σκαμπάζουν κι από κοινωνική αναφορά σε αντίθεση με τους Ιταλούς) είναι πασιφανής και δεδομένη. Σε όλα τους, γύρω από αυτό κινούνται. Από τις πιο βαθιές , εσωτερικές ενδοσκοπήσεις ως τις κομεντί και τις φάρσες, η κρεβατοκάμαρα παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Η κρεβατοκάμαρα για την κρεβατοκάμαρα, η κλειτορίδα για την κλειτορίδα, το πέος για το πέος και δίνουν τέτοιες διαστάσεις στο εκάστοτε που πραγματικά βλέπεις ότι ασχολούνται πολύ σοβαρά αλλά στα όρια της εμμονής. Κι αυτό, κάπου φέρνει ενστάσεις. Όχι από σεμνοτυφία διότι μόνο κάτι τέτοιο δεν είμαι…. Αλλά τόσο πολύ σαν να είναι το κέντρο του κόσμου κι όλα να έχουν να κάνουν με την ικανοποίηση αυτού του όργανου… σιγά μαντάμ..!!!
Το «Η ΛΙΑΚΑΔΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ» είναι μια ώριμη από σκηνοθετική άποψη ταινία, ίσως η πιο ώριμη της Κλαιρ Ντενί, είναι καλά δομημένος κινηματογράφος, περιέχει εξαιρετικό μοντάζ από εκείνα που δεν φαίνονται και κάνουν την ταινία να κυλάει σαν νεράκι αλλά κι από σενάριο με την έννοια ότι αφηγείται ή αν θέλετε «κατοπτρίζει» το πορτραίτο μιάς γυναίκας στην ώριμη ηλικία, εξαιρετικά διατηρημένης, εξού και την παίζει η ΖΥΛΙΕΤ ΜΠΝΟΣ στην οποία αξίζει να αφιερωθεί ειδική, ξεχωριστή παράγραφος.
Το σενάριο λοιπόν στέκεται πάνω σε μια γυναίκα, χωρισμένη, που αναζητεί τον έρωτα και περνάει από άντρα σε άντρα. Για να περάσει, μέσα από αυτή την αναζήτηση , από πολλές διακυμάνσεις , να βγουν στην επιφάνεια αγωνίες της, στοιχεία του χαρακτήρα της, όπου όλα ρε παιδί μου έχουν να κάνουν με τους άντρες και με την ίδια και να καταλήξει σε μια εκπληκτική σκηνή με τον ψυχίατρο που την ανεβάζει κι η παρουσία του ΖΕΡΑΡ ΝΤΕΠΑΡΝΤΙΕ, ο οποίος με τα άψογα γαλλικά του, την κρυστάλλινη άρθρωση του και τη βαθιά φωνή του, δίνει ανάταση στη σκηνή- κι ας μην «βλέπεται» τελευταία έτσι όπως έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του. Εδώ η Ντενί, για να ολοκληρώσω την περί Ντεπαρντιέ παρένθεση, του κάνει μόνο κοντινό, τον έχει καθιστό, αποφεύγει να δείξει το σώμα και κάθε τι αντιαισθητικό που θα μπορούσε να περιλαμβάνει. Ακόμα και για τη χρησιμοποίηση του Ντεπαρντιέ, για τον τρόπο χρησιμοποίησης, έχω να πω θετικά για τη σκηνοθέτη.
Αλλά καθώς τα βλέπεις όλα αυτά και καθώς η ηρωίδα υποφέρει κι αντιμετωπίζεται από σκηνοθεσία και σενάριο και κατεπέκταση κι από ερμηνεία σαν μια γυναίκα πολύ δυστυχισμένη και…και…και.. ε, εκεί επάνω αναρωτιέσαι για αυτές τις γαλλικές εμμονές, ξεφεύγεις κι από την ταινία και σου έρχεται να της πεις «δεν πας να κάνεις και καμμιά δουλειά ή να βοηθήσεις κανένα άνθρωπο κι αν σου παρουσιαστεί γκόμενος πες Ευχαριστώ στο Σύμπαν ή στον Κύριο ή όπου πιστεύεις κι άσε μας στην ησυχία μας». Διότι πραγματικά κάνει θέμα, αλλά πολύ ΘΕΜΑ, το ότι φεύγει από τον ένα γκόμενο και πάει στον άλλο.
Η ταινία, εκτός από τα προσόντα που ανέφερα και τις εμμονές που στηλίτευσα, έχει ως κυριότερο προσόν την πρωταγωνίστρια. Η ΖΥΛΙΕΤ ΜΠΥΝΟΣ είναι στα καλύτερα της. Ομορφη, θελκτική, καλοδιατηρημένη, εξαιρετική ως ερμηνεύτρια, παίζει όλων των ειδών τα συναισθήματα που ο κάθε γκόμενος της υπαγορεύει να εκδηλώσει ή να εκφράσει, κι όλο αυτό η Μπυνός το κάνει αβίαστα, χωρίς επιτήδευση, χωρίς μακιγιαρίσματα, ως μια ηθοποιός απολύτως ολοκληρωμένη, απολύτως κυρία του εαυτού της και των μέσων της. Εκθαμβωτική!