Όμως, θα μπορούσα να έχω ξεκινήσει κι από αλλού. Κι αυτήν ήταν η αρχική μου σκέψη. Να έβαζα στο κείμενο τον τίτλο «ΞΥΠΝΗΜΑΤΑ». ¨Η και να τα προσδιόριζα και να έλεγα «ΤΑ ΞΥΠΝΗΜΑΤΑ Της ΑΝΟΙΞΗΣ, ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ».
Διότι κι αυτά υπαγορεύουν την ταινία. Το σενάριο που βασίζεται σε παινεμένο μυθιστόρημα του ΑΝΤΡΕ ΑΣΙΜΑΝ, με αυτά καταπιάνεται, με αυτά ασχολείται, αυτά προβάλει. Η ιστορία είναι το πρόσχημα ωστόσο θα μπορούσα να είχα βάλει και τίτλο «ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΩΡΑΙΤΟΡΕΣ ΓΚΕΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ». Δεν θα ήταν όμως αυτό ακριβές. Διότι μπορεί στο επίκεντρο να αναπτύσσεται μια ερωτική ιστορία μεταξύ δύο ανδρών, ενός 17χρονου κι ενός λίγο μεγαλύτερου, όμως θα το περιόριζα πολύ και θα έδινα λάθος μήνυμα στους αναγνώστες.
Διότι κι η ερωτική ιστορία μεταξύ των δύο ανδρών που καταλήγει να γίνεται άκρως σημαντική, τρυφερή, ποθητή, απελπισμένη, και να κλείνει με το γνωστό και μη εξαιρετέο περί αρνητικών ταμείων στον έρωτα, σε όποιον έρωτα, στον κάθε έρωτα, μέσα από τα ξυπνήματα τα γενικά επέρχεται κι αυτή.
Με το ξύπνημα της άνοιξης και της νιότης και των ιμέρων ενός 17χρονου Αμερικανού ιταλικής καταγωγής που βρίσκεται με τους γονείς του στην ιταλική εξοχή όπου διαθέτουν κάποια κατοικία για το καλοκαίρι, κι εκεί το αγόρι, που νιώθει τα σκιρτήματα, παίζει με τη συνομίληκη κοπέλα, νιώθει τους παλμούς της καρδιάς αλλά και της σάρκας, θα το νιώσει και με τον επισκέπτη που έρχεται να μείνει για λίγο καιρό κοντά τους, ένα σπουδαστή από Αμερική που ήρθε ως φιλοξενούμενος του διανοούμενου πατέρα.
Εδώ θα αναφερθώ σε συντελεστές , διακόπτοντας τη ροή της διήγησης, πως τη διασκευή του σεναρίου την έχει κάνει ο ΤΖΕΗΜΣ ΑΪΒΟΡΥ, που έχει το knowhow, κι αυτό είναι γνωστό τοις πάσι, παρόλο ότι στο σενάριο δεν έβαζε επισήμως χέρι στα καλά του έργα διότι είχε την αείμνηστη ΡΟΥΘ ΠΡΑΟΥΕΡ ΤΖΑΜΠΒΑΛΑ για αυτό το σκοπό. Ομως σεναριακά , λόγω του Knowhow , πετυχαίνει τον τόνο του βιβλίου. Και τη σκηνοθεσία την αναλαμβάνει ο ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ, ο οποίος είναι μια πολύ ιδιάζουσα περίπτωση. Ιταλός, που στη χώρα του δεν απολαμβάνει τιμών-παραδόξως!- όπου η ταινία που τον έκανε γνωστό κι εννοώ το "ΕΙΜΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ", μόνο στην Ελλάδα τιμήθηκε (κι αυτό την καθιστά ύποπτη και κι εκείνη την περίοδο η Ελλάδα ούτε σκάμπαζε ούτε τιμούσε ούτε παρακολουθούσε το τρέχον ιταλικό σινεμά) ενώ στην Ιταλία πήρε και κακές κριτικές ως «ψευτο-αντονιονική» και «δήθεν βισκοντική» και στη συνέχεια πέρασε στις αγγλόφωνες συμπαραγωγές δείχνοντας πως εκτός Ιταλίας κάτι έλεγε. Εδώ το αποδεικνύει τρανά. Φυσικά το ότι η Ιταλία δεν την επέλεξε για να τη στείλει στα ΟΣΚΑΡ του 1018 και προτίμησε το «A CHIAMBRA»(για το οποίο θα γράψω σε προσεχές σημείωμα), δεν έχει να κάνει μόνο με την υποτίμηση του Γκουαντανίνο αλλά και με το ότι το φιλμ δεν είναι και πολύ ιταλικό, σίγουρα είναι ως επί το πλείστον αγγλόφωνο.
Το ύφος της ταινίας είναι τέτοιο που θυμίζει στον καθένα κάτι δικό του. Ο ίδιος είπε ότι ως πρότυπα είχε το «LA LUNA» του Μπερτολούτσι και το «A NOS AMOURS» του Μωρίς Πιαλά. Σίγουρα, σε μεγάλο βαθμό τα δύο φιλμ έχουν να κάνουν με την χρονιά που διαδραματίζεται η ιστορία κι είναι το 1983, εποχή που τα δύο φιλμ ίσως κάπου τον καθόρισαν ηλικιακά. Όμως, υπάρχουν σημεία που μπορείς να δεχθείς ως πρότυπο και «Το φύσημα της καρδιάς» του Λουί Μαλ, εγώ δε προσωπικώς κάπου ενιωθα πιο κοντά μου τον «Κήπο των Φίντσι Κοντίνι» του Βιττόριο Ντε Σίκα από πλευράς αισθαντικής προσέγγισης των χαρακτήρων κι από πλευράς εναρμόνισης τους με το καλοκαίρι, με το τοπίο, με τα ποδήλατα, με τους ανεκπλήρωτους αλλά και τους εκπληρωμένους έρωτες, με τη βόλτα. Ενώ για κάποιους άλλους σίγουρα, κάπου εκεί μέσα θα ενυπάρχει ο Αϊβορυ, ίσως με το «Μώρις» λόγω γκέι θέματος.
Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει επί της ουσίας και ισχύουν τα πάντα. Διότι πάνω από όλα το «ΝΑ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ» είναι έργο βιωματικό. Βιωματικό από την άποψη ότι τα ευαίσθητα σημεία και στοιχεία είναι πανανθρώπινα, αγγίζουν τον κάθε άνθρωπο. Κι είναι και πολύ κινηματογραφικά, περνούν από πολλές ταινίες κι από διαφορετικές κινηματογραφικές κουλτούρες.
Κι η εξέλιξη της ιστορίας ανάμεσα στο 17χρονο και στον επισκέπτη των γονέων, περνά από πολλά στάδια ώσπου να ολοκληρωθεί ως εκδήλωση κι αφού ολοκληρωθεί να εκτοξεύεται ως έρωτας και να δοκιμάζεται ως σχέση. Όλα αυτά με την απόλυτη διακριτικότητα, ως εκεί που δεν παίρνει. Η σκηνοθεσία είναι εντελώς αραχνένιες ίνες, ο Αϊβορυ έχει γράψει το σενάριο με βάση το βιβλίο σαν να το σκηνοθετούσε κι ο Γκουαντανίνο θέλει να αποδείξει στον εαυτό του ευαισθησία και κατάρτιση.
Φαίνεται από όλους τους επιμέρους συντελεστές, από φωτογραφία αλλά και μουσική-πόσο ευαίσθητη! Όχι όμως μελιστάλαχτη- κι από τη λεπτότητα της καθοδήγησης στους ηθοποιούς. Ο ΑΡΜΙ ΧΑΜΕΡ, ένας ηθοποιός που πολύ συμπαθώ και τον έχω δει μόνο σε ανάλαφρους ρόλους, εδώ δείχνει ότι διαθέτει και πλατύτερη σκάλα, ο ΜΑΙΚΛ ΣΤΟΥΛΜΠΑΡΓΚ στο ρόλο του πατέρα και ειδικά στην εκπληκτική σκηνή του διαλόγου με τον γιό προς το τέλος της ταινίας μπορεί να διεκδικήσει υποψηφιότητα για Οσκαρ (κάτι που μπορεί να συμβεί και με άλλους συντελεστές της ταινίας ακόμα και με αυτήν καθαυτήν την ταινία) αλλά εκείνος που χαράσσεται ανεξίτηλα και του εύχομαι εκπλήρωση όλων αυτών που μας υποσχέθηκε στο φιλμ, είναι ο 17χρονος (21χρονος στην πραγματικότητα) ΤΙΜΟΤΕ ΣΑΛΑΜΕ (όλα στη λήγουσα τονίζονται), με το γαλλικό όνομα και το αμερικάνικο διαβατήριο, που αφήνει άφωνους. Δεν μιλάμε μόνο για το κέντημα με το οποίο διαχειρίζεται τα συναισθήματα του 17χρονου ήρωα του. Μιλώ και ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΦΙΝΑΛΕ CLOSE-UP,που θυμάμαι να έχω δει στον κινηματογράφο και ξεπερνά κι εκείνο της Γκλέν Κλόουζ στις «Επικίνδυνες σχέσεις» και το άλλο της Τζέην Φόντα στο «Σύνδρομο της Κινας». Σε αυτό το φινάλε κυριολεκτικά τα έχασα. Μονοπλάνο, όπου αριστερά πέφτουν οι τίτλοι, σοφα υπολογισμένο-δώρο αληθινό στον ηθοποιό από τον σκηνοθέτη, όπου καταφέρνει να μη μας αποσπάσουν οι τίτλοι ποτέ το βλέμμα διότι Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΕΝΤΑΕΙ. Με τη συνδρομή ενός εκπληκτικού score για μουσικό χαλί. Οι τίτλοι πέφτουν ενώ από το πρόσωπο του νεαρού περνούν σαν κύματα όλων μα όλων των ειδών τα συναισθήματα. Χωρίς «cut», χωρίς αλλαγή πλάνου, χωρίς τίποτα. Απλά, με μάγεψε.
ΥΓ.Αυτόν τον τίτλο σκεφτόμουν να βάλω ως τίτλο χαρακτηρισμού της ταινίας στο κείμενο μου ως ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΦΙΝΑΛΕ CLOSE-UP ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΠΟΤΕ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ αλλά φοβήθηκα μην αδικήσω το υπόλοιπο. Και θα επαναλάβω τη φράση (για το close-up του μικρού): ΑΠΛΑ, ΜΕ ΜΑΓΕΨΕ.