Μια ακόμα ωραία γαλλική ταινία αυτών των ημερών είναι ο «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΣ ΦΙΛΟΣ» όπως λέγεται στα ελληνικά το πρωτότυπο «LE FILS DE JEAN». ΓΑΛΛΟ-ΚΑΝΑΔΙΚΗ συμαραγωγή, για την ακρίβεια. Φυσικά δεν είναι θεωρία του auteur, εξού και τα αστεράκια χλομιάζουν και τρεμοσβήνουν μια κι αποδεικνύεται περίτρανα ότι οι περισσότεροι δεν είναι οπαδοί του ευρωπαϊκου κινηματογράφου για τον οποίο δήθεν κόπτονταν αλλά του φεστιβαλικού και βασικά των Κανών, κι ας παίζονται εκεί οι άπειρες auter- ίστικες παντόφλες.... Το αληθινό σινεμά, το σινεμά των ειδών, δεν το παίρνει χαμπάρι κανείς, δεν ξέρουν κάν ότι ισχύει στην Ευρώπη κι ειδικά στη Γαλλία.
Ένα τέτοιο έργο είναι αυτό, ένα δραματάκι ίσως, δεν είναι αυτό που λέμε «μεγάλο έργο» μα στο σινεμά των ειδών το μεγάλο έργο έρχεται ως κερασάκι. Για σκεφτείτε μια τούρτα να αποτελείται μόνο από κερασάκια; Δεν θα τρώγεται…
Ένα δραματάκι λοιπόν αλλά τόσο περίτεχνα φτιαγμένο, τόσο λεπτά δουλεμένο, τόσο αριστοτεχνικά δομημένο που όχι μόνο σε αρπάζει με τη μία και σε κρατά ως το τέλος αλλά συγχρόνως σου δίνει κι ωραία εικόνα και προπάντων σχέσεις ανθρώπων, σχέσεις περιπεπλεγμένες, σχέσεις που η περιπλοκή τους δίνεται με βάση μια κινηματογραφική πλοκή τους, εξού κι ο θεατής φεύγει μαζί με το έργο, και βασικά με χαρακτήρες. Με ανθρώπους. Κι ακριβώς επειδή έχει χαρακτήρες κι ανθρώπους καταλήγει ή καταλήγουν τα έργα αυτά, σε ΕΡΓΟ ΕΡΜΗΝΕΙΩΝ. Κι αυτό επισημάνθηκε από τους Γάλλους ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΕΣ και στα «ΣΕΖΑΡ» του 2017 (είναι από την περσινή συγκομιδή κι όχι από τη φετινή) με υποψηφιότητες για Α΄ΑΝΔΡΙΚΟ ΡΟΛΟ του ΠΙΕΡ ΝΤΕΛΑΝΟΝΣΑΜ (το έχασε από τον ΓΚΑΣΠΑΡ ΟΥΛΙΕΛ στο «ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» του Ξαβιέ Ντολάν) και για supporting του ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΑΡΚΑΝΤ που παίζει τον φίλο του πεθαμένου πατέρα (το πήρε ο Ελβετός ΤΖΕΗΜΣ ΤΙΕΡΙΕ στο «ΜΕΣΙΕ ΣΟΚΟΛΑ» για το ρόλο του Βρετανού κλόουν του τσίρκου που ανακάλυψε τον μαύρο σκλάβο ακροβάτη).
Λοιπόν, διαβάστε υπόθεση: Ο ήρωας μας ζει στο Παρίσι, ψιλοχωρισμένος, έχει κι ένα γιό και μια μέρα δέχεται κλήση από Κεμπέκ Καναδά που τον ειδοποιούν ότι πέθανε ο φυσικός του πατέρας. Αυτόν τον πατέρα ούτε που τον είχε γνωρίσει ποτέ κι η μητέρα , η οποία ήταν προοδευτικών διαθέσεων τον είχε ενημερώσει ότι είναι «παιδί της μιάς βραδιάς». Ξαφνικά, μαθαίνει ότι «έχει» πατέρα. Κι ότι του έχει αφήσει και κάτι. Και θέλει να πάει στο Κεμπέκ για την κηδεία και για να γνωρίσει τα δύο αδέλφια του μια κι ο φίλος του πατέρα που τον ειδοποίησε τον κατατόπισε και για την οικογενειακή κατάσταση. Ο ήρωας μας έρχεται στο Κεμπέκ, με διακαή πόθο να δει καταρχάς τα αδέλφια το, τα αδέλφια που δεν είχε ποτέ, μια και μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι. Και να δει και τη «μητριά» κι όλα τα υπόλοιπα.. Μόνο που υπάρχει «εμπάργκο»: Για το θέμα δεν γνωρίζει κανείς τίποτα, οπότε κι ο ήρωας μας μπορεί μεν να παρευρεθεί στην κηδεία αλλά δεν πρέπει να αποκαλύψει και την ταυτότητα του. Δεν βιάζεται, όμως αν κι έχει σκοπό να το κάνει με κόσμιο τρόπο κι όταν έρθει η στιγμή παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του φίλου του πατέρα ο οποίος θα του προσφέρει φιλοξενία και περιποίηση, θα τον βάλει στο σπίτι και στη δική του οικογένεια.
Από δω και πέρα δεν θα πω άλλα για την υπόθεση διότι είναι καλό να μη χάσει ο θεατής το ενδιαφέρον εκείνο που του κινεί η περιέργεια, ή του κινεί την ίδια την περιέργεια, τόσο σχετικά με την αρχική πρόθεση του κεντρικού ήρωα όσο και με τις εξελίξεις της ιστορίας όπως διαμορφώνονται. Καθώς, αποκαλύπτονται μυστικά τόσο για την οικογένεια του πεθαμένου πατέρα (σε ατύχημα χάθηκε, με βάρκα) όσο και για την οικογένεια του φίλου που τον φιλοξενεί καθώς κι οι σχέσεις των ηρώων που προϋπήρχαν του σεναρίου κι οι οποίες οδήγησαν στο σενάριο. Κι αυτά ξετυλίγονται με εξαιρετικό τρόπο, που αποκαλύπτουν ανθρώπινες πτυχές. Και τελικά οι εξελίξεις δεν ακολουθούν την πεπατημένη χωρίς ωστόσο να απαρνούνται τη συναισθηματική φόρτιση την οποία φόρτιση μετατρέπουν σε συναισθηματικό ερέθισμα. Κι όπως συμβαίνει πολύ συχνά στη ζωή έτσι γίνεται και με τον ήρωα μας , το για αλλού πας κι από αλλού αποκομίζεις.
Ο ρυθμός της αφήγησης είναι κι εδώ πρωτεύων, το έργο κυλά με ρυθμούς βιβλίου που σε κατέκτησε στην ανάγνωση του με την πρώτη και δεν σου πάει καρδιά να το αφήσεις (πολύ γαλλικό όλο αυτό!!! – το έχω ξαναγράψει) κι όταν τελειώνει αισθάνεσαι να έχεις ταυτιστεί με τον ήρωα ή έστω να τον έχεις κατανοήσει πλήρως και να νιώθεις κι εσύ πράγματα από τον εσωτερικό του κόσμο. Ο πρωταγωνιστής Πιέρ Ντελανονσάμ παίζει τόσο αβίαστα, αισθάνεσαι ό,τι είναι ο ήρωας ενώ συγχρόνως δεν υποπαίζει αλλά έχει γίνει το πρόσωπο που βλέπουμε , μεταδίδει τα συναισθήματα και χωρίς να είναι «ωραίος» έχει μια γοητεία, τη γοητεία του καταπραϋντικού συναισθήματος. Ο Γκαμπριέλ Αρκάντ που παίζει το φίλο του πατέρα είναι καρατερίστας περιωπής, δίνει ενδιαφέρον στον τύπο που υποδύεται. Όπως αποτελεσματικές με το ρυθμό τους είναι κι οι γυναίκες του σεναρίου, σύζυγος και κόρη του οικογενειακού φίλου, καθώς και τα δύο αδέλφια ειδικά ο μεγάλος που παίζει τον σκληρό .
Στη θαυμάσια αφήγηση έχουν παίξει ρόλο το πώς συνδέθηκαν σενάριο, γράψιμο, ντεκουπάζ, μοντάζ αλλά και φωτισμοί, φωτογραφία που όλα αυτά μαζί φτιάχνουν την ταινία με τον τρόπο που την φτιάχνουν.
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: ΦΙΛΙΠ ΛΙΟΡΕ