Θα μπορούσα και να τη χαρακτηρίσω ως «διαφορετική προσέγγιση» στο είδος «biopic», στην κινηματογραφική βιογραφία δηλαδή, όπου στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόμαστε στη ζωή της Γαλλίδας τραγουδίστριας Μπαρμπαρά, και πάνω σε τούτο να στηθεί κι όλη η συνέντευξη Τύπου.
Ναι, πράγματι είναι μια «διαφορετική» προσέγγιση, τουλάχιστον από εκείνες που βλέπουμε στα αμερικανικά φιλμ αλλά και στα ανάλογα γαλλικά που έχουν ενσκήψει τα τελευταία χρόνια μετά το θρίαμβο της ΜΑΡΙΟΝ ΚΟΤΙΓΙΑΡ ως «Εντίθ Πιάφ» στο « ΖΩΗ ΣΑΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ», που της χάρισε εκτός από το βραβείο των «Σεζάρ» της πατρίδας της και την αναγνώριση των ΟΣΚΑΡ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού κι από τους εκεί κινηματογραφιστές. Κι έδωσε πράσινο φως για να γίνουν μόδα οι βιογραφίες και στη Γαλλία που πριν την Κοτιγιάρ βρίσκονταν σε ύφεση. Κι έτσι είδαμε «Δαλιδά», «Σερζ Γκαίνσμπουργκ», «Υβ Σαιν Λωράν» (εις διπλούν), «Κοκό Σανέλ» κλπ
Από αυτή την άποψη έχει ενδιαφέρον. Το θέμα είναι το αποτέλεσμα.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι ένας σκηνοθέτης, που τον παίζει ο ίδιος ο Αμαλρίκ , ο οποίος όσο μέτριος είναι ως σκηνοθέτης ή και ως «auteur» ( αφού δεν έχει ξεκαθαρίσει καμία ταυτότητα πάνω στο «έργο» του) τόσο μέτριος είναι κι ως ηθοποιός αλλά κι εκεί έχει μια ιδέα παραπάνω για τον εαυτό του και φροντίζει στους ρόλους να δίνει διαστάσεις υποχρεωτικά… εραστή, ο οποίος – ερχόμαστε τώρα στο τωρινό φιλμ - θα κάνει ταινία για την τραγουδίστρια Μπαρμπαρά και θέλει να βάλει στο κλίμα την πρωταγωνίστρια που θα την υποδυθεί. Δηλαδή ταινία μέσα στην ταινία.
Η «προσέγγιση» όμως δεν έχει ξεχωριστό στόχο πέρα από το ότι η ηθοποιός που θα παίξει την Μπαρμπαρά κι η ίδια η Μπαρμπαρά (που δεν ζει πιά…) κάποια στιγμή ταυτίζονται. Αυτό είναι και το πιο τετριμμένο ως κατάληξη, δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Ούτε αυτό, όμως, πειράζει αν έχουν προηγηθεί τα άλλα πράγματα.
Εδώ δεν ξεκαθαρίζεται ο στόχος πέραν της συγκεκριμένης ταύτισης. Δεν μαθαίνουμε και τόσα πολλά για την Μπαρμπαρά, δεν είναι τόσο δυνατά τα σημεία της ζωής της που έχει επιλέξει η ταινία να δείξει, μα το κυριότερο είναι πως δεν βλέπουμε ούτε στη φάση της προσέγγισης κάποια εσωτερική αναστάτωση της «ηθοποιού» που να έχει να κάνει με το ρόλο που θα παίξει. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν αλλά δεν είναι και συναρπαστικά.
Φυσικά και στην συνέντευξη Τύπου μπορείς άνετα να δηλώσεις, αν μάλιστα σε σπρώχνουν κι οι φιλικοί δημοσογράφοι προς αυτή την κατεύθυνση πως ήθελες να δώσεις τα εσωτερικά χαρακτηριστικά της ταύτισης κι εκεί πάνω έχεις «καθαρίσει». Με το «εσωτερικό» και με τη «διαφορετική προσέγγιση» προχωράς καλά την press-conference. Κι αν είσαι πονηρός κι έξυπνος όπως ο Αμαλρίκ, τότε κάποια στιγμή, εκεί στη μέση της ταινίας, προλαβαίνεις την αμφισβήτηση που μπορεί να δεχτείς όταν θα βγει στις αίθουσες η ταινία και βάζεις την ηρωίδα του σεναρίου το οποίο ΕΣΥ Ο ΙΔΙΟΣ έγραψες, να σου κάνει την ερώτηση-αμφισβήτηση «μα θέλεις να κάνεις ταινία για την Μπαρμπαρά ή για τον εαυτό σου;». Και πάνω σε αυτό επανέρχεσαι κανα δυό φορές ακόμα λίγο πιο κάτω κατά την εξέλιξη της ταινίας , σε πιο μαλακούς τόνους , οπότε δίνεις υλικό για να σου το επισημάνουν κι αυτό στη συνέντευξη Τύπου και τότε «καθαρίζεις» οριστικά- άλλωστε ο auteur διαφέρει από τον σκηνοθέτη ακριβώς για αυτό το λόγο, επειδή θα μιλήσει πιο πολύ για τον εαυτό του μέσω του έργου παρά για το έργο.
Ετσι λοιπόν κι εμείς που βλέπουμε την ταινία αυτό που εισπράττουμε είναι κάτι θολό κι ανεξακρίβωτο γύρω από την τραγουδίστρια Μπαρμπαρά, αλλά περισσότερο για την ταινία που θέλει να κάνει ο Αμαλρίκ για την Μπαρμπαρά.
Από κινηματογραφική άποψη, το «όραμα» του Αμαλρίκ είναι αποδοτικά υποστηριγμένο, η φωτογραφία φωτίζει τους γκρίζους τόνους της σκηνογραφικής διεύθυνσης κι όλο μαζί κάνει μια ατμόσφαιρα (ή και κάτι «δήθεν» για τους θεατές που δεν κατευθύνονται από τις συνεντεύξεις Τύπου παρά από τις ταινίες απευθείας), από κάποια τραγούδια που δεν ξέρουμε όσοι δεν έχουμε εντρυφήσει στην Μπαρμπαρά τα οποία φέρουν τον αέρα του γαλλικού τραγουδιού, κυρίως της σχολής αλα Ζυλιέτ Γκρεκό που πρέπει να υπηρετούσε κι η Μπαρμπαρά, οπότε εκεί επάνω εξηγείται απολύτως το βραβείο του ΗΧΟΥ από τους κινηματογραφιστές των «Σεζάρ» και βέβαια, από την ηθοποιό.
Α, εδώ έχουμε μια καταπληκτική περίπτωση: Η ΖΑΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ μαγεύει!!!!!!!!!!! Όχι τόσο ως ρόλος όσο ως ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ, ως καλλιτεχνική προσωπικότητα. Η φωνή της, τόσο στο τραγούδι όσο και στην ομιλία, η παρουσία της η αέρινη, τα υπέροχα χέρια της, η κινηματογραφικότητα της όταν κοιτάζει το φακό κατά πρόσωπο κι η θεατρικότητα της ως μαγνητική παρουσία όταν υποτίθεται πως στέκεται στη σκηνή ή εκτελεί «ζωντανά» τα τραγούδια, η έλλειψη επιτήδευσης, όλα αυτά καταφέρνουν και συνθέτουν ένα «κάτι» , το οποίο ανταποκρίνεται στον auter-ισμό του Αμαλρίκ και δεν κάνει παραφωνία και την ίδια στιγμή αναδεικνύει μια υπέροχη γυναικεία προσωπικότητα, μια από εκείνες τις καλά εκπαιδευμένες Γαλλίδες που στολίζουν την Comedie Francaise και συνολικότερα το γαλλικό θέατρο και το γαλλικό τραγούδι. Εκείνες οι Γαλλίδες με τις αιθέριες κινήσεις.
Διάβασα κάπου σε μια δήλωση της πως η αγαπημένη της ηθοποιός ή τέλος πάντων αυτή που την επηρέασε, ήταν η ΝΤΕΛΦΙΝ ΣΕΫΡΙΝΓΚ . Ακριβώς αυτή μου θύμιζε όσο την έβλεπα γι αυτό και το επικαλούμαι, κυρίως επειδή μου θύμιζε χωρίς να μιμείται ούτε μία ίνα της αξέχαστης Σεϋρίνγκ.