Και το πρώτο που έχει να μας πει το «COLD WAR», ο «Ψυχρός Πόλεμος» του ΠΑΒΕΛ ΠΑΒΛΙΚΟΦΣΚΙ, του Πολωνού σκηνοθέτη που τιμήθηκε με ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 2015 για την «IDA» και χάρισε στη χώρα του το πρώτης Οσκαρ που το «κυνηγούσε» από το 1964 ως πρώτη χώρα του Ανατολικού Μπλοκ που αποφάσισε να υποβάλει ταινία κι είχε γίνει δεκτή στην πεντάδα (η Γιουγκοσλαβία , που προηγήθηκε, εξαιρείται, δεν ανήκε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας), άπτεται της πολιτικής. Και δεν εννοώ του πολιτικού περιεχομένου της ταινίας αλλά της εγχώριας πολιτικής, της δικής μας. Οπου προ ημερών εξήγγειλαν από το Υπουργείο οικονομική ενίσχυση των ταινιών μικρού μήκους έτσι γενικώς και αορίστως.
Ενώ ένα από τα πρώτα πράγματα που θα έπρεπε να επιδιώκεται στην Ελλάδα είναι η διδασκαλία του σεναρίου, η ανάλυση του σεναρίου, η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ του σεναρίου. Κι αυτό θα βοηθούσε εξαιρετικά τους μικρομηκάδες , το πως δηλαδή να αφηγηθείς ιστορία , πλήρη, σε περιορισμένο χρόνο, με πυκνότητα νοημάτων ή και με ελλειπτικότητα- ανάλογα… Ώστε από μικρομηκάς να ξεκινήσεις να μαθαίνεις τα περί σεναρίου για να τα χρησιμοποιείς στη συνέχεια και να τα αξιοποιείς ως μεγαλομηκάς.
Η ταινία του ΠΑΒΕΛ ΠΑΒΛΙΚΟΦΣΚΙ είναι ένα ΜΑΘΗΜΑ ΣΕΝΑΡΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, όπου μέσα σε 89 λεπτά μας δίνει την ιστορία μιάς αγάπης στη διάρκεια της μεταπολεμικής ιστορίας μιάς χώρας, συγκεκριμένα της Πολωνίας.
Μέσα σε 89 λεπτά, έχουμε δει πως γνωρίστηκαν το ζευγάρι του μύθου το 1949, όπου έχει εδραιωθεί ο κομμουνισμός, πως εξελίχτηκε αυτός ο έρωτας, εκείνος μουσικός, αυτή τραγουδίστρια, τι γινόταν στην Ανατολική Ευρώπη και τι γινόταν στη Δύση όπου ο ήρωας κάποια στιγμή αυτομόλησε και κατέφυγε στο Παρίσι αλλά ο έρωτας επέμεινε και συναντήθηκαν ξανά παρά το γεγονός ότι η κοπέλα έμεινε στο Ανατολικό Μπλοκ, τις διακυμάνσεις του έρωτα, τα συντρίμμια του έρωτα, την αλλαγή της πολιτικής, την τιμωρία του έρωτα, την επιβράβευση του, και το επιμύθιο πως η πολιτική μπορεί να χωρίζει, μπορεί να διαλύει ανθρώπους, μπορεί να δοκιμάζει τα πάντα αλλά….. μόνο η αγάπη μένει, όλα τα άλλα είναι καπνός. Παρόλο ότι δεν μιλάμε για ερωτική ιστορία ανταλλαγής γλυκόλογων του τύπου «αγαπούλα μου, μωρό μου», μιλάμε για σχέση με διαφορές, με προσβολές, με συγκρούσεις, με καυγάδες, με λόγια πικρά, με χωρισμούς κι απορρίψεις αλλά …. Αλλά…..Αλλά…!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Η συνύφανση ερωτικής ιστορίας και ιστορικού πλαισίου είναι υποδειγματική, από το σενάριο είναι αυστηρά επιλεγμένα τα γεγονότα που θα κρατηθούν κι εκείνα που θα πεταχτούν, διότι το φιλμ κάνει focus σε κάτι συγκεκριμένο, αυτό δεν θέλει να το παραβιάσει, δεν θέλει, όμως, και να το νοθέψει. Πολλά που θα περιμέναμε να δούμε ,λείπουν, φερειπείν ο τρόπος αυτομόλησης που δεν περάσαμε τις φάσεις αγωνίας του ήρωα που περνάμε σε άλλες ταινίες όταν ο ήρωας ετοιμάζεται να διαφύγει για πολιτικούς λόγους ούτε είδαμε δράματα εκείνων που μένουν ή τις δικές του αμφιβολίες, αλλά λόγω σεναριακής πληρότητας τα αισθανθήκαμε όλα αυτά, δεν νιώσαμε κανένα κενό απέναντι στους χαρακτήρες και στην ιστορία διότι το σενάριο ήταν τόσο ακριβές στην περιεκτικότητα και συγχρόνως τόσο ικανά ελλειπτικό στη γραφή του ώστε να μπούμε στην ιστορία και να μη νιώσουμε ποτέ το παραμικρό κενό.
Κι επειδή όλο αυτό έγινε με εξαιρετική κινηματογράφηση , με αξιοθαύμαστη φωτογραφία ασπρόμαυρη όπως συνέβαινε και στην «IDA» (η φωτογραφία της ΠΟΛΩΝΙΚΗΣ «Ida» είχε φτάσει ως την πεντάδα του Οσκαρ)κι ο διευθυντής φωτογραφίας των δύο ταινιών είναι το ίδιο πρόσωπο, ο ΛΟΥΚΑΣ ΖΑΑΛ, που με μικρή πολωνέζικη παραγωγή βρέθηκε να διεκδικεί το Οσκαρ κι από ό,τι φαίνεται ο σκηνοθέτης Πάβελ Παβλικόφσκι επενδύει πάνω του, κάνει το έργο μεθυστικό. «Η, αν σας πέφτει βαριά η λέξη, άκρως γοητευτικό. Τι ωραία που έχουν αποδώσει σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας το Παρίσι της δεκαετίας του ’50 , πάλι ελλειπτικά αλλά και περιεκτικά γραμμένο στις σκηνές που θα δείξουν όπου ακόμα και το τζαζ κλαμπ είναι στοιχείο του σεναρίου.
Φυσικά, αυτό που μένει στην ταινία κι από την ταινία είναι το δράμα των χαρακτήρων, ένας υπόκωφος σπαραγμός που στο τέλος γίνεται υπόκωφο κρεσέντο. Και στο οποίο συμβάλλουν οι δύο κεντρικοί ηθοποιοί, η εξαιρετική ΤΖΟΑΝΑ ΚΟΥΛΙΝΓΚ που είναι από εκείνες τις Πολωνέζες τις γνωστές και το πώς παίζουν και που θυμίζουν Ρωσίδες (ελπίζω να μην το πάρουν αυτό στραβά Πολωνοί ) και που είναι κι από την Κρακοβία η οποία είναι θεατρική κοιτίδα της χώρας κι ο γοητευτικός ΤΟΜΑΣ ΚΟΤ που δίνει την εντύπωση σαν να λειτουργεί ως «alter ego» του σκηνοθέτη, ίσως επειδή φυσιογνωμικά, τουλάχιστον ως «κοψιά», του μοιάζει..