Μιλώ λοιπόν για την αξία της κινηματογραφικής ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΤΗΤΑΣ , που είναι κι η ουσία του συνολικού επιτεύγματος αυτής της ταινίας (όπως ήταν και του «ραντεβού εκεί ψηλά» αλλά εδώ φαίνεται ευκρινέστερα) που έχει να κάνει με την αφήγηση κι «Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ» είναι ένα υπόδειγμα κινηματογραφικής αφήγησης σαν να διαβάζαμε χαλαρά ένα βιβλίο. Η παρατήρηση ανήκει στην αδελφή μου Γεωργία και την υιοθετώ πλήρως.
Η ταινία μας κρατά το ενδιαφέρον διαρκώς ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η θαυμάσια αφήγηση.
Το έργο, στους κινηματογραφόφιλους (αφήνω τους βιβλιόφιλους που έτσι κι αλλιώς τους περιλαμβάνει) είναι γνωστό. Είχε γυριστεί το 1970 από τον ΖΥΛ ΝΤΑΣΕΝ με την ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ στο ρόλο της μητέρας του συγγραφέα ΡΟΜΑΙΝ ΓΚΑΡΥ με τον ΑΣΑΦ ΝΤΑΓΙΑΝ στο ρόλο του Γκαρύ. Το έργο εκείνο δεν έγινε επιτυχία παρόλο ότι επρόκειτο για μεγάλη παραγωγή που χάθηκε , όμως, μέσα σε μαιάνδρους τους οποίους ο Ζυλ Ντασέν ως σκηνοθέτης δεν είχε καταφέρει να ελέγξει, του είχε διαφύγει αυτή ακριβώς η «γαλλική λογοτεχνικότητα» κι από την άλλη δεν μπόρεσε να της δώσει τις διαστάσεις χολυγουντιανού έπους που ήταν σαφές ότι επιθυμούσε. Του είχε «ξεφύγει» κι η Μελίνα σε μια από τις πιο over-acting ερμηνείες της, ίσως την πιό υπερβολική μετά από εκείνη στο «Τοπ Καπί» παρόλο ότι υπήρχαν στιγμές αληθινής δύναμης στο παίξιμο της και κυρίως- κάτι που έκανε κι εντύπωση θετική!- στις μητρικές στιγμές της, που μέσα από τον υπερ-τονισμό έβγαζε, όμως, κι αλήθεια.
Σήμερα, βλέποντας τη γαλλική εκδοχή του φιλμ (και του βιβλίου) από τον σκηνοθέτη ΕΡΙΚ ΜΠΑΡΜΠΙΕ καταλαβαίνει κανείς περισσότερο την ερμηνεία και της Μελίνας Μερκούρη με τη συνειδητοποίηση ότι ο ρόλος της Εβραίας μάνας του Ρομαίν Γκαρύ είναι από την ίδια τη φτιάξη του «φωναχτός», ότι η ηρωίδα είναι που βρίθει υπερβολών στις συμπεριφορές της τόσο απέναντι στο γιό της όσο και στο εκάστοτε περιβάλλον της κι ότι την υπερβολή την απαιτεί αλλά και την ορίζει το ίδιο το έργο. Προφανώς λοιπόν τα όποια φάλτσα σε εκείνη την ταινία του 1970 οφείλονταν περισσότερο στη σκηνοθετική διαχείριση του Ντασέν κι όχι στην ερμηνεία της Μερκούρη.
Ναι, το βιβλίο και το σενάριο κατεπέκταση, αναφέρεται στην προσωπική σχέση του συγγραφέα Ρομαίν Γκαρύ (όσοι δεν το γνωρίζουν ήταν ο δεύτερος σύζυγος της Τζην Σημπεργκ) με τη μητέρα του. Μιά σχέση «μανιπουλαρίσματος» κι εξάρτησης, ένα πορτραίτο Εβραίας μάνας απέναντι στο γιό, που αιτιολογεί και μερικές ακραίες δοξασίες πάνω σε αυτή τη σχέση όπως είχαν διατυπωθεί κι από τον ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΪΝΤ.
Το έργο αφηγείται τη σχέση όπως ορίζεται από το μυθιστόρημα, μια σχέση που ξεκινά από την Πολωνία της δεκαετίας του 20 όπου η Ρωσσο-Εβραία μητέρα μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί, ένα γιό, αυτό το γιό, που θέλει ως Γαλλόφιλη και «ψωνάρα» μέσα σε όλα τα άλλα της, να τον δει κάποια ώρα διάσημο, διεθνή, αναγνωρισμένο και… Πρέσβη της Γαλλίας. Η φιλοδοξία της θα γίνει πραγματικότητα αφού θα εκμεταλευτεί προς αυτή την κατεύθυνση και την ίδια της εξέλιξη της Ιστορίας, τον διωγμό τους από την Πολωνία, την καταφυγή τους στη «Γη της Επαγγελίας» της μάνας που είναι η Γαλλία.
Το σενάριο κι η σκηνοθεσία που το παρακολουθεί , ακολουθεί τη γραμμή της αφήγησης αλλά με λεπτοπινελιές όπου θίγονται διαρκώς σημεία, και με λεπτομέρειες που ανοίγουν πόρτες για συζητήσεις μετά την ταινία. Κυρίως για τη σχέση της μάνας με το γιό, την εβραϊκή κουλτούρα περί μητρότητας και ειδικώς απέναντι στους γιούς κι αφήνει πολλά ερωτηματικά στις συζητήσεις που θα γίνουν από ενθουσιασμένους θεατές όταν μετά την ταινία πάνε για ένα ποτάκι, περί των επιπτώσεων στον ίδιο τον Ρομαίν Γκαρύ που είχε αυτή η μητέρα την οποία και λάτρευε αλλά ίσως και λίγο νοσηρά. Όχι με σεξουαλική νοσηρότητα αλλά με νοσηρή σχέση εξάρτησης. Και χειραγώγησης από μεριάς της Διότι αυτά που ακολούθησαν τον Γκαρύ και που τα χρησιμοποιεί η σεναριακή διασκευή ως επίλογο, δείχνουν μάλλον ανάπηρο και τραυματισμένο αν όχι εντελώς ευνουχισμένο άνθρωπο.
Η σεναριακή διασκευή του Ερίκ Μπαρμπιέ οικοδομεί υποδειγματικά το έργο κι αποδεικνύει ότι το σενάριο του Ντασέν ήταν το μεγάλο πρόβλημα, στο οποίο είχε συνεργαστεί κι ο θεωρητικός ΑΝΤΡΙΟΥ ΣΑΡΙΣ, αν είναι δυνατόν, λες κι οι θεωρητικοί ξέρουν από σινεμά. Κι είχε γίνει το σενάριο αχταρμάς.
Εδώ στο πρώτο μέρος το βάρος πέφτει όλο πάνω στη μάνα διότι ακριβώς είναι που μεγαλώνει το παιδί της, το πώς το μεγαλώνει, με όλα όσα είπαμε πιο πάνω, και στο δεύτερο μέρος αναλαμβάνει δυναμικά ηνία ο «γιός» ο υπέροχος κι εδώ ΠΙΕΡ ΝΙΝΕ, όπου έμμεσα και λόγω του καλού σεναρίου βλέπουμε ως κύριο πρόσωπο τον γιό πλέον , στην ενηλικίωση, στο πως αντιμετωπίζει τη ζωή κάτω από τη σκιά αυτής της μάνας και στο πως η ίδια εξακολουθεί να παρεμβαίνει. Στο πρώτο μέρος κύριο πρόσωπο είναι η μάνα, στο δεύτερο μέρος κεντρικός ήρωας γίνεται ο γιός. Κι αυτή η διασκευή επιτρέπει να βγουν πιο ανάγλυφα τα μηνύματα όχι μόνο του Γκαρύ αλλά και της σεναριακής παρέμβασης.
Είναι ένα πολύ ωραίο φιλμ, εξαίρετος κινηματογράφος, ροϊκός, αφηγηματικός, καθόλου auter- ίστικος, ο Πιερ Μπαρμπιέ αφηγείται το έργο του Γκαρύ κι όχι τον… εαυτό του (αλα «Barbara» και Ματιέ Αμαλρίκ…), οι ηθοποιοί είναι εξαίρετοι, η αισθητική θαυμάσια, καθόλου επιτηδευμένη, απολύτως κινηματογραφική!