Τώρα γιατί γράφτηκαν κάποια όχι θετικά σχόλια κι έρχεται η ταινία με αυτά ως αποσκευή από παπαγάλους και αντιγραφείς που θα τα επικαλεστούν, υπάρχει απάντηση. Κι η απάντηση αφορά στο ότι… άντε πάλι με το βιβλίο. Κι αναφέρομαι ακόμα και σε σοβαρά ενπάση περιπτώσει έντυπα που ενώ γνωρίζουν από κινηματογράφο, παγιδεύονται σε τούτο το σημείο κι αυτό επιτρέψτε μου να πω είναι σημείο ανεπάρκειας που έχει να κάνει με τη «δημοσιογραφική» κι όχι με την κινηματογραφική προσέγγιση.
Διότι ας πούμε, σχόλιο του τύπου ότι η ταινία δεν έπιασε την «εσωτερική φωνή της συγγραφέως» είναι αντικινηματογραφικό και σε ένα βαθμό κι ανόητο. Δηλώνει ανεπάρκεια. Δηλώνει πως ο σχολιαστής (αν θέλει να λέγεται και «κριτικός», ακόμα χειρότερο) δεν γνωρίζει περί της μεταφοράς ‘άλλων πηγών στην οθόνη και περί της μετατροπής τους σε σενάρια.
Ποιος τους είπε ότι ήθελαν να κάνουν το βιβλίο ταινία για την «εσωτερική φωνή»; Ποιος τους είπε ότι το σινεμά είναι υπηρέτης των βιβλίων ή των όποιων άλλων πηγών; Κάθε Τέχνη έχει τη δική της αυτονομία. Κι είναι κεφαλαιώδη κανόνας που δεν θα κουραστώ να τον επαναλαμβάνω πως όταν μεταφέρεται μία Τέχνη σε μία άλλη, ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ.
Όταν παίρνουμε ένα βιβλίο για να το μεταφέρουμε στην οθόνη, από κάτι συγκινήθηκαμε. Από κάτι γοητευτήκαμε. Από κάτι παρακινηθήκαμε. Κι αναφέρομαι σε αυτούς που κάνουν την ταινία κι όχι στους άλλους που τη βλέπουν. Ποιός τους είπε όλων αυτών ότι σεναριογράφος διασκευαστής ή σκηνοθέτης που θέλησαν να κάνουν το βιβλίο θέλησαν να μεταφέρουν την «εσωτερική φωνή» κι όχι την υπόθεση; Ποιος τους είπε ότι ζητούμενο σε μια μεταφορά βιβλίου στην οθόνη είναι αν παρέμεινε πιστό στο πνεύμα του βιβλίου. ΛΑΘΟΣ!! ΜΕΓΑ ΛΑΘΟΣ! Η ταινία οφείλει να φτιάξει το δικό της πνεύμα σε ένα έργο που δανείστηκε και θέλησε να το κάνει δικό της.
Αυτός είναι κι ο λόγος που μεταφέρεται στο κοινό η λανθασμένη εντύπωση (και τελικά το μόνο που πετυχαίνει είναι να φτιάχνει στρατιές ημιμαθών) ότι σπανίως τα βιβλία πετυχαίνουν στην οθόνη. ΔΕΝ ΕΞΑΤΑΖΟΥΜΕ ΑΝ ΠΕΤΥΧΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΛΛΑ ΑΝ ΕΙΔΑΜΕ ΚΑΛΗ ΤΑΙΝΙΑ!! Αυτό δεν θα το καταλάβει ποτέ το κοινό στο βαθμό που αυτοί που του δίνυν την πληροφορία δεν κατέχουν το αντικείμενο, τα περί σεναρίου κι ημιμαθώς φερόμενοι καταφεύγουν στην ευκολία του αναμασήματος « το βιβλίο ήταν καλύτερο» νομίζοντας πως έτσι δηλώνονται ως «διανοούμενοι» και παρασύρουν και το κοινό στην αναπαραγωγή της σκάρτης ύλης. Στους πολλούς μπορεί να φαίνονται σαν «διανοούμενοι του βιβλίου» (μια και το βιβλίο – ΣΕ ΕΠΙΡΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΘΕΝΙΑΣ θεωρείται ανώτερο του κινηματογραφικού έργου- αλίμονο…) , στους λίγους που ξέρουν φαίνονται κινηματογραφικώς ανίδεοι!!!
Διότι- θα το επαναλάβω για μυριοστή φορά και δεν θα πάψω να το επαναλαμβάνω όποτε θα δίνεται η δυσάρεστη ευκαιρία- πως είναι βασικός κανόνας της σεναριακής διασκευής βιβλίου (ή και θεατρικού, τώρα και τηλεοπτικής σειράς) πως από την πρώτη ύλη διαλέγουμε εκείνο με το οποίο θέλουμε να ασχοληθούμε. Κι όχι ολόκληρο. Και πάνω σε αυτό που διαλέγουμε κάνουμε δουλειά εκ νέου, φτιάχνουμε καινούργιο έργο όπου το μέλημα μας είναι ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΙ ΟΧΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ! (στη συγκεκριμένη περίπτωση)
Η ταινία λοιπόν , από κινηματογραφική άποψη λειτουργεί στην εντέλεια!! Το μεγάλο προσόν της είναι η αφήγηση που ανέφερα και πιο πάνω. Εστιάζει στην υπόθεση του βιβλίου , γι αυτό και καταφέρνει να κρατά το θεατή ως το τέλος, ακόμα κι όταν τον προκαλεί στο που ακριβώς κεντράρει. Αυτό το τελευταίο ενώ σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να έμοιαζε με ελαττωματικότητα, εδώ δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Διότι κεντράρει ακριβώς στην υπόθεση. Κι η υπόθεση έχει την ευθεία της αλλά έχει και πολλές περιπλοκότητες , με πισωγυρίσματα του χρόνου, με cast διαφορετικών ηλικιών, με το ότι δεν καταλαβαίνεις που θέλει να το πάει κι αυτό τελικά να καταλήγει σε προσόν διότι σου κρατεί διαρκώς ολοζώντανο το ενδιαφέρον κι έτσι δεν αντιλαμβάνεσαι πότε πέρασε το δυομισάωρο.
Η υπόθεση έχει να κάνει με ένα πιτσιρίκο που επισκέπτεται με τη μητέρα του το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και κατά τη διάρκεια της ξενάγησης τους, γίνεται τρομοκρατική επίθεση με νεκρούς ,ανάμεσα τους κι η μητέρα. Ο πιτσιρίκος μέσα στην δίνη και τον πανικό καταφέρνει να πάρει μαζί του ένα πολύτιμο πίνακα, την «Καρδερίνα» του τίτλου και να τον κρύψει για τα καλά κι επί χρόνια.
Ο ήρως μας , που παρακολουθούμε την εξέλιξη του τόσο στην ενηλικίωση όσο και στην παιδική ηλικία, θα περάσει από θετή οικογένεια, θα τον βρει ο πατέρας του που είναι ένα αληθινό ρεμάλι, θα στήσει φιλίες, θα μπλέξει σε ιστορίες ,θα… θα.. θα… δεν θα πω άλλα διότι σε ένα έργο υπόθεσης αξίζει να πας να το δεις για την υπόθεση. Και με τον τρόπο που την αφηγούνται και σου κρατούν το ενδιαφέρον τόσο ο σκηνοθέτης ΤΖΩΝ ΚΡΟΟΥΛΙ όσο κι ο σεναριογράφος διασκευαστής ΠΗΤΕΡ ΣΤΡΟΧΑΝ. Ο μεν πρώτος επειδή , ακριβώς σε ένα έργο αφήγησης που πρέπει να γίνουν οικεία τα πρόσωπα για να παρακολουθηθεί φιλμ η διανομή παίζει σημαίνοντα ρόλο κι ο δεύτερος επειδή έχει γράψει τους ρόλους έτσι ώστε να κινούν την ιστορία . Να φαίνονται οι χαρακτήρες, τόσο… όσο αλλά βασικά να μπορούν να κινούν την ιστορία. Η συνεργασία τους λοιπόν έχει αποδόσει θαυμάσια, ο Τζων Κρόουλι χάρη στα παραπάνω, καταλήγει σε μια εκπληκτική διανομή που του πρότειναν οι casting directors και με αυτή τη διανομή πετυχαίνει το ζωντάνεμα. Από αυτή τη διανομή, είναι εκπληκτικές κι οι δύο ηλικίες όλων εκείνων των χαρακτήρων που τους βλέπουμε και στην παιδική ηλικία - εφηβεία και στην ενηλικίωση : Αξιοθαύμαστο το παιδάκι –κεντρικός ήρωας (ωςχχαρακτήρας συνολικά , όχι ως παιδική ηλικία), αξιαγάπητος ο ενήλικας εαυτός του ΑΝΣΕΛ ΕΛΓΚΟΡΤ, που τον είχαμε κατασυμπαθήσει στο «BABY DRIVER» κι εδώ βλέπουμε και μια πλατύτερη σκάλα κι αυτό τον επαγγελματισμό των Αμερικανών ηθοποιών αλλά και τις σπουδές τους και τα διαρκή εργαστήρια που τους βοηθούν στην ανίχνευση πλευρών της υποκριτικής τους. Θαύμα κι ο Ρώσος φιλαράκος (Ουκρανός στα σημερινά…), τόσο ως παιδική ηλικία όσο κι ως ενήλικας)…Και πάμε στους μεγάλους, όπου η ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ σε ένα ρόλο σχετικά παρόμοιο με εκείνον του «Lion» όπου παίζει και πάλι μια θετή αλλά επίδοξη κι όχι νομιμοποιημένη, μητέρα ,αποδεικνύει ότι όσο μεγαλώνει γίνεται ρολίστα ολκής. Με τον τρόπο που παίζει καταλαβαίνει πλήρως ο θεατής γιατί ο πατσιρικάς την αγάπησε τόσο πολύ και την ήθελε για μητέρα του, ενώ ο ρόλος της δεν έχει πολλές ατάκες ούτε πολλές τέτοιου τύπου διευκρινίσεις. Τις έχει όμως το σενάριο που τις ζητά να δειχθούν με σιωπές, κι ο σκηνοθέτης της έχει φτιάξει το απόλυτο να το πράξει. Κι η Νικόλ έχει μετατρέψει το ρόλο σε δεύτερο εαυτό της. Θαύμα κι ο ΛΟΥΚ ΓΟΥΙΛΣΟΝ που παίζει τον πατέρα-τομάρι. Από τα καλύτερα πράγματα που έχει κάνει κι είχα καιρό να τον δω. Η ΣΑΡΑ ΠΩΛΣΟΝ στο ρόλο της τζαζ μητριάς θα μπορούσα να πω ότι είναι κι αποκάλυψη. Το παίξιμο της , τόσο σύνθετο αλλά και τόσο άνετο, τόσο αβίαστο, διανθισμένο με χρώματα, δύσκολο να επιλέξεις ανάμεσα σε αυτήν και στη Νικόλ, που είναι και τόσο διαφορετικές. Ο ΤΖΕΦΡΥ ΡΑΪΤ προβάλει το προστατευτισμό και το κύρος που ζητά ο ρόλος αν τον δούμε τον χαρακτήρα από τη μεριά του πιτσιρικά.
Προχωρώ. Στον ΡΟΤΖΕΡ ΝΤΗΚΙΝΣ. Τον διευθυντή ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ. Οπου η φωτογραφία, όπως και πολλές του Ντήκινς που φτάνουν και μέχρι το Οσκαρ, δεν έχουν κάτι το εντυπωσιακό υποχρεωτικά και κάποιοι , που δεν καταλαβαίνουν , απορούν. Η φωτογραφία στην ταινία αυτή, όπως και σε άλλες δουλειές του Ντήκινς, πιάνει ακριβώς την «εσάνς» της ταινίας, και γίνεται ΟΧΗΜΑ αισθητικής προώθησης, χωρίς αυτό να φαίνεται αλλά είναι όλο δικό του, είναι η ατμόσφαιρα της ταινίας (διότι ατμόσφαιρα δεν έχουμε μόνο με τα «νουάρ», έχουμε και με τα «φωτισμένα» - κάθε ταινία πρέπει να έχει την ατμόσφαιρα της). Καταπληκτική συνεργασία σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας, όπου δια του Ντήκινς φωτίζονται και τα ντεκόρ, οι απίστευτα αναρίθμητοι χώροι και μου κάνει εντύπωση ότι γενικώς έχει αποφευχθεί από τον διευθυντή σκηνογραφίας η υπερφόρτωση στα set. Η μουσική συμβάλει τέλεια στη διακριτικότητα που απαιτείται, στο μοντάζ δεν ξέρω πόσο πιστώνονται κάποιες εναλλαγές που δίνουν ρυθμό κι αν αυτά δεν τα είχε έτσι το σενάριο οπότε ο μοντέρ , σε αυτή την περίπτωση, φρόντισε να το διαφυλάξει σαν κόρη οφθαλμού..
Κι όλο μαζί, προσφέρει μια ωραία ψυχαγωγία.
Δεν κατάλαβα γιατί μια ταινία με όλα τα παραπάνω και με το τελικό συμπέρασμα , δεν είναι μια καλή ταινία. Τι είναι καλή ταινία δηλαδή; Όχι, για να ξέρουμε…