Απογοητεύτηκε επειδή έβλεπα πως το έργο διέθετε κάποια στοιχεία τα οποία εξανεμίζονταν κι έμεναν ανεκμετάλλευτα κι αυτό που βλέπαμε ήταν ένας μέσος όρος πραγμάτων και καταστάσεων που δεν πρόσφερε τίποτε περισσότερο από μια πολύ ωραία φωτογραφία. Κι από έναν ΚΟΛΙΝ ΦΕΡΘ να πασχίζει να δώσει στο ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ενός ρόλου κι όχι στο ΡΟΛΟ (διότι περί περιγράμματος επρόκειτο, ρόλος ολοκληρωμένος δεν προέκυψε ποτέ) χρώματα, υπόσταση, γέμισμα, περιεχόμενο. Πόσα όμως να κάνει κι ο ηθοποιός όταν το υλικό που έχει στα χέρια του είναι τόσο λίγο και τόσο περιορισμένο;
Δεν με ενδιαφέρει ούτε σε αυτήν ούτε σε καμία άλλη ταινία αν πρόκειται για ιστορία αληθινού προσώπου ή επινοημένου. Είναι κάτι που το γράφω κάθε τόσο και το εξηγώ, ότι το αν είναι ή δεν είναι υπαρκτό το πρόσωπο, επί της ουσίας δεν ενδιαφέρει την Τέχνη, δεν προσδίδει καμία καλλιτεχνική υπόσταση στο περιεχόμενο παρά μόνο βοηθεί στο εμπορικό πλασάρισμα μιάς ταινίας, στο να δώσει στον κόσμο την ψευδαίσθηση ότι βλέπει κάτι που συνέβη πραγματικά
Αυτό το «πραγματικά», καταλήγει «ψευδεπίγραφο» διότι ακριβώς αποστολή της Τέχνης είναι να σε πείσει η ίδια με το Έργο Της ότι αυτό που βλέπεις εκείνη τη στιγμή έχει συμβεί πραγματικά- κι ας πρόκειται και για αποκύημα της φαντασίας του σεναριογράφου. Κι όχι το αντίθετο, που παρατηρείται τελευταίως κατά κόρον ότι όλη η «καμπάνια» γύρω από μια ταινία και στη συνέχεια η παρακολούθηση αρχίζει και τελειώνει με το αν έχει συμβεί στην πραγματικότητα το όλον που παρακολουθούμε.
Και τι με νοιάζει ρε φίλε αν συνέβη ή δεν συνέβη στην πραγματικότητα τη στιγμή που μου προτάσεις ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ κι όχι ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ; Το περί «πραγματικότητας» δεν σώζει την εν λόγω ταινία από την «καθίζηση» διότι στα πλαίσια της πραγματικότητας και με ένα φινάλε συναισθήματος με καταγγελτικό μονόλογο στις κάμερες από την ΡΕΗΤΣΕΛ ΒΑΪΖ, η οποία μένει αναξιοποίητο διακοσμητικό στοιχείο σε όλη την ταινία πριν έρθει αυτό το φινάλε και δείξει η ηθοποιός κάτι από την αξία της, τι έχω δει;
Εγώ έβλεπα έναν ήρωα που θα μπορούσε ως περίγραμμα κι ως σύλληψη ρόλου να έχει βγει από σελίδες του ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ, έναν άνθρωπο που αποφάσισε να παρατήσει σπίτι, γυναίκα, παιδιά, οικογένεια και τα πάντα για να σαλπάρει με ένα γιοτ , κατευθυνόμενος στο πουθενά, ανταποκρινόμενος σε ένα κάλεσμα.
Αυτός ο άνθρωπος έδειχνε να έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και περίμενα να μάθω για αυτόν. Τι τον έκανε να πάρει μια τέτοια απόφαση; Ποιο εσωτερικό κάλεσμα τον πρόσταξε πέρα από το κάλεσμα της εταιρίας που οργάνωνε αυτή την «επιχείρηση» ; Τι τράβηξε την ψυχή του προς αυτό το άγνωστο, τι επιζητούσε την περιπλάνηση, πως άφηνε έτσι ένα σπίτι και μια οικογένεια με την οποία πέρναγε και καλά, δεν είναι να πεις ότι είχε προστριβές , άρα κάτι πολύ δυνατό έσωθεν τον παρακίνησε;
Αυτά περίμενα να δω επειδή στο πανί ξεκινούσε να ξετυλιχτεί μια ιστορία με ένα τέτοιο ήρωα που πήρε με λαχτάρα μια τέτοια απόφαση!
Δεν τον είδα! Αυτό τον ήρωα δεν το είδα ποτέ. Η μάλλον, δεν τον έμαθα ποτέ. Εμεινα κι εγώ με την ίδια απορία που έμεινε η οικογένεια του, όπου ούτε και μέσω της οικογένειας έβγαινε κάτι ουσιαστικό αφού κι ο καταγγελτικός λόγος στο φινάλε ήταν γενικός κι αόριστος για τις εταιρίες και τα ΜΜΕ και λοιπές ευκολίες.
Συνεπώς, πως μπορείς να συγκινηθείς και με τι όταν δεν έχεις γνωρίσει καλά τον άνθρωπο που θα σου επιφέρει αυτή τη συγκίνηση. Την όραση μου την ικανοποιούσε μόνο η φωτογραφία με τις ωραίες θάλασσες και τους αντίστοιχους ουρανούς, σαν να έβλεπα ντοκυμαντέρ του Κουστώ (η φωτογραφία ήταν του Γάλλου ΕΡΙΚ ΓΚΩΤΙΕ). Μού θύμισε μια άλλη παρόμοιας βαρεμάρας κι απογοήτευσης ταινία, το «ΟΛΑ ΧΑΘΗΚΑΝ» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, όπου το «τίποτα» οι σινε-θεωρητικοί της πλάκας το παρουσίαζαν ως κατάκτηση επιτεύγματος: να βλέπεις εσύ το τίποτα κι εκείνοι να σου λένε μπράβο του που έδειξε το τίποτα.
Εδώ τουλάχιστον δεν μας φούσκωσαν και πολύ τα μυαλά παρά μόνο με τη γοητεία του trailer.
Η σκηνοθεσία είναι του ΤΖΕΗΜΣ ΜΑΡΣ που είχε κάνει τη «ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ» αλλά τι να σου κάνει κι ο σκηνοθέτης όταν δεν έχει σενάριο; Το «γιατί το έκανε;» είναι ευκολίες του καφενείου κι εκείνου που δεν ξέρει σινεμά και τις διαδικασίες του. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν χρεώνεται σε αδυναμία του σκηνοθέτη αλλά σε άλλους παράγοντες. Πάντως η δουλειά αυτή του Μαρς δεν είναι καλή, δεν έχει το σενάριο που είχε στη «Θεωρία των πάντων». Λυπήθηκα (αυτό δεν είναι καλλιτεχνικό μείον) και για το ότι άκουσα τις τελευταίες νότες του ΓΙΟΧΑΝ ΓΙΟΧΑΝΣΟΝ, ενός συνθέτη που είχε αναδειχτεί σημαντικά από την προηγούμενη συνεργασία του με τον Μαρς, την προαναφερθείσα ταινία, κι η οι νότες έπιαναν τόνους αλλά όλο το πράγμα βρισκόταν σε ύφεση (κι ο Γιόχανσον το «έπιασε» μουσικά)… Και λυπήθηκα που δεν θα ξανακούσω στο σινεμά τις νέες νότες του, θα μείνω με τις υπάρχουσες και με μια εξέλιξη που κόπηκε στα μισά του δρόμου…