Με το είδος ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ πολλοί κάτι παθαίνουν. Είτε είναι κριτικοί (και δεν υπαινίσσομαι τους Ελληνες- τις τερατωδίες απέξω τις δανείζονται κι οι δικοί μας) που δεν ξέρουν το είδος και δεν είναι σε θέση να σταθούν απέναντι τους είτε είναι θεατές, οι οποίοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Σε εκείνους που νομίζουν ότι πρέπει να μιλήσουν ως «κριτικοί» ώστε να δείξουν ότι… κατέουν πράμα (για να θυμηθούμε και τον «Πατούχα» του Κονδυλάκη) είτε άνθρωποι που δεν τους αρέσουν τα μουσικοχορευτικά προγράμματα. Για τους τελευταίους δεν έχω να πω τίποτα, το δικαίωμα στο γούστο είναι… συνταγματικό. Όμως είναι γούστο κι όχι θέσφατο- να τα λέμε κι αυτά.
Πολλοί αναγνώστες ίσως σαστίσουν με αυτό που προτάσσω στον τίτλο κι αναρωτηθούν «τι μας πέρασε;», «δεν είμαστε ειδικοί» και τέτοια. Το προτάσσω, και θα εξηγήσω παρακάτω με απλό τρόπο τι εννοώ, διότι αυτός ο ρυθμός είναι που μεταβάλει την ταινία σε άξια παρακολούθησης. Κι επειδή αυτή είναι η δουλειά της κριτικής αλλά η ουσιαστική δουλειά της είναι αυτό που θέλει να πει ΝΑ ΤΟ ΔΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Με ταινίες σαν το «COCO», συνειδητοποιείς κάθε φορά πόσο ψηλά έχει φτάσει το κινούμενο σχέδιο ως είδος και πως η PIXAR ως στούντιο του είδους βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην κορυφή και με τους καλλιτέχνες της παραδίδει μαθήματα.
Είχε προηγηθεί το «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΔΕΣ» (Anthropoid) και μη βγουν ως «μάνες στο σταυρό του πόνου» να συγκρίνουν το τωρινό φιλμ με εκείνο διότι κι εκείνο, το «ανθρωποειδές» δηλαδή, το είχαν κατασνομπάρει. Το οποίο «Ανθρωποειδές» έδειχνε το Χρονικό της Αντίστασης των Τσεχοσλοβάκων απέναντι στις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις και στον διαβόητο Χάιντριχ που είχε επεξεργαστεί το σχέδιο περί «τελικής λύσης» στην εξόντωση των Εβραίων κι έμεινε στην Ιστορία με την επωνυμία «Ο Δήμιος της Πράγας» (υπήρχε και μια τσεχοσλοβάκικη ταινία της δεκαετίας 60 με αυτό το θέμα και τον τίτλο). Το τωρινό φιλμ με ελληνικό τίτλο «Ο στόχος» και με αγγλικό το «the man with the iron heart» πάει στο ίδιο περιστατικό αλλά κάνει focus στον ίδιο τον Χάιντριχ. Κι αυτό το θεώρησα ως εξαιρετικά τολμηρό εκ μέρους τους αλλά κι ως ένα βαθμό, γενναίο.
Λένε- κι είναι απολύτως σωστό!- πως δεν φτάνει η μία ζωή του ανθρώπου ώστε να δει ΟΛΕΣ τις ΤΑΙΝΙΕΣ του πλανήτη, να διαβάσει όλα τα ΒΙΒΛΙΑ που έχουν γραφτεί σε ολόκληρο τον κόσμο, να ακούσει όλα τα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ και τις ΜΟΥΣΙΚΕΣ, να δει όλους τους πίνακες ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ και τα ΓΛΥΠΤΑ. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι στο διάβα της ζωής θα ενημερωθούμε μόνο επί των προβεβλημένων, εκείνων που έρχονται από χώρες δυνατές και που και που θα παίρνουμε είδηση και για μερικά ακόμα. Οσο κι αν σε ενδιαφέρει ο κινηματογράφος- για να μείνουμε στο προκείμενο- λόγω του παραπάνω δεν θα μπορέσεις να δεις όλα όσα έγιναν στο σελυλόιντ( αν κι η λέξη λόγω τεχνολογίας τείνει να γίνει παρελθόν) ή θα χάσεις και χάνεις καθημερινώς έργα καλά που γυρίστηκαν σε χώρες που δεν πιάνει ο ήλιος και που δεν είχαν την τύχη να τα περιλάβουν «ιερατεία» ή «συμμορίες», να τα εντάξουν στη θεωρία του auteur και να τα στείλουν σε κάποιο Φεστιβάλ. Το πιο απελπιστικό είναι πως από προβεβλημένες χώρες βλέπουμε τα περισσότερα τους, ακόμα και τις βλακείες τους ενώ από τα Φεστιβάλ και τη θεωρία του auteurμας έρχονται ως «εκπρόσωποι» των «τρίτων» χωρών ενίοτε εξαμβλώματα που μόνο έργα δεν είναι παρά μας αναλύουν οι κατά τόπους κριτικοί εκπρόσωποι ιερατείων και συμμοριών τι ήθελε να πει ο ποιητής στο αφόρητο κι ανολοκλήρωτο κι ερασιτεχνικό έργο που είδαμε και που το ίδιο το έργο αδυνατούσε από μόνο του να δείξει ή να ολοκληρώσει.
Προτάσσω το «μη fan» και ξεκαθαρίζω προς όσους καταλαβαίνουν ότι εδώ θα έχουμε μια άλλη «κριτική», που μπορεί και να μην είναι και να πρόκειται απλώς για περιγραφή μιάς εντύπωσης.
Και μόνο για αυτό, θα άξιζε να γίνει ταινία. Διότι , οπωσδήποτε, δύο άνθρωποι που μοιράζονται το ίδιο όνειρο, που βλέπουν κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, μοιραία ερωτεύονται. Αρα, θα είχαμε μια παράξενη ερωτική ιστορία. Και που θα τοποθετούσαμε τη δράση; Χμ! Στο πιο ασυνήθιστο μέρος: Σε ένα σφαγείο. Και πως θα εξελισσόταν αυτή η υπόθεση;
Βγήκε κι ο «μικρός κατάλογος» των 9 Ξενόγλωσσων Ταινιών που είναι αυτές από τις οποίες θα προκύψει η τελική πεντάδα για το ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ που θα ανακοινωθεί κι αυτή, μαζί με τις υπόλοιπες πεντάδες , στις 23 Ιανουαρίου 2018 όταν θα ανακοινωθούν επισήμως από την ΑΚΑΔΗΜΙΑ οι υποψηφιότητες όλων των κατηγοριών.
Αλήθεια, σε τι ακριβώς μας «μπέρδεψαν»; «Στο να βγάλουμε προγνωστικά για τα Οσκαρ» θα είναι η «λογική» απάντηση, η οποία αυτομάτως μετατρέπεται σε απολύτως ΠΑΡΑΛΟΓΗ. Διότι, συγγνώμη, μα τι είδους προγνωστικά είναι αυτά όταν δεν έχουμε δει τις ταινίες; Από δω και πέρα δεν χρειάζεται φιλοσοφία περί αναξιοπιστίας και άγνοιας του αντικειμένου.
Πριν προχωρήσω στην ταινία, επιτρέψτε μου να διευκρινίσω κάτι: Όταν πάμε σινεμά, πάμε για να δούμε ένα συγκεκριμένο έργο. Αυτό που εξετάζουμε είναι αν το ΕΡΓΟ μας άρεσε ή δεν μας άρεσε. Δεν πηγαίνουμε για να συγκρίνουμε το έργο με τα άλλα του ίδιου σκηνοθέτη-σεναριογράφου κι έτσι να έχουμε έτοιμο το φιλιππικό αποκαθήλωσης προς το πρόσωπο λόγω της τρισκατάρατης θεωρίας του auteur που στα χέρια ανίδεων ανθρώπων γίνεται κι εγκληματικό όργανο. ΚΙ όταν μάλιστα ο auteur εκτιμάται αλα καρτ, σε σχέση με άλλους ανάλογους προς τους οποίους έχουν έτοιμη τη δικαιολογία για κάθε αποκρουστική ανοησία που φτιάχνουν. Οι της θεωρίας του auteur, που καλύπτονται πίσω από τη θεωρία ώστε να κρύψουν δικές τους θεμελιώδεις αδυναμίες κριτικής κι ανάλυσης μιάς ταινίας, έχουν βάλει εδώ και χρόνια το Γούντυ Αλεν στο στόχαστρο. Για δικούς τους, ίσως και ψυχιατρικούς, πάντως όχι κινηματογραφικούς, λόγους. Κι εδώ και χρόνια, σε κάθε ταινία του, που, αντί να του εξάρουν την έμπνευση και την ακούραστη ετήσια παρουσία, τον ψέγουν διαρκώς, διαβάζουμε σχόλια περί «αποκαθήλωσης του ειδώλου», πως «κάνει κάθε χρόνο την ίδια ταινία» (δεν ξέρω στο «WONDER WHEEL» με ποια άλλη ταινία έψαξαν και βρήκαν ομοιότητες) και διάφορα άλλα που βαριέμαι να παραθέσω. Κλείνω τον πρόλογο με την ΡΗΤΟΡΙΚΗ ερώτηση: Οι αναγνώστες θέλουν να ξέρουν αν είναι καλή η ταινία που θα πάνε να δουν και τι είδους ταινία είναι ή αν είναι η καλύτερη του Γούντυ Αλλεν;