Το έργο δεν είχε το publicity που θα του άξιζε αλλά κι ως προϊόν το είδαν ως κάτι «μικρό». Φταίει το γεγονός πως την ΓΚΛΟΡΙΑ ΓΚΡΑΧΑΜ οι πολλοί σημερινοί δεν την γνωρίζουν; Ευθύνεται το ότι επρόκειτο για μικρή παραγωγή που ο προϋπολογισμός της δεν επέτρεπε τη διαφήμιση άνευ όρων; Το ότι έγινε «μικρή» ταινία στην Αγγλία κι όχι στο Χόλυγουντ το σημερινό των Γιαπωνέζων ιδιοκτητών και των executives υπαλλήλων –διευθυντών που αποσκοπούν στο χρήμα; Στο «τι μας νοιάζει τώρα εμάς;». Την τελευταία φράση τη διαβάζουμε κάθε τόσο στις ερασιτεχνικές κριτικές των ημερών.
Ενπάση περιπτώσει, με τούτα και με εκείνα- που λένε- το έργο δεν έκανε την πορεία που θα του άξιζε.
Ισως φταίει και το ότι η ΓΚΛΟΡΙΑ ΓΚΡΑΧΑΜ δεν ήταν ποτέ της υπέρλαμπρη σταρ κι ας τη δηλώνει ως σούπερ σταρ το σενάριο, ήταν μια καλή ηθοποιός, με ιδιαίτερη φωνή, ενίοτε εκνευριστική, ένα πρόσωπο παράξενο, που ειδικεύτηκε στα φιλμ νουάρ του τέλους δεκαετίας 40 και σχεδόν σε όλη τη δεκαετία του ‘ 50 και κατάφερε να πάρει ένα ΟΣΚΑΡ σε supporting κατηγορία , το 1953 για τον ολιγόλεπτο ρόλο της στο «Η ΩΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ» του ΒΙΝΤΣΕΝΤΕ ΜΙΝΕΛΙ, με πρωταγωνιστή τον ΚΕΡΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ, όπου είχε παίξει αφενός «against her type», δεν έκανε μια μοιραία καμπαρετζού του νουάρ αλλά μια αφελή επαρχιώτισσα που έμπλεκε με το Χόλυγουντ των στελεχών λόγω γάμου και το πλήρωνε με τη ζωή της, κι αφετέρου ως κόντρα στη σταρ του φιλμ ΛΑΝΑ ΤΑΡΝΕΡ. Ολιγόλεπτος ήταν κι ο άλλος ρόλος στον οποίο είχε διακριθεί με υποψηφιότητα για Οσκαρ πιο πριν, το 1948, κι εννοώ τα «ΔΙΑΣΤΑΥΡΟΥΜΕΝΑ ΠΥΡΑ» του ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΝΤΜΗΤΡΥΚ, όπου εκεί κατεγράφη η μοιραία αλλά supporting προσωπικότητα της. Σε αυτή τη διαδρομή είχε γάμους και διαζύγια, είχε αποπλάνηση ανηλίκου , είχε παντρευτεί το γιό ενός εκ των συζύγων που αποπλάνησε, είχε παντρευτεί και τον σκηνοθέτη ΝΙΚΟΛΑΣ ΡΕΪ που τον έκαναν εκ των υστέρων «θεό» οι θεωρητικοί των «καγιέ» της Γαλλίας. Ξεχασμένη ήταν για πολλά χρόνια, είχε μπλέξει με το θέατρο όταν το σινεμά δεν την σήκωνε άλλο, και κάποια στιγμή, το 1981 μάθαμε ότι πέθανε , αρκετά νέα, 57 ετών, ενώ το τελευταίο της διάστημα το ζούσε στην Αγγλια, παίζοντας εκεί θέατρο, όχι στο αποθεωτικό West-End αλλά στα γύρω, κι η ιστορία της διαδραματίζεται στο Λίβερπουλ.
Με όλα αυτά, θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει δίκιο κάποιος σε εκείνους που αδιαφόρησαν να χρηματοδοτήσουν τη βιογραφία της. Προφανώς αν ήταν «σκανδαλιάρικη» να το έβλεπαν αλλιώς. Από την άλλη, και τα σκανδαλιάρικα του βίου της να προβάλλονταν στο έργο, πάλι θα αδιαφορούσαν υποθέτω διότι δεν ήταν τραβηχτικό όνομα στις μέρες μας κι επαναλαμβάνω, δεν υπήρξε ποτέ της μεγάλη σταρ. Ηταν καλή παρτενέρ και καλή για guest σε ενδιαφέροντες supporting ρόλους .
Και το έργο «ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΛΒΕΡΠΟΥΛ» έρχεται μεν να επιβεβαιώσει το εμπορικό κομμάτι της υπόθεσης αλλά από την άλλη να βροντοφωνάξει «Κύριοι, δεν είχατε καθόλου δίκιο». Τόσο σε εκείνους που δεν ήθελαν να το χρηματοδοτήσουν όσο και στους ψευτο- «σινεφιλ» που ξέρουν μόνο όσα βαθμολογεί το IMDB και κανιβαλίζουν οι σάπιες ντομάτες ή που τους στέλνουν κατευθυνόμενη ανακύκλωση τα «καγιέ» και κάτι άλλα ανάλογα της Αγγλίας, κι επί του σινεμά και των ανθρώπων του έχουν πλήρη μεσάνυχτα .
Η αξία στην ταινία που καταλήγει σε ερμηνευτική, είναι πως πιάνει με πολύ λεπτό τρόπο το τελευταίο διάστημα της ζωής της ηθοποιού, τότε που στην Αγγλία την ερωτεύτηκε νεαρό παιδί, πολύ μικρότερος της, την αγάπησε βαθιά , την πόθησε ως γυναίκα, και την έμπασε και στο σπίτι, την υιοθέτησε κι η οικογένεια του, σε ένα εργατικό προάστιο του Λίβερπουλ. Κι όταν εκδηλώθηκε η αρρώστια της, η οικογένεια του νεαρού την περιέθαλψε, με τη μαμά του έγιναν κάτι σαν μάνα και κόρη (παρόλο ότι μπορεί να ήταν και συνομήλικες) και το έργο, το σενάριο δηλαδή, με ακρίβεια υποδεκαμέτρου , κάνει focus σε αυτή την ιστορία, στη σχέση δηλαδή της Γκράχαμ με το νεαρό , χωρίς ποτέ να ξεφεύγει από την πορεία που χάραξε. Διότι ουσιαστικά είναι μια κατάθεση αγάπης από το νεαρό προς την Γκράχαμ και βασίζεται στη δική του αυτοβιογραφία που αφορά στη σχέση τους. Παράλληλα, κατορθώνει να περάσει μέσα από τους διαλόγους στοιχεία της καριέρας της, της προσωπικής της ζωής, των ρόλων της, της ιστορίας της. Ως ιστορία αγάπης, κεντιέται με πολύ λεπτές ίνες, με εξαιρετική δομή στον τρόπο γραφής του σεναρίου, με υποδειγματικό νοικοκύρεμα και με τελικό κερδισμένο τον αληθινό κινηματογραφόφιλο κι όχι τον ψευτο-«σινεφιλ» του συρμού που δεν έχει ιδέα.
Κερδίζει από casting (μαμά του νεαρού η βυθισμένη στο ρόλο της ΤΖΟΥΛΙ ΓΟΥΩΛΤΕΡΣ, μητέρα της Γκράχαμ η ΒΑΝΕΣΑ ΡΕΝΤΓΚΡΕΗΒ σε ρόλο της μιάς σκηνής-όπως συνηθίζει εσχάτως η Βανέσα, η οποία όμως κατορθώνει και σφραγίζει το πέρασμα της), , κερδίζει κι από πρωταγωνιστικές ερμηνείες. Η ΑΝΝΕΤ ΜΠΕΙΝΓΚ παίζει ζεστά την ηρωίδα που λέγεται Γκλόρια Γκράχαμ (προσέξτε τη διατύπωση μου «την ηρωίδα που λέγεται Γκλόρια Γκράχαμ». Αυτό το πιθανότερο είναι και σκηνοθετική οδηγία αν κι ορίζεται σαφώς από το σενάριο αφού αντιμετωπίζεται ως μία ανθρώπινη ύπαρξη που ήταν κάποτε και «σταρ». Δεν επιχειρεί δηλαδή η Μπένινγκ να τη μιμηθεί, ωστόσο υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέσαι για το αν έχουν και καμιά ομοιότητα μια κι η Μπένινγκ είναι ηθοποιός εντελώς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας από την Γκράχαμ. Γι αυτό κι είπα ότι έτσι λένε την ηρωίδα που η Μπένινγκ παίζει κι όχι ότι μιμείται την Γκράχαμ ή κάτι από αυτήν. Αλλωστε η ομοιότητα ηθοποιού και ρόλου αληθινού προσώπου είναι κάτι που έχει στις μέρες μας πιά καταργηθεί κι επισήμως έχει πάρει θέση κι η Αμερικανική Ακαδημία πάνω σε αυτό, από όταν ψηφίστηκε η Κέιτ Μπλανσετ ως «Κάθρην Χέπμπορν» στο «Aviator» του Σκορσέζε κι έγινε δεκτό ότι η ερμηνεία του εσωτερικού κόσμου είναι που ενδιαφέρει κι όχι η εξωτερική ομοιότητα. Από κει και μετά, είδαμε σειρά βιογραφικών δραμάτων με ερμηνευτές που διέπρεπαν χωρίς να μιάζουν παρά ελάχιστα με το βιογραφούμενο πρόσωπο. Ωστόσο, όταν κάποια στιγμή θέλησα να ξαναδώ κάποια έργα της Γκράχαμ παρατήρησα ότι στο «ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΗΔΟΝΗ» (In a lonely place) με τον ΧΩΜΦΡΕΫ ΜΠΟΓΚΑΡΤ, που το είχε σκηνοθετήσει ο τότε σύζυγος της ΝΙΚΟΛΑΣ ΡΕΪ, η Γκράχαμ εκείνου του φιλμ έμοιαζε αρκετά με την Μπένινγκ, όπως την έπαιξε στο «τα αστέρια δεν πεθαίνουν στο Λίβερπουλ». Ισως αυτό να είχε να κάνει όμως με την «περσόνα» της, όπου τη σκηνοθετούσε κι ο σύζυγος, ενώ στα άλλα της κι ειδικώς στα δύο οσκαρικά της, και το νικητήριο και το ηττημένο, εκεί έπαιζε ρόλους
Τα καλύτερα έχω ν πω και για τον ΤΖΕΪΜΥ ΜΠΕΛ, το άλλοτε παιδάκι του «ΜΠΙΛΛΥ ΕΛΙΟΤ», που είδα ένα ώριμο ηθοποιό, με αυτοσυγκράτηση αλλά κι αποτελεσματικότητα και σχετική παρουσία , που δεν επισκιάστηκε ούτε από την Μπένινγκ ούτε κι από την «Γκράχαμ», μολονότι η Μπένινγκ διαθέτει μεγαλύτερο εκτόπισμα.
Και για το πόσο θέλουν να την ανεβάσουν μέσα από τα μάτια του νεαρού φαίνεται από το φινάλε που διάλεξαν κι είναι η απονομή των ΟΣΚΑΡ του 1953, με την ανάγνωση των πέντε υποψηφίων της κατηγορίας της , το άνοιγμα του φακέλου, την ανακοίνωση του δικού της ονόματος ως νικήτριας. Κι εκεί το κλείνει.
Σκηνοθεσία: ΠΟΛ ΜΑΚ ΓΚΟΥΙΓΚΑΝ