Το ότι κινηματογραφικά δεν έχουν ευτυχήσει, όσο έχουν ευτυχήσει λογοτεχνικά, οφείλεται, κατά τη γνώμη του γράφοντος, στο γεγονός πως όποιος αναλαμβάνει να μεταφέρει βιβλίο της Αγκαθα στην οθόνη, δεν έχει περιθώρια για πολλά κινηματογραφικά ανοίγματα δι/ότι ζητιύμενο είναι να προωθηθεί η ετικέτα κι η ετικέτα γράφει «ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ».
Ωστόσο υπάρχουν οι εξαιρέσεις . Η καλύτερη ταινία που έγινε από έργο της, είναι ο «ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ» από τον ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΪΛΝΤΕΡ, ταινία που έφτασε μέχρι τα «μεγάλα» ΟΣΚΑΡ, κι εννοώ της καλύτερης ταινίας και της σκηνοθεσίας (1958) κι αυτό είχε να κάνει με την ικανότητα του Μπίλυ Γουάιλντερ, που ήταν ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ-ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ, κράμα αξεδιάλυτο (όπως κάθε κράμα), ο οποίος σκηνοθετούσε ως σεναριογράφος κι έγραφε σενάρια ως σκηνοθέτης. Ο Μπίλυ Γουάιντερ είχε πιάσει και προβάλει τις αποχρώσεις χαρακτήρων και καταστάσεων και σε συνδυασμό με ένα εξαιρετικό cast (TAΫΡΟΝ ΠΑΟΥΕΡ, ΜΑΡΛΕΝ ΝΤΗΤΡΙΧ, ΤΣΑΡΛΣ ΛΩΤΟΝ) πέτυχε αυτό που πέτυχε. Παρόλα αυτά, για όποιον επιθυμεί να μελετά βαθύτερα τον κινηματογράφο και τα πράγματα, το γεγονός πως για σπάνια φορά σενάριο του Μπίλυ Γουάιλντερ δεν πέρασε στην πεντάδα του Οσκαρ ενώ πέρασαν η ταινία κι η σκηνοθεσία, είναι ενδεικτικό του τι είχε συμβεί: Πως ο Μπίλυ Γουάιλντερ , είχε μείνει πιστός στο έργο της Αγκαθα (το οποίο ήταν θεατρικό, που, όμως, είχε ξεκινήσει από διήγημα) και ουσιαστικά περισσότερο ντεκουπάριζε το έργο εκείνης μέσω του σεναρίου παρά έκανε αυτό που λέμε σεναριακή παρέμβαση. Ηθελε έτσι να τιμήσει την Αγκαθα και το έργο της και τελικώς όλο αυτό τιμά εκείνον.
Η δεύτερη εξαίρεση ήρθε μερικά χρόνια αργότερα από δύο Βρετανούς παραγωγούς, τον ΤΖΩΝ ΜΠΡΑΜΠΟΥΡΝ και τον ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΓΚΟΥΝΤΓΟΥΙΝ, οι οποίοι σκέφτηκαν την ιδέα του all star cast, διάσημες παρουσίες σε ρόλους υπόπτων. Το «ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΟΡΙΑΝ ΕΞΠΡΕΣ», περί του οποίου πρόκειται, ευτύχησε να έχει σοβαρό σκηνοθέτη, τον ΣΥΝΤΝΕΥ ΛΟΥΜΕΤ, αν και αφόρητα στατικό μερικές φορές , όπου παραγγέλθηκε σενάριο με έμφαση στην ψυχολογία των χαρακτήρων. Σε συνδυασμό με την καλή παραγωγή το έργο πέτυχε και χάρισε κι ένα ΟΣΚΑΡ supporting στην ΙΝΓΚΡΙΝΤ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ , το τρίτο της καριέρας της. Από κει και μετά ακολούθησαν κι άλλα, πάνω στην ίδια συνταγή, με το «ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΝΕΙΛΟ» νε κερδίζει σε γκλαμ και να απολήγει σε ΟΣΚΑΡ ΚΟΣΤΟΥΜΙΩΝ και συνεχίστηκε η κούρσα του all star cast με το «ΔΥΟ ΕΓΚΉΜΑΤΑ ΚΑΤΩ ΑΠΌ ΤΟΝ ΗΛΙΟ» και «ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ» όπου συμμετείχε κι η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΪΛΟΡ, κι εδώ αναλάμβανε η Μις Μαρπλ ενώ στα προηγούμενα ήταν ο Πουαρώ ,με το μοντέλο Αλμπερτ Φίνευ από το «Οριάν Εξπρές» να περνά και στον Πήτερ Ουστίνωφ που τον αντικατέστησε.
Ο, τι άλλο έγινε με βάση την Αγκαθα , δεν ξέφευγε από τη χρυσή μετριότητα, ακόμα κι εκείνα τα μαυρόασπρα της δεκαετίας 60 που είχαν την καλύτερη Μις Μαρπλ, την ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΡΑΔΕΡΦΟΡΝΤ.
Ωστόσο, σε κανένα από αυτά, ο θεατής δεν δυσαρεστήθηκε. Μετά έπεσε κι η τηλεόραση κι η βιομηχανία γύρω από την Αγκαθα συνεχίζεται. Κάποια ώρα εμφανίστηκαν κι οι Γάλλοι. Κι ήθελαν κι αυτοί να κάνουν βουτιά στον πακτωλό Αγκαθα Κρίστι, με κάτι ταινιούλες που ήταν για το δίωρο και μόνο.
Τώρα, σε τούτο εδώ, ενώ έχουμε ως βάση τη χρυσή μετριότητα, την «ξεπέτα» που θα λέγαμε στην αγοραία γλώσσα μας, το αποτέλεσμα, έρχεται και λειτουργεί ως κάτι παραπάνω.
Αποδίδω εύσημα στον σεναριογράφο-διασκευαστή ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΦΕΛΟΟΥΣ, ο οποίος είχε πάρει ΟΣΚΑΡ ΣΕΝΑΡΙΟΥ για την ταινία του Ρόμπερτ Αλτμαν «ΕΓΚΉΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΦΟΡΝΤ ΠΑΡΚ», το οποίο είχε περιβάλλον «αγκαθοκριστέικο» αλλά ο στόχος κι η επεξεργασία δεν είχαν καμία σχέση. Μετά, έγραψε για την τηλεόραση το «Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΝΤΑΟΥΝΤΟΝ» που επίσης ήταν ομοίου περιβάλλοντοςς αλλά όχι Αγκαθα Κρίστι.
Σε τούτη εδώ τη διασκευή, που προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αν ξεκίνησε για τηλεόραση και πως κατέληξε στο σινεμά, είδα πως ο Φέλοους , ως διασκευαστής, έβαλε τον δικό του κόσμο για πλαισίωμα και μέσα εκεί φιλοξένησε την Αγκαθα. Και της πρόσφερε φιλοξενία έως και δεσμευτικών υποχρεώσεων.
Με αποτέλεσμα ο σκηνοθέτης ΖΥΛ ΠΑΚΕ-ΜΠΡΕΝΕ να έχει να σκηνοθετήσει αυτό τον έτοιμο συνδυασμό Φέλοους και Αγκαθα που έδινε κινηματογραφική λογική στο εγχείρημα. Κι ο θεός της Χημείας βοήθησε το έργο να λειτουργήσει. Με αποτέλεσμα, ένα entertainment, που για την περίοδο του καλοκαιριού φαίνεται ιδεώδες και για το ενδιάμεσο των αγώνων του Μουντιάλ , ιδανικό!!!
Συμπτωματικά, περιλαμβάνει και μια ακόμα ίντριγκα που καταλήγει ξεχωριστή για το ελληνικό κοινό, ότι το θύμα ονομάζεται «Αριστείδης Λεωνίδης», είναι Ελληνας εφοπλιστής, ζει στο Λονδίνο , και την ισχύ την απόκτησε από εμπλοκή σε σκοτεινές πολιτικές υποθέσεις, ως συνεργάτης των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών στον Εμφύλιο της Ελλάδας , χρηματοδοτώντας αντκομμουνιστικές οργανώσεις. Αυτός δολοφονείται και ύποπτοι είναι όλα τα μέλη της οικογένειας κι οι λίγοι που μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Εδώ δεν υπάρχουν ούτε Πουαρο ούτε Μαρπλ αλλά ένας νεαρός που προοριζόταν για το διπλωματικο σώμα μα κατέληξε ντέτεκτιβ κι αιτία ήταν η εγγονή του δολοφονημένου, με την οποία είχε ερωτικό παρελθόν στο Κάιρο κι αυτή είναι που καταφεύγει στη βοήθεια του.
Το cast δεν περιλαμβάνει λαμπερά ονόματα, πλην της ΓΚΛΕΝ ΚΛΟΟΥΖ, που κάνει και πάλι μερικά αναμενόμενα καρικατουρίστικα, με τον τρόπο βέβαια που την έχει καταστήσει συμπαθή στο κοινό σε σημείο που την θεωρούν κι αδικημένη γιατί δεν έχει πάρει Οσκαρ (με τι ρόλους; αναρωτιέμαι) κι από το υπόλοιπο cast πραγματικά ξεχώρισα για μια ακόμα φορά τον ΜΑΞ ΑΪΡΟΝΣ, γιό του μεγάλου ΤΖΕΡΕΜΥ, ο οποίος έχει και το προσόν να μη μοιάζει στον πατέρα του, άρα αυτό τον βοηθά στην αυτονόμηση παρόλο ότι ως ανήκων σε royal family της υποκριτικής, προηγείται κι ευνοείται στην ανεύρεση ρόλων έναντι άλλων παιδιών-ναι, συμβαίνει κανονικότατα κι εκεί, σε Αμερική κι Αγγλια, αλλά έχει να κάνει μόνο με την πρώτη ευκαιρία. Ο νεαρός Μαξ, όπου τον έχω δει, μου έχει καταστεί αξιοπρόσεκτος κι εδώ τον είδα να χειρίζεται μια χαρά όλο το έργο, με δικό του τρόπο ερμηνευτικό αλλά και με συμπαθέστατη παρουσία που δικαιολογεί και τα του ρόλου του.
Με άλλα λόγια, στην καλοκαιρινή παρακολούθηση δεν λειτουργεί το έργο ως μετριότητα αλλά ψυχαγωγεί ως κάτι παραπάνω.