Πολλή συζήτηση σηκώνει το όλο θέμα, κυριως, όπως τα δείχνει η ταινία. Σχετικά με τη σκηνή του βουτύρου στο περίφημο φιλμ «Το τελευταιο τανγκό στο Παρίσι» που καλλιτεχνικά ήταν η αποθέωση της Τέχνης του Αυτοσχεδιασμού κι η συνεργασία πάνω σε αυτό από τον σκηνοθέτη Μερνάρντο Μπερτολούτσι και τον πρωταγωνιστή σούπερ σταρ Μάρλον Μπράντο. Όμως εδώ διαφαίνεται κι ένα θύμα: Η πρωταγωνίστρια Μαρία Σνάιντερ η οποία δεν είχε ιδέα για αυτό που πρόκειτο να συμβεί και θεωρήθηκε κακοποιημένη από τους συνεργάτες της.
Στην προηγούμενη ταινία του ΠΑΟΛΟ ΤΖΕΝΟΒΕΖΕ, «Τέλειοι Ξένοι», είχα προσδιορίσει διασταύρωση Ινγκμαρ Μπέργκμαν και Νηλ Σάιμον. Στο «Αγάπη=Τρελα», πάμε σε κάτι ακόμα πιο ακραίο: Τη συνύπαρξη Χορού αρχαίου δράματος με «Τα μυαλά που κουβαλάς» της Pixar
Κάποτε, όταν με μάθαιναν σινεμά, κάποιοι πολλοί σοβαροί και βαθιά καταρτισμένοι δάσκαλοι, μου έλεγαν περί τραγουδιών ή και περι μουσικής ακόμα, ότι σκέτα τα τραγούδια ή και μια θεματική μελωδία, δεν μπορεί να αποβαίνουν ως κριτήρια κυρίαρχα για την αξιολογηση μιας ταινίας. Διότι, αυτό που μετράει, είναι η χρήση των τραγουδιών κι η κινηματογραφική αξιοποίηση τους.
Τα θυμηθηκα με πολλή προσοχή εκείνα τα λόγια κι ας έχουν περάσει πολλές μα πολλές δεκαετίες. Τωρα που έβλεπα τον «Αζναβουρ».
Ανανέωση στο ΕΙΔΟΣ. Με τους Αγώνες Αυτοκινήτων. Κι η ανανέωση φέρει υπογραφή: ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΖΙΝΣΚΙ. Είναι ο σκηνοθέτης που υπέγραψε με τις ίδιες ανανεωτικές διαθέσεις το «TOP GUN:MAVERICK». Μόνο που οι ανανεώσεις σε αυτού του είδους τις ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ κινηματογραφικές δουλειές, περιλαμβάνουν πολλούς στην αφετηρία, πριν γίνει η εκκίνηση.
‘Η .μήπως έχουμε; ΚΙ είναι αυτό στο οποίο μας καταλήγει η ταινία , η οποία μας ξεκίναγε για αλλού; Και μήπως, τελικά, ο σωστός τίτλος της κριτικής θα ήταν «Η ΣΙΝΕ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΩΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ»; Μα και πάλι, ανατρέπεται το παραπάνω, κι ερωτά αντίστροφα «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΩΣ ΣΙΝΕ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ»; Τη στιγμή που πιά μαθαίνουμε ότι όλα όσα βλέπαμε δεν ήταν προϊόν αλλά επεξεργασία της ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑΣ μια και το φιλμ στηρίζεται σε αληθινη, αληθινότατη ιστορία που κι αυτό μας το φυλάνε για το τέλος.
Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ΒΑΣΙΛΗ ΚΕΚΑΤΟΥ κι έχουμε ένα πρώτο στοιχείο το οποίο δείχνει το δρόμο κι είναι θετικό (όπως θετικός είναι συνολικά κι ο απολογισμός πλην κάποιων επισημάνσεων που θα τις δειτε). Κι αυτό το πρώτο στοιχείο είναι ότι ως ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ξέρει να φτιάχνει ΚΛΙΜΑ. Και σε αυτό το κλίμα να εντάσσει ύφος, όψη, ηθοποιούς και σενάριο. Το κλίμα το φτιάχνει μεσω των ηθοποιών. Μεσω της διανομής. Είτε δικές του οι επιλογές είτε των casting directors, ο Κεκάτος ρυθμίζει τη σκηνοθεσία του μέσα από τα πρόσωπα.
Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ είναι ένα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ που έρχεται, όταν πάρει το κάλεσμα του Χρόνου, να δώσει και καλλιτεχνική υπόσταση, σε κάτι που θα έμοιαζε ξεχασμένο.
Τότε, σε αυτήν την περίπτωση, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΣΕΒΑΣΜΟΣ. Κι αναγνώριση τη αξίας, από εκείνους που είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τις αξίες και να τις παραδέχονται.
Ή Ιστορίες από τον Πόλεμο στις οποίες βλέπουμε δοκιμασίες ανθρώπων, εκείνων που πολέμησαν ή κάποια στιγμή λύγισαν ή κάποιων άλλων που αντέξανε.
Διότι στην περίπτωση του ΓΟΥΕΣ ΑΝΤΕΡΣΟΝ- φυσικά και δεν είναι ο μόνος- θα διαβάζετε και θα ακούτε περί «Γουες Αντερσον», και «τι δημιουργός είναι ο Αντερσον» και διάφορα τέτοια. Περί του τι έργο όμως είναι «ΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ» χωρίς να μπεί το όνομα στην αναφορά της υπόθεσης, δεν θα συναντήσουμε εύκολα.