Το «ΛΉΣΤΕΙΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ» είναι μεξικανικό φιλμ με πρωταγωνιστή τον ΓΚΑΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΠΕΡΝΑΛ και το απόλαυσα τόσο ως ταινία όσο και σε αυτό που εκπροσωπεί και δεν είναι άλλο από την άνοδο και την εμφανή παρουσία του μεξικανικού σινεμά το οποίο τα τελευταία χρόνια κάνει αλματώδεις προόδους, υπηρετεί τα είδη, διδάσκεται τα είδη και βλέπει το σινεμά ως σινεμά κι ως όχι ως βιομηχανία ή βιοτεχνία auteur ενώ παράγει auteur, αλλά αληθινούς, δηλαδή σκηνοθέτες υπογραφής. Και βλέπουμε πως το Χόλυγουντ στην απέλπιδα αναζήτηση ανανέωσης έχει ανοίξει την πόρτα διάπλατα στους Μεξικάνους κι οι ΑΛΦΟΝΣΟ ΚΟΥΑΡΟΝ, ΑΛΕΧΑΝΔΡΟ ΓΚΟΝΖΑΛΕΣ ΙΝΙΑΡΙΤΟΥ και ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ γίνονται κυρίαρχα πρόσωπα στο σινεμά του Σήμερα κι ανεβάζουν και την αμερικάνικη θερμοκρασία . Την ίδια ώρα στο Μεξικό, πολλοί συντοπίτες τους φιλοδοξούν να γίνουν κάτι σαν κι αυτούς.
Κι αποδεικνύεται πως έχουν τη δυνατότητα και τυχερότεροι όλων είναι οι θεατές.
Η «ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ» είναι ένα καθαρό φιλμ ληστείας μουσείου και θα μπορούσε άνετα να μπεί δίπλα στο «ΤΟΠ ΚΑΠΙ» του ΖΥΛ ΝΤΑΣΕΝ, την «ΚΑΥΤΗ ΠΕΤΡΑ» του ΠΗΤΕΡ ΓΕΗΤΣ και το «ΠΩΣ ΝΑ ΚΛΕΨΕΤΕ ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΔΟΛΛΑΡΙΑ» του ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΪΛΕΡ, χωρίς να έχει να ζηλέψει σχεδόν τίποτα από εκείνα. Το μόνο που του λείπει είναι το «γκλαμ» εκείνων αλλά δεν πρόκειται για παραγωγή του Χόλυγουντ μα της μικρής μεξικανικής κινηματογραφίας. Κι όμως, τόσο ως σενάριο όσο κι ως σκηνοθετική διαχείριση είδους και σεναρίου πετυχαίνει τα ίδια αποτελέσματα με τα άλλα. Κι έχει και κάτι να πεί.
Αυτό το «κάτι», που το έβαλα και στον πρόλογο είναι πως η ληστεία του Μουσείου Ανθρωπολογίας στο Μεξικό του 1985, πέρα από αληθινό γεγονός, σύμφωνα με τις πληροφορίες, που είναι και το τελευταίο που θα με ένοιαζε , δεν θα εξοβελίσουμε την φαντασία από τη σεναριογραφία, έχει να κάνει με «άποψη». Κι αυτό μάνι μάνι την κάνει διαφορετική από άλλες ληστείες όπως των παραπάνω αγαπημένων ταινιών . Οι ληστείες Μουσείων στα σενάρια των παραπάνω ταινιών γίνονταν για την κονόμα (αν και στην ταινία του Γουάιλερ υπήρχε επίσης και μια ανώτερη φιλοδοξία ως κίνητρο αλλά αποδεικνυόταν στο τέλος). Η ληστεία εδώ οργανώνεται από δύο φοιτητές και βασικά ο ένας, που τον παίζει ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, είναι ο ιθύνων νους και θέλει να διαπράξει τη ληστεία διότι έχει κι αυτός θυμούς σαν τον υπογράφοντα. Όπως οι θυμοί του υποφαινόμενου αφορούν στην Τέχνη και στην κριτική που ακολουθεί την αριστοτελική θεωρία περί εργοκεντρισμού και κατά του ποιητοκεντρισμού κι ότι εξετάζουμε το έργο κι όχι τις προθέσεις του ποιητή που δεν ξέρουμε ποτέ ποιες είναι, έτσι κι ο ήρωας της ιστορίας μας τα έχει με όλους εκείνους τους θεωρητικούς της Ιστορίας που ερμηνεύουν τις προθέσεις των ιστορικών προσώπων «λες και τις ήξεραν». Αυτή η αυθαιρεσία, σύμφωνα με τις μελέτες του τον έχει οδηγήσει στην οργή και στην άρνηση που καταλήγει στα Μουσεία όπου εκεί καταλήγουν κλεμμένα έργα είτε επίσημης κλοπής είτε ανεπίσημης και τα οποία έχουν ως βάση μια διεστραμμένη κι αυθαίρετη εκτίμηση της Ιστορίας.
Και μέσα στη νεανική του τρέλα θέλει να δώσει μια απάντηση, να κλέψει τα έργα για να τα προστατέψει. Παρασύρει κι ένα φίλο του και με τη συνεργασία τρίτου προσώπου για τα μετά, βάζουν μπρος το σχέδιο.
Το πρώτο μέρος αφορά στην προετοιμασία αλλά και στη ληστεία του υπό ανακαίνιση Μουσείου, όπου έχει προλάβει να μας δώσει κι όλες τις πληροφορίες γύρω από τους ήρωες, τόσο τον κεντρικό που τον εξαντλεί σε ολοκλήρωση όσο και τον συμμετέχοντα που μας τον δίνει τόσο όσο τον χρειάζεται το σενάριο μια και δεν τους θέλει επί ίσοις όροις παρά τον δεύτερο τον θέλει ως συμπληρωματικό του πρώτου.
Δεν μας έχει δώσει όμως μόνο τις πληροφορίες αλλά μας έχει εκθέσει, σεναριακά και σκηνοθετικά, και τις διαθέσεις της ταινίας που εναλλάσσει κωμικό με δραματικό, το δραματικό δεν είναι τόσο βαρύ όπως και το κωμικό δεν είναι μπαλαφάρικο, το στοιχείο του σασπένς είναι διαρκώς στην οθόνη, με σύντομες σκηνές πάει την ιστορία συνεχώς παρακάτω, και στη μέση της ταινίας η ληστεία έχει ολοκληρωθεί. Εχουμε λοιπόν άλλη μιά ώρα μπροστά μας. Τι πρόκειται να μας δείξει;
Αυτό που μας δείχνει ως δεύτερο μέρος αφορά σε κάτι που με απασχολεί πάντα όταν διαβάζω στον Τύπο για τέτοιου είδους ληστείες. Μα πως θα μπορέσουν να τα πουλήσουν αυτά τα εκθέματα αν θελήσουν να τα πουλήσουν; Δεν καταλαβαίνουν οι ληστές τέτοιων μεγάλων επιχειρήσεων πως αυτά τα εκθέματα στ εξής θα είναι «σημαδεμένα» ή «σεσημασμένα» κι ότι με την πρώτη εμφάνιση θα τους γραπώσουν;
Πάνω σε αυτό τον καμβά ξεκινά η επιχείρηση του δεύτερου μέρους η οποία συνεχίζεται στο ίδιο πνεύμα, στον ίδιο τόνο με το πρώτο μέρος, οι θεατές έχουμε ταυτιστεί πλήρως με τους ήρωες, συμμεριζόμαστε την αγωνία τους γελάμε που και που με τις γκάφες τους αλλά όλο και λιγότερο ενώ το σενάριο συνεχίζει την ένδοξη πορεία του στα πεδία του είδους, οδηγεί τους χαρακτήρες στη λύση και στην κάθαρση ώστε να έχουν πληρότητα, η περιπέτεια τους φτάνει μέχρι το Ακαπούλκο όπου εκεί φαίνεται ο περιορισμένος προϋπολογισμός της παραγωγής αλλά δεν μας πειράζει διότι το Ακαπούλκο δεν αντιμετωπίζεται φτωχοσυγγενικά. Αντιμετωπίζεται ως στοιχείο της συγκεκριμένης ταινίας , που η αντίληψη της εικόνας και της αισθητικής έρχεται στα πλαίσια των φτηνών από άποψη κόστους μικρών παραγωγών κι εκείνο που έχει σημασία είναι το τι γίνεται. Η φωτογραφία εξυπηρετεί αυτή την αντίληψη, δεν είναι φωτογραφία για βράβευση, είναι όμως φωτογραφία κλίματος ώστε να μην έχει απαιτήσεις μεγάλης παραγωγής ο θεατής και χάσει την ουσία επειδή δεν μπορούσαν να του δείξουν το Ακαπούλκο όπως το ξέραμε τον καιρό που το είχε επιλέξει ως αποκλειστικό τόπο των διακοπών της η Λάνα Τάρνερ…
Κι η σεναριάρα έχει και σκηνή πάνω σε αυτό που με απασχολούσε ανέκαθεν σχετικά με τη μοίρα των κλοπιμαίων και δείχνει ότι στις κινηματογραφικές σχολές του Μεξικού τους μαθαίνουν πράγματα και θάματα.
Ο σκηνοθέτης είναι ικανότατος, ονομάζεται ΑΛΟΝΣΟ ΡΟΥΙΖΠΑΛΑΣΙΟΣ, συμμετέχει και στο σενάριο με συνεργάτη τον ΜΑΝΟΥΕΛ ΑΛΚΑΛΑ, και δείχνει ότι κατέχει το άθλημα και μπορεί να κάνει και μικτό είδος, να παντρέψει το αστυνομικό με την κομεντί και να στηρίζεται σε χαρακτήρες.
Εργο για τις αίθουσες.