Χωρίς να τα καταλάβω, βρέθηκα να διανύω γαλλική περίοδο αφού τα φιλμ που ξεχωρίζω στις τελευταίες εβδομάδες είναι ως επί το πλείστον γαλλικά. Είναι όλα αυτά των «ΣΕΖΑΡ» που όμως τα περνάνε στο «ντούκου» που λέμε, το κοινό δεν τα πληροφορείται, οι ψευτο-γαλλόφιλοι αποδεικνύονται πιο πολύ «ψευτό» παρά «γαλλόφιλοι» (διότι αν είχε τόσους οπαδούς ο γαλλικός κινηματογράφος σύμφωνα με τις δηλώσεις των περισσοτέρων, θα έπρεπε να σχηματίζονταν ουρές .. «τιτανικού» σε αυτά τα έργα) κι εδώ δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε διανομείς πως δεν μας τα φέρνουν. Εκείνοι τα φέρνουν αλλά οι κριτικοί τους τα προσπερνάνε και το κοινό δεν τα βλέπει.
Είναι από αυτά που επισκιάστηκαν στην περίοδο των Οσκαρ λόγω πληθώρας οσκαρικής ύλης του PANTIMO. Ήρθε η ώρα για την «αποκατάσταση» του.
Το κατέχουν το άθλημα οι Γάλλοι κι οφείλουμε να τους αποδίδουμε τα εύσημα κι όχι μόνο να ειρωνευόμαστε τις εμμονές με την κρεβατοκάμαρα και τα τρίγωνα. Το αποδεικνύουν ως κινηματογραφία και σε τούτη την ταινία , που, μας χαρίζει δεύτερο εξαίρετο γαλλικό φιλμ, μετά το «ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ», το οποίο, επίσης προέρχεται από βιβλίο, επίσης προέρχεται κι από τα «ΣΕΖΑΡ» όπου ηττήθηκε στις τρεις κατηγορίες (ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, ΣΚΗΝΙΚΩΝ , ΚΟΣΤΟΥΜΙΩΝ) από το «Ραντεβού εκεί ψηλά» και στην κατηγορία του Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ η ΣΑΡΛΟΤ ΓΚΑΙΝΣΜΠΟΥΡΓΚ κονταροχτυπήθηκε με την ΖΑΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ της «BARBARA» , όπου ΝΙΚΗΣΕ η δεύτερη!
Πέρσι , τέτοια εποχή, είχαμε το «ΤΡΕΞΕ» του ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΠΗΛ, το οποίο ένα χρόνο μετά έφτανε ως τα ΟΣΚΑΡ και την κατάκτηση του βραβείου ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Επισήμως, το είδος «ΘΡΙΛΕΡ», αναγνωριζόταν με διαβατήριο ανανέωσης , ξέφευγε από την «σπλατεριά», κράταγε τον τρόμο και τον πάντρευε με κοινωνικά και φυλετικά μηνύματα επιδεικνύοντας και κινηματογραφική βιρτουοζιτέ. Φέτος, έρχεται το «ΕΝΑ ΗΣΥΧΟ ΜΕΡΟΣ». Αραγε βρισκόμαστε σε μια φάση αλλαγής του είδους όπου μέσα στον ορυμαγδό των «σπλάτερ» και λοιπών αντιαισθητικών ή μη, ταινιών, εμφανίζεται γενιά κινηματογραφιστών που παρακολουθούσε σε νεαρή ηλικία τα θρίλερ της «Παρασκευής» κι έρχεται να πει ένα δικό της λόγο, να δείξει πόσο σοβαρά έπαιρνε το είδος στην παιδική ηλικία; Και ξέρετε, όταν κάτι το έχει πάρει στα σοβαρά η παιδική ηλικία, τότε αυτό βράζει διαρκώς κι αναπόφευκτα έρχεται να κατατεθεί στην ενηλικίωση.
Ας πούμε και για αυτές τις ταινίες που η πληθώρα της κάθε εβδομάδας μας κάνει και τις προσπερνάμε λες και το σινεμά έγινε για να πηγαίνει μόνο προς μία κατεύθυνση, εκείνη που ορίζουν κριτικοί και δημοσιεύματα. Ας το δούμε κι ως μία «συγγνώμη» προς αυτές τις ταινίες που γίνονται για να μας ψυχαγωγήσουν αλλά η σοβαροφάνεια κι η υποκρισία που τη συνοδεύει είναι σαν να λένε «μην..»
Παρόλο ότι η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ δεν φημίζεται για το κινηματογράφο της, όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν περί του αντιθέτου τα μικρά γραφεία διανομής και τα μικρά Φεστιβάλ ανά τον κόσμο, εντούτοις, αυτή εδώ η ταινία κάπως «μίλησε». Κι αυτά που είπε είναι σοβαρά από κινηματογραφική άποψη.
Οι σκέψεις… Αυτό είναι και το σημείο «κοσκινίσματος» απέναντι στην ταινία του φίλου μας ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ , που την εκτόπισε από την πεντάδα του ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟΥ ΟΣΚΑΡ . Το ότι το ΜΑΖΙ Η ΤΙΠΟΤΑ» του Φατίχ, μέσα από ένα πολιτικών διαστάσεων γεγονός ενεργοποιούσε το συναίσθημα. Αντίθετα, η ταινία του Λιβανέζου ΖΙΑΝΤ ΝΤΟΥΕΪΡΙ βάζει δυναμίτιδα στις ΣΚΕΨΕΙΣ. Χωρίς να απαρνείται το συναίσθημα ή τον Ανθρωπο, κάθε άλλο!
H ταινία τιμήθηκε στα φετινά «ΣΕΖΑΡ», τα βραβεία της Γαλλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου με ΔΥΟ βραβεία: Του Α’ Γυναικείου Ρόλου στην εξαίρετη ηθοποιό ΖΑΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ και του ΗΧΟΥ. Τη χαρακτηρίζω ως «ταινία για press conference» επειδή είναι του ΜΑΤΙΕ ΑΜΑΛΡΙΚ , ο οποίος «σπρώχνεται» από Φεστιβάλ και λοιπά ιερατεία ως auteur κι η ταινία είναι χαρακτηριστικό δείγμα εκείνων που παίζονται στα Φεστιβάλ και με τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων επιχειρείται η κάλυψη των κενών που δεν προλαβαίνει να καλύψει η προβολή επί της οθόνης.
Σκέφτηκα αρχικά ένα άλλο τίτλο για την κριτική της ταινίας αυτής του ΣΤΗΒΕΝ ΣΠΗΛΜΠΕΡΓΚ: «ΜΑΓΕΙΑ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ». Όμως τον άλλαξα, δεν τον χρησιμοποίησα, διότι σκέφτηκα σχεδόν αμέσως ότι δεν θα ήταν αντιπροσωπευτικός για το τι είναι η ταινία. ΚΙ ότι θα υποβάθμιζε, θα μείωνε, αυτό που έκανε ο Σπήλμπεργκ σε τούτο το φιλμ. Το κρατώ, όμως, όχι για τίτλο αλλά για επισήμανση-ανάλυση πιο κατω.