Κι η ελληνική το έκανε κάποτε, πριν γίνει κρατική κινηματογραφία και μάλιστα «ΤΟ ΧΩΜΑ ΒΑΦΤΗΚΕ ΚΟΚΚΙΝΟ» είχε διακριθεί και στο Φεστιβάλ της Μόσχας κι ο απόηχος του είχε φτάσει μέχρι την πεντάδα του Ξενόγλωσσου Οσκαρ. Οι μελετητές αναγνώριζαν στην ταινία του ΒΑΣΙΛΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ σε σενάριο ΝΙΚΟΥ ΦΩΣΚΟΛΟΥ, ελληνικό λόγο πάνω στο είδος, μέχρι αναγωγές στην αρχαία τραγωδία αλλά κι ως πλαίσιο ιστορικό περιστατικό κοινωνικής αναφοράς και χάριζαν τα εύσημα. Τόσο πολύ που στην πεντάδα του Οσκαρ το είχαν προτιμήσει από την υποβολή της Γαλλίας που ήταν «Ο τρελός Πιερό» του Γκοντάρ. Και στη συνέχεια, ο Φώσκολος έκανε άλλα δύο γουέστερν, που τα σκηνοθέτησε ο ίδιος, τα οποία ήταν κι ωραιότατα κι έδειχναν τον ελληνικό λόγο πάνω στο είδος, το «ΟΙ ΣΦΑΙΡΕΣ ΔΕΝ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΠΙΣΩ» και το «ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΑΙΜΑ» αλλά οι κουμανταδόροι στη συνέχεια κι η κρατικοποίηση της κινηματογραφίας που ακολούθησε δεν άφησαν το είδος να προχωρήσει, όπως και κανένα άλλο, αφού σταδιακά τα κατάργησαν . Κι άρχισαν να παράγουν… «auteurs» (κι όχι «εξπέρ» ειδών»…)
Το αυστραλέζικο γουέστερν λέει μια δική του ιστορία πάνω στο είδος, ρίχνει μια δική του ματιά, ο καθένας από μας μπορεί να βρει ό,τι ομοιότητες θέλει, πιθανόν και να υπάρχουν, οι επιρροές είναι δεδομένες στην Τέχνη, παρθενογένεση δεν υπάρχει, μπορούν κι εδώ λοιπόν να βρουν ομοιότητες με το «Δώδεκα χρόνια σκλάβος», περισσότερο λόγω θέματος, μπορούν να βρουν ομοιότητες σε καθαρά κινηματογραφικό επίπεδο και με τους «Επαγγελματίες» του Ρίτσαρντ Μπρουκς κυρίως ως προς την απόδοση τοπίων και φωτογραφίας, κι είναι ανοικτό το θέμα προς μύριες όσες ορέξεις του καθενός περί εξεύρεσης ομοιοτήτων. Αν αυτό είναι ζητούμενο. …..
Όμως δεν είναι εκεί το θέμα κι ευτυχώς τα έργα δεν τα κάνουν κριτικοί.
Το «SWEET COUNTRY» είναι ένα δραματικό γουέστερν που ακουμπά στη ρατσιστική συμπεριφορά και προκατάληψη, κάπου στη Βόρεια Αυστραλία, όπου ένας υποτακτικός Αμπορίτζιναλ θα σκοτώσει ένα λευκό κάθαρμα που του πρόσβαλε τη γυναίκα και το περιστατικό θα οδηγηθεί σε δημόσια, υπαίθρια δίκη.
Αυτό που έχει την πρώτη αξία στο φιλμ είναι η προετοιμασία της κεντρικής υπόθεσης που μας εισάγει με πολύ καλό γράψιμο και με κινηματογραφικότατη απόδοση ,στα προεόρτια των όσων θα συμβούν, που μας γνωρίζει τα πρόσωπα τα οποία θα πάρουν μέρος στην υπόθεση και τα οποία θα εξελίσσονται με την εξέλιξη της ιστορίας καθαυτής.
Τα πρόσωπα όπως και τα περιστατικά είναι εμποτισμένα με δραματικότητα, κάθε τόσο ο θεατής δοκιμάζει αισθήματα αντίδρασης δικής του στα όσα συμβαίνουν, άρα οι άνθρωποι έχουν δική τους ζωή, είναι ολοκληρωμένοι ακόμα κι όταν δείχνονται μονολιθικά αν και στους περισσότερους διαπιστώνουμε διαρκώς αποχρώσεις.
Χωρίς να μιμείται, διδάσκεται από τα αμερικάνικα κι αναδύει στην επιφάνεια τους δικούς του «Ινδιάνους» ή «μαύρους» που είναι οι Αυστραλοί ιθαγενείς, οι γνωστοί ως Αμπορίτζιναλ… Και το έργο κι οι συντελεστές του γνωρίζουν τους κανόνες της αφήγησης και των στοιχείων του είδους.
Και το φινάλε κατορθώνει να προσφέρει ΚΑΙ κάθαρση αλλά ΚΑΙ μια δόση μελαγχολίας για το «όπου φτωχός κι η μοίρα του» ως προέκταση κοινωνικού χαρακτήρα.
Θαυμάσιοι ηθοποιοί της Αυστραλίας, που είχαμε να τους δούμε καιρό, δηλώνουν εμφανώς την παρουσία τους, ο ΣΑΜ ΝΗΛ κι ο ΜΠΡΑΪΑΝ ΜΠΡΑΟΥΝ, ακόμα κι όταν οι ρόλοι είναι κάπως μονοδιάστατοι κι αυτό αφορά στο ρόλο του Νηλ, του Μπράουν ο ρόλος έχει ανατροπές και περισσότερα επίπεδα.
Όπως επίσης τόσο ως φάτσες όσο κι ως δραματικές αποδόσεις αξίζουν συγχαρητήρια οι casting directors για τους Αμπορίτζιναλ που διάλεξαν.
Κινηματογραφικά σε επίπεδο αρίστευσης φτάνει η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ , που τη συνυπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης ο ΓΟΥΟΡΓΟΥΙΚ ΘΟΡΝΤΟΝ (με συνεργάτη στη φωτογραφία τον ΝΤΥΛΑΝ ΡΙΒΕΡ) και μιλάμε για δουλειά υψηλής ποιότητας και πολύ δύσκολη, κάτω από εκείνο τον ήλιο της αχανούς περιήγησης και τη φωτιστική παρέμβαση στο δύσκολο αυτό φυσικό φως. Με ομοιογένεια αλλά κι επιμέρους «αποχρώσεις». Σκηνοθεσία με φωτογραφική αντίληψη. Και με πολύ καλό ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑΣ που έχει βρει όλα αυτά τα εξαιρετικά για τη δράση τοπία που δίνουν «υλικό» φωτογραφικής αποθέωσης.