Αν και το «θρίλερ» προϋποθέτει τη ρηγιλότητα, τη φρικίαση, με τα χρόνια πήρε άλλη «διάσταση» στην έννοια του και «θρίλερ» εννοούν κάθε έργο ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ και ΠΛΟΚΗΣ. Ας το δεχτούμε χωρίς να το υιοθετήσουμε.
Η ισπανική κινηματογραφία με τα σύγχρονα παιδιά της έχει σκύψει πάνω στο είδος του μυστηρίου, πάνω στο αστυνομικό, πάνω σε αυτό που θέλει μυαλό, που χρειάζεται πλοκή κι όχι σπλατεριές ούτε κορεάτικες αιματοχυσίες.. Το «θρίλερ» που καλλιεργούν οι Ισπανοί είναι έργο πλοκής και υπόθεσης, το μυστήριο συνταιριάζεται με χαρακτήρες διότι οι χαρακτήρες χρειάζονται σε όλα τα έργα, σε όλων των ειδών τα έργα, αφού μέσω χαρακτήρων μπαίνυμε στην κατάσταση και συμπάσχουμε με αυτούς η φβόμαστε παρέα τους . Απλώς, διαφέρει η ανάπτυξη των χαρακτήρων από είδος σε είδος κι από σενάριο σε σενάριο.
Η «ΑΠΑΓΩΓΗ» είναι ένα τέτοιο, ένα από αυτά τα υπέροχα των Ισπανών αλλά βέβαια μην περιμένετε αναγνώριση από θεωρητικούς που δεν έχουν ιδέα από σινεμά παρά επικαλούνται τη θεωρία του auteur κι επαναλαμβάνουν «ο σκηνοθέτης…» κι «ο σκηνοθέτης..» κι «ο σκηνοθέτης…» όταν ο κατεξοχήν μαιτρ του είδους ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ διατυμπάνιζε πως «ΤΡΙΑ πράγματα χρειάζεται ο κινηματογράφος: 1ον Σενάριο, 2ον Σενάριο, 3ον Σενάριο» και τα σενάρια δεν τα έγραφε ποτέ ο ίδιος.
Το «θρίλερ» είναι είδος που ποτέ δεν είχε την υποστήριξη θεωρητικών αλλά ούτε κι Ακαδημιών και μόνο όταν τα «ιερατεία» αποφάσιζαν να βαφτίσουν κάποιον «auteur», να του «αναγωρίσουν» την ιδιότητα του «auteur», τότε πάλι μιλούσαν για τον auteur κι όχι για το είδος (οι βλακείες που έχουν πει εκ των υστέρων για τα έργα του Χίτσκοκ κάποιοι θεωρητικοί είναι για γέλια και δεν έχουν καμία σχέση ούτε με τα έργα αφού όπου κι αν τα βάλεις, θα «χωρέσουν»
Συνεπώς, η ισπανική κινηματογραφία ενώ κάνει θαύματα αυτή τη στιγμή στο είδος, δεν εκθειάζεται όσο θα έπρεπε για τη συνεισφορά της διότι δεν βρίσκουν «auteur» ώστε να μιλήσουν για αυτόν, δεν γνωρίζουν άλλο τρόπο προσέγγισης του κινηματογράφου.
Κι έτσι προσπερνάται και ίσως και να απαξιώνεται μια κινηματογραφία ολόκληρη που κάνει θαύματα αυτή τη στιγμή σε ένα είδος, όταν οι άλλες κινηματογραφίες υπολείπονται αυτής επ’ αυτού και κάθε ταινία του είδους που θα βγει θα συνοδευτεί από απαξιωτικά σχόλια του τύπου «ο Χίτσκοκ τα έκανε καλύτερα». Αρες –μάρες…
Μια ολόκληρη κινηματογραφία, μια ολόκληρη σχολή.
Στην «Απαγωγή», θα μπορούσες να πεις ότι υπάρχει auteur μόνο που δεν υπάρχει έτσι όπως τον εννοούν. Κι έρχεται και δίνει μαθήματα σε αυτούς που λένε ο «σκηνοθέτης» κι «ο σκηνοθέτης» διότι ο ΟΡΙΟΛ ΠΑΟΥΛΟ, που έχει κάνει και «ΤΟ ΣΩΜΑ» και το «CONTRATIEMPO», είναι ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ-ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ, καμία σχέση δηλαδή με Χίτσκοκ που ήταν μόνο σκηνοθέτης κι έψαχνε να βρει σενάρια ή να του βρουν σενάρια του είδους που υπηρετούσε μοναδικά, και στην «Απαγωγή» ο Πάουλο είναι μόνο ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ. Τα αναγνωρίσιμα στοιχεία έχουν να κάνουν με τον σεναριογράφο Πάουλο, όπως θα λέγαμε για την Αγκαθα Κρίστι ή τον Γιάννη Μαρή επειδή ήταν συγγραφείς, όχι όμως για τον Χίτσκοκ. Τη σκηνοθεσία της «Απαγωγής» έχει αναλάβει γυναίκα, η ΜΑΡ ΤΑΡΓΑΡΟΝΑ, η οποία έχει σκηνοθετήσει το πληρέστατο σενάριο που της παρέδωσε ο Οριόλ Πάουλο. Οπότε, αντί να μπλέκουμε με ονόματα και με τη θεωρία του auteur, ας σταθούμε στα έργα κι ας εξάρουμε την ισπανική κινηματογραφία, κι ας διδαχτούν από αυτήν, πως το σινεμά είναι μια συλλογική υπόθεση κι ότι τελικό ζητούμενο είναι κι από αυτούς ΤΟ ΕΡΓΟ κι όχι ο «δημιουργός». Νισάφι..
Το έργο ξεκινά από τον τίτλο, κι αφορά στην ΑΠΑΓΩΓΗ ενός μικρού παιδιού, που πήγαινε σχολείο, απήχθη από άγνωστο άντρα, λιποθύμησε και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Το παιδί είναι κωφάλαλο κι εξ αυού δίνει συγκεχυμένα στοιχεία στις Αρχές. Η μητέρα του είναι δικηγόρος, κι εκείνες τις μέρες της απαγωγής ασχολείτο με μια σοβαρή νομική υπόθεση. Αναλαμβάνει πρωτοβουλία κι ως μάνα με ενοχές που δεν επόπτευσε όπως έπρεπε το παιδί της κι αποφασίζει να τιμωρήσει η ίδια τον ένοχο, που το παιδί υπέδειξε . Όμως , στις προσπάθειες της μητέρας και στις ασάφειες του παιδιού η υπόθεση θα μπλεχτεί άσχημα και θα πάρει εντελώς άλλη διάσταση, ίσως κι ανεξέλεγκτη.
Το σενάριο είναι γραμμένο τέλεια πάνω στο είδος και δίνει τη δυνατότητα στη σκηνοθέτη να συνεργαστεί με τον μοντέρ στο να πετύχουν την πυκνότητα και την αγωνία που υπαγορεύεται από τις σύντομες και περιεκτικές σκηνές του σεναρίου. Κι ο θεατής είναι ο πιο κερδισμένος, τόσο ο οπαδός του είδους, που θα δει την ταινία σαν δώρο όσο κι ο άλλος που πήγε σινεμά για να ΨΥΧΑΓΩΓΗΘΕΙ με κάτι ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ.
Η ΜΠΙΑΝΚΑ ΠΟΡΤΙΓΙΟ, γνωστή μας κι από συμμετοχή σε ταινίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ και κυρίως στο «ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ», όπου ήταν υποψήφια και για το «Γκόγια» ως “mejor actriz secundaria”,για β΄ρόλο δηλαδή (και στην Ισπανία κρατούν τον υποτιμητικό ορισμό περί β’ ρόλου, αν κι ακριβολογώντας θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε «δευτεραγωνίστρια») είναι εξαίρετη ως δραματική πρωταγωνίστρια αστυνομικού είδους κι είναι εξαίρετα εκφρασμένες οι αγωνίες της, είναι αποτυπωμένες στο πρόσωπο κι η σκηνοθέτης επωφελείται από το προσόν της ηθοποιού και της κάνει διαρκώς κοντινά ώστε να περνά και στο θεατή η αποτύπωση αυτής της αγωνίας. Ενώ συγχρόνως η ηθοποιός παίζει με φοβερή ενέργεια, δείχνοντας έτσι τις αγωνίες μιας δυναμικής γυναίκας κι όχι τις φοβίες ενός αδύναμου πλάσματος.
Οποιος αγαπά τα αστυνομικά και τα έργα πλοκής, έχει βρει πως θα περάσει όμορφα τη βραδιά του.