Από αυτά που βλέπω, υποψιάζομαι ότι μάλλον στον σκηνοθέτη είναι το πρόβλημα που ο συνεργαζόμενος σεναριογράφος δεν κατάφερε να περισώσει. Ωστόσο, κατέστησε την ταινία ευπρόσωπη , στο να βλέπεται, αλλά όχι και στο να φτάνουν οι συγκρούσεις στην πλήρη αιτιολόγηση.
Βέβαια, θα μπορούσε να ισχύει και το αντίθετο. Να ήταν προβληματικό εξ αρχής το σενάριο που παρέδωσε ο σεναριογράφος και να προσπάθησε ο σκηνοθέτης με τις σεναριακές παρεμβάσεις του (εξού και το όνομα του στα credits σεναρίου) να κάνει την ταινία να λειτουργήσει. Αν ήταν , όμως, έτσι τότε , αφού παρενέβη που παρενέβη, θα έπρεπε να είχε δώσει και τις λύσεις που δεν είδαμε.
Τέλος πάντων, εδώ δεν ήλθαμε να λύσουμε αίνιγμα μια και το αποτέλεσμα είναι ένα: Πως η αναμφίβολα στρωτή αφήγηση παραγεμίζει διαρκώς με πράγματα τα οποία άνοιγαν λογαριασμούς για δυνατές συγκρούσεις. Τις συγκρούσεις τις είδαμε ωραία δραματοποιημένες αλλά όχι κι ολοκληρωμένες
Οι δύο αδελφές με τον ίδιο άντρα… η αρχική τους σκηνή όπου τις βλέπουμε σε κάτι σαν ομοφυλοφιλικό.. ποιάν αγαπά από τις δύο ο τύπος και πως ανέχεται το θέμα η μία για την άλλη.. Παραγεμίσματα γαλλικής επιρροής , όχι , όμως, καλά χωνεμένα..
Επίσης, οι δύο πρωταγωνίστριες, τόσο η Αργεντίνα ΜΑΡΤΙΝΑ ΓΚΟΥΣΜΑΝ όσο κι η Γαλλίδα, που μας είναι και γνωστή, η ΜΠΕΡΕΝΙΣ ΜΠΕΖΟ, κάπως μοιάζουν, κι ως «κοψιές» είναι ολόιδιες. Εντάξει, να μοιάζουν διότιπαίζουν τις αδελφές. Πως όμως και δεν το πρόσεξε αυτό ο σκηνοθέτης όταν κατέληγε στην επιλογή τους και πως –αν υποχρεώθηκε από την παραγωγή – λέμε τώρα) να πάρει αυτές τις δύο, χρησιμοποιεί γενικό πλάνο σε στιγμές καίριες με αποτέλεσμα να μπερδευόμαστε για το ποια από τις δύο είναι και μάλιστα σε στιγμές τέτοιες που εισβάλλουν με ένα τρόπο «μοντέρνο» στην αφήγηση και με ελλειπτικότητα και δεν προλαβαίνουμε να καταλάβουμε απολύτως το τι ακριβώς… Όταν μάλιστα είναι και μπερδεμένες οι ηρωίδες σε μεταξύ τους καταστάσεις…
Το μόνο στοιχείο του σεναρίου που ολοκληρώνεται και μάλλον αυτή ήταν η αρχική βάση του, είναι το θέμα της μητέρας και του μυστικού που κρύβει όλα τα χρόνια γύρω από τη σχέση με τον άνδρα της που πεθαίνει και μένει αιωρούμενη κληρονομιά η έπαυλη του τίτλου κι οι λόγοι του μίσους προς τη μία κόρη της στη σκηνή εξομολόγηση-αποκάλυψη προς το φινάλε. Οπου εκεί καταλήγουμε και σε πολιτικά μυστικά που ανάγονται στα χρόνια της Δικτατορίας του Βιντέλα αν κι εκεί ακόμα , κι αυτό το ίδιο το πολιτικό στοιχείο παραμένει θολό, παρόλο ότι υποδεικνύεται αντιδικτατορική διάθεση- αλλά από ποιόν; Διότι από τους διαλόγους , στο πρώτο μέρος της ταινίας, μάνας και μισητής κόρης, έχουμε βγάλει άλλου τύπου συμπεράσματα…
Το έργο σώζεται από τις ερμηνεύτριες (μαζί κι η μητέρα ΓΚΡΑΣΙΕΛΑ ΜΠΟΡΧΕΣ) καθώς κι από τους άνδρες ερμηνευτές αν κι οι ανδρικοί ρόλοι είναι μάλλον θυσιασμένοι και βέβαια από την παραγωγή που προσφέρει τη δυνατότητα μιας εξαίσιας φωτογραφίας αλλά κι από ένα μοντάζ που δεν φαίνεται κι είναι αυτό το οποίο δίνει στην ταινία τη ροή που ξεγελά τον θεατή και τον κάνει να προσπερνά τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες καθώς και τις «εκβιαστικές» κατευθύνσεις του σεναρίου . Ωραίο το αλα «βυσσινόκηπος» φινάλε της ταινίας με το κλείσιμο της έπαυλης αλλά σεναριακά μετέωρη η επιλογή γύρω από το θέμα της εγκυμοσύνης που δεν θέλω να αποκαλύψω στους θεατές που δεν έχουν δει την ταινία (θα καταλάβουν επακριβώς τι θέλω να πω όσοι διαβάσουν την κριτική αφού θα την έχουν δει), όπως επίσης μπερδεύει τα πράγματα η προσφώνηση της γυναικολόγου προς τις δύο που απευθύνεται σε πληθυντικό και λέει «μητέρες»…. Δεν είναι σκαμμένοι οι χαρακτήρες εξού και μένει ψυχολογικά άσκαφτη κι η βαθιά λεπτεπίλεπτη σχέση τους. Κι εννοώ των δύο κοριτσιών, κυρίως….
Κακά τα ψέματα, υπάρχουν θεματάκια. ….