Από εκεί και πέρα, ο καθένας θα πάει να δει την ταινία που θέλει να δει και ίσως όχι αυτήν που προβάλλεται στο «πανί». Ο υποφαινόμενος θα γράψει για την ταινία του «πανιού», διότι έτσι αντιλαμβανόταν- αντιλαμβανόμουν!- ανέκαθεν την κριτική και το ρόλο της Ξεκινώντας από ένα «μότο» πως «αν η κριτική είναι κάτι τόσο υποκειμενικό και δεν συμπλέει με τους κανόνες του αντικειμένου, τους κανόνες που διέπουν μια κινηματογραφική ταινία, τους κανόνες της Τέχνης του Κινηματογράφου δηλαδή, τότε ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΟΓΟ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ». Αυτό , λοιπόν, που θα διαβάσετε παρακάτω είναι ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΑ ΚΙ ΟΧΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΗ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ.
H ταινία παρά τη σχετικά μεγάλη διάρκεια (αν και τις 2,5 ώρες δεν τις λες και «μεγάλη διάρκεια» όταν υπάρχουν και κάτι 4ωρες…) καταφέρνει κι αρπάζει τον θεατή και τον κρατά εκεί, ίσαμε το τέλος. Και τούτο γιατί υπάρχει εξαιρετική αφήγηση κι η αφήγηση εδώ είναι συγκερασμός σκηνοθεσίας και σεναρίου (από διασκευή του βιβλίου της ΝΤΟΝΑ ΤΑΡΤ- θα πούμε παρακάτω γι αυτό διότι εδώ κρύβεται το επίμαχο σημείο) κι υπάρχουν κι εξαιρετικοί ηθοποιοί, εξαιρετική δουλειά στην ανεύρεση ηθοποιών- για να είμαι πιο σαφής.
Ολη η ανησυχία βασιζόταν σε αυτό: Αν η ταινία θα μπορούσε να αποδεσμευτεί από την τηλεοπτική καταγωγή της και να γίνει κινηματογραφικό φιλμ, αυτόνομο, που να παρακολουθείται και με ενδιαφέρον.
Η αργεντίνικη αυτή ταινία του ΠΑΜΠΛΟ ΤΡΑΠΕΡΟ σε σεναριακή συνεργασία ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΡΟΧΑΣ ΑΠΕΛ, είναι ένα «μάθημα» περί διαφοράς ενδιαφέρουσας σεναριακής ιδέας και κατάληξης σε σενάριο.
Κι έτσι χάνεται η ευκαιρία, να απολαύσει κανείς μια περιπέτεια απόλυτης ξεκούρασης αφού ο τίτλος τον προκαταβάλει για αναμάσημα αμέτρητης φοράς.
Κι όμως, όποιος μπει εκεί μέσα, ξέροντας ότι πάει να ψυχαγωγηθεί , να αφεθεί, να αισθανθεί μια «παιδική» σχέση με τον κινηματογράφο, το δίωρο και κάτι τον περιμένει εγγυημένο.