Κι αυτά που συναισθάνθηκε τα μετέπλασε σε σενάριο μαζί με συνεργάτες κι έφτιαξε μια ιστορία η οποία δείχνει ακριβώς αυτή την ψυχή και τοποθετεί τη δράση στη δυσκολότερη περίοδο της Ιστορίας του νησιού, στην «ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ» όπως την έχουν ονοματίσει οι Κουβανοί – όπως οι Αμερικάνοι την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης και του οικονομικού κραχ που ακολούθησε, την έχουν βαφτίσει σε «prohibition era» ,όπως εμείς εδώ όταν θέλουμε να μιλήσουμε για πείνα χρησιμοποιούμε τη λέξη «Κατοχή» για την περίοδο 1941-44 (ειδικά για το ’41 και ’42..) έτσι κι οι Κουβανοί έχουν δώσει όνομα στα χρόνια 1990-94 , που ήταν τα χρόνια της μεγάλης πείνας και της αφόρητης ένδειας. Είναι τότε που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, κατέρρευσε μαζί του ολόκληρο το Ανατολικό Μπλοκ και διαλύθηκε κι η Σοβιετική Ενωση. Ξαφνικά η Κούβα τότε ξέμεινε από πελάτες, από προστάτες, από συμμάχους. Δεν είχε ούτε να δώσει ούτε να πάρει. Πείνα και δυστυχία απλώθηκαν σε ολόκληρο το νησί, έλειπαν ακόμα και τα απολύτως απαραίτητα. Τους έκοβαν το ηλεκτρικό πολλές ώρες τη μέρα, υποσιτίζονταν, περνούσαν από γιατρούς που τους εξέταζαν το βάρος ώστε να δουν τι θα κάνουν με τον υποσιτισμό των πολιτών , άρχισαν τότε μαζικές έξοδοι με σχεδίες προς το Μαϊάμι των Ηνωμένων Πολιτειών που βρίσκεται ακριβώς απέναντι και διακρίνεται από τις ακτές, έφευγαν με σχεδίες, πνίγονταν στη θάλασσα ή τους κατασπάραζαν οι καρχαρίες του Ατλαντικού. Κι όλα αυτά για την απόγνωση.
Όπως μου είχε εξομολογηθεί κάποιος μπάτσος στο Τρινιδάδ , πιστός στο καθεστώς, πως ο ίδιος συμμετείχε σε διευκολύνσεις απόδρασης με σχεδίες διότι ήταν κι άτυπη προτροπή του Φιντέλ για κάτι τέτοιο, επειδή ο κόσμος ξεσηκωνόταν λόγω πείνας κι από φόβο μη κι η κατάσταση οδηγηθεί σε ανεξέλεγκτη έκβαση, άφηνε να φύγουν εκείνους που ήθελαν να φύγουν.
Όμως, μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό, οι άνθρωποι κατάφεραν να σταθούν όρθιοι. Κι είναι αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση το περισσότερο, κι είναι αυτό που είχα πάρει μαζί μου φεύγοντας από την Κούβα, αυτή η περίεργη ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων για τη Ζωή. Μια άλλη φιλοσοφία. Πως υπάρχει κάτι βαθύτερο με το οποίο μπορούν κι επιβιώνουν.
Κι αυτά όλα τα ξαναβρήκα, τα ξαναείδα μπροστά μου, ακριβώς έτσι, στην οθόνη του κινηματογράφου. Βλέποντας αυτή την ταινία.
Το είχα αποδώσει όλο αυτό των Κουβανών, όσο έμεινα κι όσο τους έζησα, στο αφρικανικό DNA τους που έρχεται και μπλέκεται με την Καραϊβική και παράγει μια άλλη καθημερινή φιλοσοφία. Μια αχαλίνωτη σχέση με το σεξ, ένα πάθος που δεν ορίζεται, μια διαφορετική σχέση με τη Ζωή και το Θάνατο, η έμφυτη σχέση με τη μουσική και το χορό ακόμα κι όταν δεν το επιτρέπουν τα κιλά τους ή από ηλικία κι ανημπόρια δεν τους βαστούν πιά τα πόδια τους..
Μα κι αυτό το βρήκα στην ταινία. Το είδα κι αυτό όπως κι όλα τα προαναφερθέντα κι όλα αυτά τα είδε στην Κούβα κι ο Κολομβιανός που έκανε το φιλμ. Για το αφρικανικό DNA μιλά κι ένας χαρακτήρας του δράματος, ένας που ετοιμάζεται να την κοπανήσει με σχεδία για τις ΗΠΑ. Λέει και μια άλλη καταπληκτική φράση προς τον ηλικιωμένο κεντρικό ήρωα : «Γέρο μου, είσαι σαν κι αυτό εδώ το ερειπωμένο κτίριο. Κι αυτό το κτίριο είναι σαν την χώρα. Δεν επισκευάζεται αλλά και δεν κατεδαφίζεται!»
Διότι όλα όσα σας έγραψα παραπάνω δεν είναι μάθημα Ιστορίας, περιγραφή του σεναριακού πλαισίου είναι, στο οποίο θα κινηθεί η ιστορία που θα δούμε. Κι αυτό το πλαίσιο μπαίνει και βγαίνει κάθε τόσο στην ταινία , η εξέλιξη της πλοκής και του μύθου κι η ανάπτυξη των χαρακτήρων, τόσο των δύο βασικών όπως και των επικουρικών, συνδέονται άμεσα με το χώρο και την κατάσταση, με απλά λόγια ΕΧΟΥΝ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟ, ΕΧΟΥΝ ΡΙΖΕΣ! Μεγάλη υπόθεση αυτό στην Τέχνη και ειδικότερα στη σεναριογραφία!!!!!!!!!!!!
Το story, όμως, που εντάσσεται σε αυτό πλαίσιο καθώς κι η σκηνοθεσία που το ακολουθεί και το αναδεικνύει ακριβώς επειδή εναρμονίζεται μαζί του, δεν είναι ένα άμεσο πολιτικό δράμα. Ούτε ένα κήρυγμα ούτε τίποτε τέτοιο. Είναι μια τρυφερή, αγαπησιάρικη έως και βαθύτατα ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο γερόντια, που εξακολουθούν να ποθούνται και να κάνουν και σεξ. Είναι δύο απίθανοι τύποι ο γέρος κι η γριά, που κοιτάνε να την βγάλουν όσο πιο καθαρή μπορούν στην πείνα που μαστίζει, στο σπίτι που ερειπώνεται, στο πολύφωτο που δεν ανάβει και κινδυνεύει να πέσει καμιά ώρα να τους πλακώσει. «Σκέψου» λέει κάποια στιγμή ένας εκ των δύο στον άλλο «να πεθάνουν δυό υποσιτισμένοι γέροι στην Αβάνα όχι εξ αιτίας της ασιτίας αλλά λόγω του πολυελαίου που τους ήρθε στο κεφάλι». Το έργο έχει διαρκές ,κι απίστευτο χιούμορ. Το χιούμορ και η γλύκα το διαπερνούν διαρκώς. Αυτή η φτώχια έτσι όπως αποτυπώνεται στο φιλμ κι όπως αναδεικνύει τους ήρωες, προσφέρει στον θεατή τρομερή ΕΥΦΟΡΙΑ. Και γλύκα ατελείωτη.
Ο γέρος λοιπόν κάνει κάτι μικρολαθρεμποριάκια με πούρα μπας και τη βγάλουν, η γριά δουλεύει πλύστρα και το βράδυ εμφανίζεται με μια μπάντα σε ένα από αυτά τα αναρίθμητα club της Αβάνας που δεν χρειάζεσαι πολυτέλειες, πας κι ακούς και «φεύγεις».. Μιά μέρα η γριά βρίσκει μέσα στον κάδο με τα άπλυτα εκεί που δουλεύει, μία κάμερα. Την παρακρατεί , την πάει στο γέρο, του λέει να την πουλήσουν, ο γέρος φοβάται μην τους πιάσουν, τελικά η κάμερα θα φτάσει στα χέρια ενός «μαυραγορίτη» και λαθρέμπορα, που θα τους δώσει κάτι ψιχία, αλλά με αυτά θα φάνε λίγο χοιρινό. Μα τους περιμένουν… πλούτη. Διότι μέσα στην κάμερα υπάρχει φιλμ όπου ερασιτεχνικά ο γέρος με τη γριά το είχαν ανοικτό όταν έκαναν το τρυφερό τους σεξ. Και το φιλμ ανακαλύπτεται τυχαία από τον μαυραγορίτη ο οποίος το σκέφτεται εμπορικά, το δείχνει σε τουρίστες από εκείνους που πάνε στην Κούβα έχοντας στο μυαλό τους «αλλόκοτες καταστάσεις», οι τουρίστες δίνουν του κόσμου τα λεφτά,ο λαθρέμπορας το ανατυπώνει και το πουλά πλουσιοπάροχα και ζητά από το γέρο και την γριά να συνεχίσουν να καταγράφουν τις ερωτικές τους συνευρέσεις διότι οι τουρίστες τις ζητούν κι αποφέρουν κονόμα…
Περιττό να πω, κι εδώ αξίζει ένα ακόμα «μπράβο» ο σκηνοθέτης ως σκηνοθέτης, που κατάφερε με δύο γυμνά, γερασμένα σώματα, να δείχνει ερωτική πράξη, να τους δείχνει γυμνούς κι όχι αποστροφή να μην προκαλείται αλλά να απολαμβάνεις τη γλύκα τους διότι αυτοί καταγράφουν τον έρωτα που θα έκαναν έτσι κι αλλιώς. Και τι ωραίο πράγμα που είναι να μην έχει ο έρωτας ηλικία ούτε σταματημό, να ποθούνται οι δύο άνθρωποι και να το απολαμβάνουν τόσο πολύ και οι δύο και σε αυτή την ηλικία μετά από τόσα χρόνια ερωτικής συνύπαρξης….
Κι έρχεται κι η ανατροπή η οποία είναι άκρως δραματική, μας έχει προετοιμάσει από νωρίς αλλά πολύ διακριτικά, σχεδόν ως υπόδειξη, ούτε καν ως επίσημη αναφορά, και δεν θα πω τίποτε επ αυτού διότι καλείται ο θεατής να το ζήσει και να το απολαύσει. Θα πω μόνο δύο πράγματα: 1) όπως δεν μας απώθησε η ερωτική συνεύρεση δύο γερασμένων σαρκών, έτσι και δεν μας ψυχοπλακώνει, αντίθετα μας γλυκαίνει, η δραματική στροφή του σεναρίου που είναι να μας οδηγήσει στο φινάλε, 2) είναι πολύ δουλεμένες οι ατάκες του φινάλε, πολύ περιεκτικά γραμμένες, που σοφά το σενάριο επέλεξε να μας μιλήσει και για το κλείσιμο της ζωής στην Κούβα, για τον Θάνατο. Και δείχνει τη φιλοσοφία του κουβανικού λαού και πάνω στο θάνατο είτε στην εκδοχή της απόδρασης με τη σχεδία είτε στο να μείνεις και να πεθάνεις στην Αβάνα.
Μόνο γλύκα παίρνει κανείς μαζί του, μόνο ευφορία, μόνο λατρεία για αυτό το γεροντικό ζευγάρι που δεν έχω νιώσει ποτέ στο σινεμά όσα έργα κι αν έχω δει με γεροντικά ζευγάρια, παιγμένα κι από μεγάλους ηθοποιούς, σαν κι αυτό που ένιωσα με τούτους τους δύο. Τους αναφέρω ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ, είναι ο ΑΛΝΤΕΝ ΝΑΪΤ κι η ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΛΥΝ – η τελευταία είναι μεγάλο όνομα στην Κούβα, στο θέατρο, στην τηλεόραση και στο τραγούδι. Η Λυν ερμηνεύει με τη φωνή της και τραγούδια της ταινίας και βγάζει ακόμα περισσότερη γλύκα. Κι ο Νάιτ, τι ωραία που παίζει τον γέρο του, που τον αποκαλούν «Βίκτωρ Ουγκό»
Ο Βίκτωρ Ουγκώ κι η Καντελάρια!
Ένα καινούργιο ζευγάρι της κινηματογραφικής μυθοπλασίας. Τους αγαπώ όσο την Κέιτι Μορόσκι και τον Χάμπελ Γκάρντινερ, το ζευγάρι του "THE WAY WE WERE"
Ο Βικτωρ Ουγκώ κι η Καντελάρια.