Καταρχάς το δίδυμο ΝΤΟΥΕΙΝ ΤΖΟΝΣΟΝ και ΤΖΕΪΣΟΝ ΣΤΕΗΘΑΜ λειτουργεί εξαιρετικά. Δένουν υπέροχα ως ήρωες δράσης σε περιπέτεια δράσης η οποία διαρκώς «αυτο-υπονομεύεται» από χιούμορ και το δίδυμο τους καταφέρνει να γίνεται κράμα δράσης και κωμικότητας.
Στον ίδιο τόνο ακολουθούν κι οι άλλοι ηθοποιοί, ξεκινώντας από τον ΙΝΤΡΙΣ ΕΛΜΠΑ που διαθέτει προσωπικό εκτόπισμα σαφέστατο και παίζει στην ίδια ευθεία με το ντουέτο ,προχωράμε στην ΒΑΝΕΣΑ ΚΙΡΜΠΥ που παίζει με σοβαρότητα ένα κωμικό ρόλο καταφέρνοντας έτσι όλη τη σύμβαση της υπερβολής που είναι απαραίτητη για το είδος αυτό και φτάνουμε ως την ΕΛΕΝ ΜΙΡΕΝ! Α, την ΕΛΕΝ ΜΙΡΕΝ. Την οποία είχα δει σε κάτι ανάλογο και το καλοκαίρι στην «ΑΝΝΑ» του ΛΥΚ ΜΠΕΣΟΝ και κακώς δεν είχα γράψει τότε κριτική για την ταινία, όπως και σε άλλα blockbusters που προέρχονται από κόμικς ή δεν προέρχονται.
Κι αξίζει ιδιαιτέρως να σταθεί κανείς σε αυτό, επειδή με την ίδια απαξιωτική επιπολαιότητα που αντιμετωπίζεται το είδος από την «κριτική», αντιμετωπίζονται κι οι ηθοποιοί που συμμετέχουν σε αυτό. Ποιος τους είπε ότι όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί που βλέπουμε κατά καιρούς να συμμετέχουν σε έργα τέτοιου είδους είναι «πεινάλες» ή πάνε μόνο για την «κονόμα». Ποιος ΔΕΝ τους είπε ότι ο ηθοποιός έχει ανάγκη καλλιτεχνική κι αυτά τα είδη, ότι τον βοηθούν να αλαφρύνει το παίξιμο του, να ψάξει να βρει διαφορετικούς τόνους προσέγγισης από εκείνους στους οποίυς καταφεύγει - και τους έχει μάθει καλά!- όταν αναμετράται με τους σοβαρούς ρόλους που γνωρίζει την τεχνική τους και την κατέχει. Ποιος, επίσης, δεν τους είπε ότι ο ηθοποιός έχει ανάγκη να ψάχνεται και στα άλλα είδη όταν θέλει να προχωρήσει στην απόλυτη κατάκτηση της Τέχνης του.
Κι ‘όχι μόνο οι ηθοποιοί! Μα κι οι άλλοι κινηματογραφικοί δημιουργικοί συντελεστές. Θυμάμαι έναν μοντέρ που ενώ τον πολιορκούσε σοβαρός, οσκαρικός σκηνοθέτης για να αναλάβει την επερχόμενη φιλόδοξη ταινία του, ο μοντέρ την τελευταία στιγμή «λάκισε» αποδεχόμενος πρόταση για ένα θρίλερ και μάλιστα όχι από τα πρωτοκλασάτα ως παραγωγή. Και ξέρετε τι μου είχε πει; «Είναι μια ευκαιρία να δω τι μπορώ να κάνω και με αυτό το είδος, το άλλο το ξέρω, το έχω κάνει πολλές φορές».
Αυτή είναι η Τέχνη του Κινηματογράφου κι έχει πολλά μυστικά, για αυτό και δεν πρέπει να υπάρχουν περιφρονημένα είδη. Τουλάχιστον αν κάτι μας διδάσκει ο Ταραντίνο στις ταινίες του και δη στην τελευταία, είναι ένας σεβασμός προς τα περιφρονημένα είδη του κινηματογράφου.
Στην περίπτωση βέβαια του μοντάζ, η ταινία που συζητάμε, το «FAST AND FURIOUS: HOBBS AND SHAW», δεν έχει κάποιον που δοκιμάζει τώρα την τύχη του στο είδος αλλά ένα ΣΤΑΡ ΜΟΝΤΕΡ του είδους στον οποίο ταινία, σκηνοθέτης, παραγωγή, βασίζονται ζωτικά. Είναι ο ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΡΑΟΥΖ, που πήρε ΟΣΚΑΡ ΜΟΝΤΑΖ για «ΤΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΜΠΟΡΝ» κι ήταν υποψήφιος τόσο στην «Πτήση 93» όσο και στο «Captain Phillips» με τον Τομ Χανκς.
Είναι αυτός, με τον οποίο ξεκινάς, αν θες να κάνεις μια ταινία σαν το «HOBBS AND SHAW». Και ξεκινάς με αυτόν διότι την καταιγιστική δράση που θέλεις ώστε να λειτουργήσει η ταινία σου και να μη γίνει όλο αυτό μια «άμορφη μάζα», μια αταξία περιπετειωδών σκηνών αλλά να έχουν ρυθμό κινηματογραφικότητας ώστε να παρασύρουν τον θεατή προς την κατεύθυνση ενός ψυχαγωγικού επιτεύγματος, χρειάζεται ένα τέτοιας κλάσεως μοντέρ.
Όπως βέβαια και το team των ήχχων όπου στην ταινία κάνουν θαύματα κι ειδικά όταν τη δεις σε αίθουσα με τους κατάλληλους, άρτιους εξοπλισμούς, η ταινία γίνεται απολύτως συναρπαστική. Ο μοντέρ σε συνεργασία με τους ηχολήπτες καταφέρνει και μεταβάλει σε ήχο κάτι που θα μπορούσε να είναι μόνο θόρυβος… .
Κι αυτό όλο επειδή υπάρχει σκηνοθέτης, θέλουν δεν θέλουν να το παραδεχτούν οι περιφρονητές. Είτε από σνομπισμό είτε από ανεπάρκεια.
Κι ο σκηνοθέτης ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΙΤΣ είναι περίπτωση που αξίζει να ασχοληθούμε ως προς το είδος της ταινίας που μας έδωσε. Εκεί που τον παραδέχτηκα είναι στον ενιαίο κωμικό τόνο που κατόρθωσε να δώσει σε όλους τους ηθοποιούς και να παίζουν τόσο ενορχηστρωμένα ώστε να μην υπάρχει παραφωνία, να μην ξεφεύγει κανείς κι ο τόνος αυτός δεν είναι εύκολος μια και πρέπει να υπάρχει το στοιχείο της «αυτο-υπονόμευσης» που ανέφερα πιο πάνω , χωρίς να γίνεται παρωδία, αλλά και να δικαιολογεί ως σύμβαση την υπερβολή και την απιθανότητα που το είδος αξιώνει ώστε να λειτουργήσει. Ο τόνος που πέτυχε δεν είναι εύκολος. ΚΙ εδώ βέβαια έχει συμβάλλει ο μοντέρ που ξέρει που να τους «κόψει», που να αφήσει λίγο παραπάνω ώστε να φανεί το κράμα κωμικότητα και δράσης στο παάιξιμο.
Τώρα, πως συνεργάστηκε με τους ηθοποιούς και το κατάφερε , αυτό μπορεί να είναι κι ένα μυστικό του επαγγέλματος. Τους δίδαξε; Τους έβαλε σε κλίμα; Τους έδωσε κατεύθυνση με βάση τους ρόλους και το είδος; Ωστόσο υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο που στην προσωπική μου αντίληψη γίνεται «καίριο» για να καταλάβει κανίς τη δουλειά του και να τον δει κι ως ξεχωριστή περίπτωση. Η δουλειά του Ντέηβιντ Λιτς, η βάση του, αφετηρία του, είναι… ΚΑΣΚΑΝΤΕΡ. Και σε αυτό εξειδικεύεται, στην σκηνοθέτηση των κασκαντέρ. Πάλι σκέφτηκα τον Ταραντίνο, θυμήθηκα το ρόλο του Μπραντ Πιτ, θυμήθηκα την κωμικόττητα της σκηνής που ο Πιτ πλάκωνε στις μάπες τον «Μπρους Λη» και κατάλαβα πως ο μπαγάσας ο Ταραντίνο είχε αποτυπώσει τη λανθάνουσα κωμικότητα των κασκαντέρ στην οθόνη.
Αυτή αακριβώς τη γνώση μεταφέρει στη σκηνοθεσία του ο Ντέεηβιντ Λιτς , αυτή την πείρα με ένα στοιχείο κωμικότητας αφού η χρήση των κασκαντέρ είναι αυτή που θα κάνει συναρπαστική την ταινία και θα χαρίσει στο κοινό απλόχερα τις υπερβολές αυτών των ικανοτήτων.
Με όλη αυτή τη γνώση λοιπόν και τις μεταξύ τους συνεργασίες ,βάζουμε και την καθαρότητα της φωτογραφίας και τη συνεργασία με τον ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑΣ (ΣΣ ας σταματήσει αυτό το «καλλιτεχνική διεύθυνση» λες και μιλάμε για … καμπαρέ επειδή θέλουν να μεταφράσουν επακριβώς το «art direction» αλλά δεν βγαίνει νόημα) όπου η φωτογραφία προχωρά σε συνθέσεις φωτιστικές που είναι κι αιτούμενο άλλωστε της μεγάλης παραγωγής, κι έχουμε μπροστά μας ένα έργο μεγάλης ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΗΣ σημασίας.
Και βέβαια, επειδή έκανα πολύ λόγο περί χιούμορ, αυτό δεν έχει έχει έρθει ουρανοκατέβατα. Δεν μπορεί δηλαδή ο σκηνοθέτης από μόνος του (ή οι ηθοποιοί από μόνοι τους, όπως νομίζουν οι αδαείς) να τα κάνει έτσι στον αέρα. Το έργο έχει και ΣΕΝΑΡΙΟ. Για αυτό και πετυχαίνει τις κωμικότητες ο σκηνοθέτης σκεφτόμενος ως stuntman. Σενάριο του είδους, το οποίο έχει όμως υπόθεση, υπόθεση τέτοια ώστε να κρατά το θεατή με μια ιστορία που τον κατευθύνει και δεν βλέπει ξεκούδουνες συγκρούσεις αυτοκινήτων ή σκηνές δράσης. Φτιάχνει χαρακτήρες , του είδους πάντα, ξέρει να αφηγηθεί, μας κάνει ανατροπούλες με το ρόλο κάποιων προσώπων που άλλα νομίζαμε κι άλλα θα μας πουν τα διάφορα switch , τα «γυρίσματα» της πλοκής και της ιστορίας…. Με ένα πρώτο κάδρο, που ξεκινά από σενάριο , βλέπουμε πως ξυπνούν το πρωί σε κάδρο τεμαχισμένο οι δύο βασικοί χαρακτήρες, ποιος ξυπνα μόνος του, ποιος με γυναίκα, τι συμβαίνει παρακάτω θα μάθουμε στη ζωή του καθένα, με ένα τρόπο που στα ελαφρά πλαίσια χρειάζεται ώστε η περιέργεια να μη χαλαρώνει, θα δούμε ένα μικρό κοριτσάκι να συναντά αυτός που ξυπνά μόνος, δεν θα δούμε στην άμεση συνέχεια μόνιμη γυναίκα στον άλλο,, θέλω να πω, ότι μας γνωρίζει χαρακτήρες με δική τους ζωή, και μας κάνει να θέλουμε να μάθουμε για τον καθένα.. Και μαθαίνουμε αυτά που είναι να μάθουμε κι η εξέλιξη μας υπενθυμίζει διαρκώς ότι υπάρχει σενάριο κι ότι είναι αυτό που κατευθύνει αυτό όλο που βλέπουμε.
Τώρα για την υπόθεση, ε, τι να σας πω;… Ανακατεύονται μυστικές υπηρεσίες, μέχρι το Μ16, αλλά κι η CIA, κι ένας σατανικός τύπος που θέλει να ελέγξει τον πλανήτη κι όλα αυτά γύρω από έναν ιό που τον κατέχει μία πρακτόρισσα η οποία εξαφανίστηκε… και γίνεται καθοδόν της τρελής. Και στο φινάλε έχουμε μια μεγάλη σεκάνς στα νησιά Σαμοα που είναι κι έξυπνη και πρωτότυπη κι απίθανα διασκεδαστική κι έχει και σεναριακό υπόβαθρο.
Γι αυτό και θεωρώ ότι το καίνε με τη χρήση του «Fasst and Furious» στον τίτλο διότι άλλα πράγματα θα περιμένει κανείς κι άλλα μας προσφέρει η ταινία, πολύ πιο ωραία. Τώρα, αν με αυτό τον τρόπο θεώρησαν τα μεγαλοστελέχη ότι το πουλάνε καλύτερα κι ότι έτσι θα βγάλουν περισσότερα λεφτά…, τι να πω.. Μπορεί και ναι ως προς το χρήμα, μπορεί και όχι ως προς τους θεατές εκείνους που θα ήθελαν να δουν αυτό που είναι η ταινία αλλά όχι ένα ακόμα «Fast and furious» με τα αυτοκίνητα να τρέχουν κλπ, κλπ