Κι είναι ένα έργο που «δεν του φαίνεται» εξ αρχής. Είναι κι αυτός ο τίτλος , που επέλεξαν την κυριολεκτική, αυτολεξεί μετάφραση του ξένου, είναι κι η εποχή που κακά τα ψέματα οι συναρπαστικές ταινίες εξέλιπαν, είναι κι ο τρόπος που το πλασάρουν ο οποίος δεν εξιτάρει, δεν ερεθίζει…Και να, που τα φαινόμενα απατούν.
Είναι ταινία ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ και εντονότατης κοινωνικής αναφοράς που χρήζει προσοχής κι ενδιαφέροντος. Από τη ΣΕΡΒΙΑ. Το έχουμε και στην ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ, όπως αναφέρω στον τίτλο κι ο Βόσνιος πρωταγωνιστής ΓΚΟΡΑΝ ΜΠΟΓΚΝΤΑΝ θα περάσει την αγωνία του για μια θέση στην πεντάδα, ίδια αγωνία που λογικά περνάνε κι ο ΜΑΝΤΣ ΜΙΚΕΛΣΕΝ στο «Another round» του Τόμας Βίντενμπεργκ, κι ο ΟΛΙΒΕΡ ΜΑΣΟΥΤΣΙ που παίζει τον σκηνοθέτη Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ στο «Enfent terrible» και γιατί όχι κι ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΛΗΣ στο «Ενήλικοι στην αίθουσα» του Κώστα Γαβρά…
Το Ντοκυμαντέρ δεν είναι το είδος μου, μιλώντας ως κριτικός. Επειδή με ενδιαφέρουν η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ κι η ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ, το Ντοκυμαντέρ ως είδος δεν ξέρω από που να το πιάσω ώστε να γράψω κάτι που να περιέχει ουσία κι όχι να γράψω για να γράψω.
Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στον «ΦΕΛΙΝΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ» , έκανα μια εξαίρεση κι ενώ έχω δει κάποιες ταινίες μυθοπλασίας στις φετινές «Νύχτες πρεμιέρας» του κορονοϊού, εντούτοις, τούτο το ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ είναι που με συνεπήρε περισσότερο.
Πιο αραιά φέτος, όχι με την ίδια συχνότητα στην παρακολούθηση, ωστόσο προσπαθούμε να κάνουμε κάτι, ό,τι μπορούμε, μια κι ο κορονοϊός έχει παίξει κι εδώ τον αρνητικό ρόλο του. Για τις «Νύχτες Πρεμιέρας» μιλάω..
Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο αλλά είναι τόσο προσεγμένο, τόσο καλά συνυφασμένο το σενάριο με το πλαίσιο, και τόσο αποτελεσματικό το παίξιμο των ηθοποιών ώστε, στα μικρά του πλαίσια, να αγγίζει την τελειότητα. Όπως ένα απλό φαγητό, που, όμως, μαγειρεύεται τέλεια .
Η Τέχνη του Μοντάζ είναι από αυτές που με συγκινούν ιδιαίτερα στη ΣΥΝΟΛΙΚΗ κι ΟΜΑΔΙΚΗ Τέχνη που λέγεται Κινηματογράφος. Είναι αυτή που φτιάχνει τη ραχοκοκαλιά, που δίνει το ρυθμό στην ταινία, που με απασχολούσε από τα μικράτα μου (επειδή σινεμά έβλεπα από την προσχολική ηλικία ακόμα) πως γίνεται και γυρίζουν ένα φιλμ κομμάτι κομμάτι και πως αυτό μεταβάλλεται σε έργο. Ωσπου γνώρισα τον ΝΤΙΝΟ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗ, πολύ νεαρός, 18άρης σχεδόν, και με μύησε στα μυστικά ξεκινώντας από το Δόγμα «Καλό Μοντάζ είναι αυτό που δεν φαίνεται». Εννοώντας όλες τις ταινίες που τις παρακολουθούμε με ρυθμό και τέμπο, χωρίς να πρέπει καλά και ντε να δούμε μάχες ή κυνηγητά. Αυτά βέβαια τα γράφω κάθε χρόνο στα οσκαρικά αφιερώματα, όταν αναλύω την Κατηγορία του Μοντάζ
Καταρχάς, ένα πράγμα που οφείλουμε να γνωρίζουμε και το οποίο αποτελεί κανόνα της Δημιουργίας, και Δημιουργία είναι τα πάντα, είναι πως όταν βλέπουμε ένα έργο, οφείλουμε να βλέπουμε το έργο που προβάλλεται στο πανί (ή και στο καντράν, αν το δούμε σε τηλεόραση). Βλέπουμε αυτό το έργο κι όχι ένα άλλο που έχουμε στο μυαλό μας. Ένα άλλο δηλαδή που να μας το θυμίζει ,και να νομίζουμε ότι πρέπει να τα συγκρίνουμε ή ένα που βασίζεται σε κάποιο άλλο κι αντι να κοιτάμε ετούτο, σκεπτόμαστε εκείνο. Αν ήταν έτσι, δεν θα υπήρχε λόγος για ξανακοιτάγματα.
Η ερώτηση δεν εκφράζει ειρωνεία αλλά απορία. Τι επιδίωκαν ακριβώς με αυτή την ταινία; Την ψυχολογική προέκταση των μεταλλαγμένων ή των χαρακτήρων που γεννιούνται από το «X-men»;
Ο Ελληνικός Κινηματογράφος εξακολουθεί να παραμένει «ΠΟΛΥΠΑΘΟΣ» διότι πλην ελαχίστων εξαιρέσεων πάσχει από καίρια εγγενή νοσήματα. Η σχεδόν Αγνοια του Σινεμά των Ειδών στα τελευταία 45 τουλάχιστον χρόνια, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του κι αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη σεναριακής κατάρτισης . Και βεβαίως στην απουσία της έννοιας Παραγωγός. Κυρίως ευθύνεται το σινεμά του auteur, που καλλιεργείται από ομάδες , κυρίως των εντύπων, οι οποίες αφενός διά της κατασκευής auteur καλύπτουν τις δικές τους ανεπάρκειες πάνω στο σινεμά, τα είδη, τη δραματουργία, τους κανόνες των ειδών και των επιμέρους στοιχείων κι αφετέρου γίνονται- ή μάλλον ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ -Εξουσία, με το να κατασκευάζουν «δημιουργούς» μια και δεν μπορούν να κατασκευάσουν έργα. Κι όταν εμφανίζεται κάποιο φιλμ «των ΕΙΔΩΝ» πέφτουν πάνω του και το διασύρουν μέχρι να το κατασπαράξουν, όπως συνέβη ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΑ με το «ΕΤΕΡΟΣ ΕΓΩ» του ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΑΦΟΥΛΙΑ. Τους δε «auteurs» που κατασκεύασαν, εύκολα τους πετάνε στο περιθώριο από τη στιγμή που τους βαρέθηκαν. Τότε, θυμούνται κι αυτοί οι auteurs να δηλωθούν ως θύματα αδικίας.
Ο,τι ήταν για την Αλίκη το «ΑΛΙΚΗ» (ελληνικός τίτλος του «ALIKI MY LOVE») ήταν και για την Τζένη το «ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ». Ισως και χειρότερο, ίσως και.. ισόπαλο. Ισάριθμες αποτυχημένες προσπάθειες για διεθνή καριέρα, στο δρόμο που είχε ανοίξει η Μελίνα. Η Αλίκη πήγαινε με Χόλυγουντ και τον Ρούντολφ Ματέ και μουσική του Χατζιδάκι, η Τζένη πήγαινε μέσω… «νουβέλ βαγκ» και με μουσική του Θεοδωράκη. Οι ταινίες ήταν παταγώδεις αποτυχίες, κακές ταινίες, όπου ούτε οι δύο κορυφαίοι συνθέτες, έγραψαν τα καλύτερα τραγούδια τους, τουλάχιστον σε σχέση με άλλες συνεργασίες τους με τις δύο πρωταγωνίστριες, Όταν ένα πράγμα είναι στραβό εξ αρχής, δεν σώζεται από πουθενά. Κι όταν ένα φιλμ είναι ευλογημένο, δεν πάει να του πέσουν πάνω του όλες του κόσμου οι αναποδιές…Κάτι θα γίνει κι όλα θα λειτουργήσουν θετικά.. Μεγαλύτερο παράδειγμα το «Ποτέ την Κυριακή»…