Αποτυχίες υπάρχουν πολλών λογιών. Υπάρχουν οι φιλόδοξες προσπάθειες που δεν καρποφόρησαν, υπάρχουν οι «αρπαχτές» που πήγαν να ξεγελάσουν, υπάρχουν οι κακές διαχειρίσεις σε θέματα παραγωγής (εφόσον μιλάμε για κινηματογράφο!!!) , υπάρχουν… ων ουκ έστιν αριθμός.
Ο «CHE», που χωρίζεται σε δύο μέρη και στις Κάννες του 2008 δοκιμάσαμε μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία, έξω από κάθε λογική, να μας τη δείξουν ολόκληρη, και τα δύο μέρη μαζί το ένα κατόπιν του άλλου, σε διάρκεια που έφτανε τις 6 ώρες κι η προσληπτικότητα μαζί με την ανθρώπινη αντοχή κατέθεσαν τα όπλα, είναι μία τέτοια. Μιά φιλόδοξη αποτυχία.
Φιλόδοξη διότι ο σκηνοθέτης ΣΤΗΒΕΝ ΣΟΝΤΕΡΝΜΠΕΡΓΚ πήγε να κάνει κάτι που αποδείχτηκε ότι δεν ήταν για τις δυνάμεις του ή επειδή νόμισε κάτι περισσότερο για τον εαυτό του ως auteur κι εκεί κάπου χάθηκε η μπάλα.
Κυρίως επειδή κάτι νόμισε πως με το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε θα έκανε την ταινία-τομή της κουβανικής επανάστασης. Δεν την έκανε διότι απλούστατα δεν υπάρχει ΣΕΝΑΡΙΟ.
Την κριτική δεν την γράφω από μνήμης, από την δυσάρεστη εκείνη εμπειρία των Κανών αλλά από δεύτερη επαφή, τωρινή, όπου είδα ξανά και ξεχωριστά την κάθε ταινία, το κάθε μέρος δηλαδή, και με διαφορά ημερών, ώστε να βάλω τα πράγματα στη θέση τους.
Η πρώτη ταινία, το πρώτο μέρος δηλαδή, ο «ΑΡΓΕΝΤΙΝΟΣ», που αφορά στην προετοιμασία της κουβανικής επανάστασης και στη σχέση με τον Φιντέλ Κάστρο, αποδείχτηκε στο τέλος καλύτερη από το δεύτερο μέρος, τον «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ» που αφορούσε στην επαναστατική δράση του Τσε Γκεβάρα στις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όταν αποφάσισε να παραιτηθεί από υπουργός του Κάστρο και να εξάγει την επανάσταση.
Αυτό που διαπίστωσα και στις δύο ταινίες και σε αυτό χρέωσα την αποτυχία, ήταν στο ΣΕΝΑΡΙΟ. Κι η Σκηνοθεσία ,με βάση αυτό το σενάριο αλλά και τις υπερφίαλες φιλοδοξίες του σκηνοθέτη της, δεν ήταν σε θέση να καλύψει τα κενά. ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΠΑΝΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ!!! Διότι αν κανείς αρχίσει να υμνεί την ταινία επειδή θέλει να υμνήσει τον Τσε ή τον Κάστρο ή την Κουβανική Επανάσταση, τότε, σίγουρα αυτό το πράγμα δεν θα λέγεται Κριτική Κινηματογράφου αλλά Σύγχυση Εννοιών.
- ΤΣΕ Ο ΑΡΓΕΝΤΙΝΟΣ
Η επίγευση του πρώτου μέρους καταλήγει πιο θετική, όπως είπα πιο πάνω, από την επίγευση του δεύτερου, κυρίως επειδή το κομμάτι «Κουβανική Επανάσταση» είναι πιο ελκυστικό. Δουλεύεται ωραία και παραλλήλως το σκηνοθετημένος με το ντοκυμαντερίστικο υλικό, κι επειδή υπάρχει ενδιαφέρον για τον Τσε, για τον Κάστρο, για την Κούβα, για την Επανάσταση, παρακολουθείται στο ξεκίνημα , ευχάριστα. Το ξεκινά από το Μεξικό του 1955 όπου τότε γνωρίστηκαν ο Αργεντίνος Τσε με τον Κουβανό Φιντέλ κι εκεί οργάνωσαν τον ερχομό τους στην Κούβα για την ανατροπή του διεφθαρμένου δικτάτορα Μπατίστα που ήταν και άνθρωπος της Μαφίας αλλά…. Μέχρι που τελειώνει το φιλμ, δεν μας έχει φωτίσει καμία πτυχή ούτε του καθεστώτος που ήρθαν να ανατρέψουν ούτε των επιπτώσεων παρά μόνο λεκτικά, ως σποραδικές ατάκες και κουβέντες. Αυτό περί διασυνδέσεων Μπατίστα με Μαφία είναι δικό μου, δεν το είδα στην ταινία, το ξέρω εξωκινηματογραφικώς. Ωστόσο εμείς περιμένουμε. Βλέπουμε παράλληλα και το μοντάζ με τα επίκαιρα εποχής, κι αυτό μας ανεβάζει το ενδιαφέρον για να συνειδητοποιήσουμε όμως ότι δεν είχαν περιεκτικότητα κι ουσία οι σκηνές παρά μόνο αναφορά. Εξαιρετική η φωτογραφία στο σκηνοθετημένο μέρος, την έχει κάνει ο ίδιος Σόντενμπργκ αλλά με ψευδώνυμο, δεν κατάλαβα γιατί δεν την υπογράφει με το όνομα του, που θα έλεγα ότι είναι και το καλύτερο στοιχείο της ταινίας μετά τον ΜΠΕΝΙΤΣΙΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ.
Εχουμε δει λοιπόν, μακρές σκηνές, που μοιάζουν σαν να θέλουν να δείξουν λεπτομέρειες αλλά τελικά λεπτομέρειες ουσίας δεν βλέπουμε. Όμως το μοντάζ γίνεται σωστά, επανέρχομαι κι επιμένω στο πάντρεμα με τα «επίκαιρα» που σε κάνει να περιμένεις, δεν βλέπουμε να φωτίζονται τα πρόσωπα γύρω από τον Τσε παρά μόνο να δηλώνονται, άρα δεν υπάρχουν ρόλοι για τον «Κάστρο» ή για τον αγαπημένο μου που ήταν κι αγαπημένος του Τσε «ΚΑΜΙΛΟ ΣΙΕΝΦΟΥΕΓΟΣ», ένα ηρωικό παλικάρι, ένας οραματιστής με τον οποίο δεν έχει ασχοληθεί όσο θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου η Ιστορία, που χάθηκε πρόωρα κι ύποπτα, και που η μισή νίκη της Σάντα Κλάρα που ήταν καθοριστικής σημασίας για την επικράτηση της Επανάστασης είναι δική του κλπ, κλπ. Αρα το «δεν υπάρχουν ρόλοι» σημαίνει «δεν υπάρχει σενάριο» που να φωτίζει πρόσωπα, να δραματοποιεί. Οπότε, δεν ξέρω πια ακριβώς ήταν η auter- ίστικη φιλοδοξία του Σόντενμπεργκ.
Και φτάνουμε στη μάχη της Σάντα Κλάρα, που αυτή η νίκη είναι που έφερε τους Επαναστάτες στην Αβάνα, διότι έτσι έκοψαν το νησί στα δύο και μπόρεσαν να βαδίσουν στην πρωτεύουσα και να την καταλάβουν. Ε, λοιπόν, κινηματογραφικά, η μάχη της Σάντα Κλάρα δεν είναι αντάξια αυτού που συνέβη, αντάξια των επιπτώσεων της στην Ιστορία της Κούβας, και μιλάμε για ταινία που φιλοδοξεί να είναι πιο πολύ ντοκυμαντερίστικη παρά ελεύθερης δραματουργίας.
Κι όταν τελειώνει το πρώτο μέρος και δεν βλέπουμε ούτε ίχνος από την κατάληψη της Αβάνας από τους Επαναστάτες, εκεί αρχίζουν τα… δέκατα κι η αναρώτηση γιατί είδαμε δυόμιση ώρες έργο που λέγεται «Τσε» κι αναφέρεται στη συμβολή του στην επικράτηση της Κουβανικής Επανάστασης. Χωρίς ρόλους για τους επώνυμους ή κι ανώνυμους Συντρόφους, με ολίγην από Σάντα Κλάρα κι απόλυτη απουσία από κατάληψη Αβάνας. Ποια ήταν σεναριακά η κάθαρση στο Α’ Μέρος; Αρα, δεν μπορεί να σταθεί το πρώτο μέρος ως αυτόνομη ταινία. Κάτι που ΔΕΝ είχε συμβεί με το «1900» του ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΜΠΕΡΤΟΛΟΥΤΣΙ όπου το Α’ μέρος ολοκληρωνόταν πλήρως κι άνοιγε απλώς πόρτα για το δεύτερο. Όπως είχε γίνει και με το «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ» των Σοβιετικών, του ΣΕΡΓΚΕΙ ΜΠΟΝΤΑΡΤΣΟΥΚ, που αναγωρίστηκε από την Ακαδημία των Οσκαρ ως καλύτερο από το δικό τους του Κινγκ Βίντορ με την Ωντρεϋ Χέπμπορν, κι είχε επίσης κυκλοφορήσει σε δύο μέρη και το πρώτο τέλειωνε με απόλυτη ολοκλήρωση.
Εδώ ενώ στην Ιστορία δικαιώνονται ως κάθαρση οι Επαναστάτες, κινηματογραφικά δεν βλέπουμε ως κάθαρση τη δικαίωση τους. Κι η θερμοκρασία κατεβαίνει κατακόρυφα.
- ΤΣΕ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ
Το Β’ Μέρος αφορά στον Επαναστάτη Τσε ο οποίος το 1965 αποφασίζει να παραιτηθεί από υπουργός του Φιντελ Κάστρο και να προχωρήσει στην διεθνή εξαγωγή της Επανάστασης στην οποία πίστευε. Μιλώ πάντα ΣΕΝΑΡΙΑΚΩΣ!!!!!!!!!!!!!!!
Εδώ υπάρχουν που και που, δυστυχώς όμως παρόμοιες ή παρόμοια γραμμένες, δραματικές συγκρούσεις, που όμως κι αυτές δεν έχουν δραματική ψυχή με αντάρτες στο βουνό, με χωρικούς, με κάποιες Αρχές , με ελάχιστα στοιχεία προσωπικής ζωής που να συμπληρώνουν προσωπικότητα , και με κάποια σύγχυση , καθαρώς σεναριακή, γύρω από το τι ακριβώς ήθελε να εξάγει ο ήρωας της ιστορίας μας, που είναι ο Τσε, και που ακριβώς βρίσκονταν τα προσκόμματα. Μια σκηνή λίγο πριν από το τέλος το κάνει πιο ανάγλυφο όλο αυτό με το «τι γυρεύεις στα εσωτερικά μας εσύ ένας ξένος; εμείς τα έχουμε φροντίσει από μόνοι μας» και μού ήρθαν στο νου ανάλογα στοιχεία υπαρξιακής ταυτότητας όπως στον «ΛΩΡΕΝΣ ΤΗΣ ΑΡΑΒΙΑΣ» ή στον «ΓΚΑΝΤΙ», που πραγματικά έδιναν δραματικό ενδιαφέρον στο βιογραφούμενο πρόσωπο.
Εδώ ούτε ξεκαθαρίσματα γίνονται, ούτε μάκρη δικαιολογούνται.. Σαν να μην ήθελε ούτε δραματουργικά να παρέμβη αλλά ούτε και ντοκυμαντέρ να κάνει.
Νομίζω ,για αυτό και το άφησα για το τέλος, επειδή απηχεί και τα δικά μου συναισθήματα συνειδητοποιήσεων, πως εδώ την πάτησε το φιλμ. Στο ότι ο Σόντενμπεργκ δεν ήθελε ούτε δραματουργική μετάπλαση αλλά ούτε και καθαρόαιμο ντοκυμαντέρ.
Το μεγάλο ατού της ταινίας ήταν και παραμένει ο ΜΠΕΝΙΤΣΙΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ, ο οποίος αναλαμβάνει μόνος του το καθήκον να εκφράσει μέσα από το πρόσωπο, τα μάτια ακόμα και το σώμα, τις διαθέσεις του Τσε, αβοήθητος όμως από το σενάριο που δεν του έχει σκηνές χαρακτήρων και ουσιαστικά συγκρούσεων με τα άλλα πρόσωπα ώστε να εμπλουτίζουν και το δικό του ρόλο και να αποκτά το έργο, κατά συνέπεια κι ο πρωταγωνιστικός ρόλος, ψυχή. Θυμηθείτε στο «Νονό» α και β, ακόμα και στον γ’ που σεναριακά δεν είναι δυνατός-μόνο σκηνοθετικά, πόσοι ρόλοι υπήρχαν γύρω από το κεντρικό πρόσωπο.
Για σινεμά μιλάμε όχι για Εκθεση Ιστορίας. Τον έφαγε τον Σόντενμπεργκ η σοβαροφάνεια. Ο Μπενίτσιο Ντελ Τόρο όμως πρόσθεσε ένα άστρο στα σιρίτια τα δικά του, τα προσωπικά του, τα ερμηνευτικά του.