Όλα αυτά, σχετικά με το ότι ένας Αυστριακός βοήθησε κάποια παιδιά να διαφύγουν, και βασικά τον ήρωα, που όταν μεγαλώνει γίνεται ΜΑΞ ΦΟΝ ΣΥΝΤΟΟΥ.
Ας μου επιτραπεί να πω, ότι κι η παλιά ελληνική ταινία , παραγωγής 1971, «ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ» του Δημήτρη Παπακωνσταντή, σε σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη είχε για ηρωα, και μαλιστα σχεδόν κεντρικό, έναν Αυστριακό, που τον είχαν στρατολογήσει οι Γερμανοί, κι ο οποίος στο Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, φυγάδευσε τα παιδιά στο βουνό κι ο ίδιος το πλήρωσε με τη ζωή του. Από τους Γερμανούς. Τον έπαιζε ο Χρήστος Πολίτης.
Επίσης, θα ήθελα να σημειώσω ότι και σε ξένες ταινίες που δεν είναι τώρα για να τις απαριθμώ, συναντάμε συχνά-πυκνά Αυστριακούς θετικούς ήρωες του Γερμανικού Στρατού ως ιδεολογικά αντίθετους. Σε σημείο που να έχει γίνει και παγκόσμιο κλισέ , αυτό περι Αυστριακών και Χίτλερ, παρόλο ότι πολλοί ισχυρίζονται πως δεν υπήρχε καμία διαφορά…
Θέλω να πω ότι η Μυθοπλασία έχει παρέμβει με τον τρόπο της σε αυτό το θέμα κι όταν θέλει να φτιάξει δράμα με στοιχείο ανθρωπισμού εντός των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων επί Χίτλερ, καταφεύγει στους Αυστριακούς…
Κάτι τέτοιο συμβαίνει κι εδώ. Περισσότερο δηλαδή θα σχολίαζα το κλισέ ότι ο «καλός» της υπόθεσης είναι Αυστριακός, παρά το γεγονός ότι υπάρχει κι ένας «καλός» στην υπόθεση. Ναι, καταλαβαίνω ότι πρέπει να υπάρχει διότι έτσι , από τη στιγμή που μιλάμε για Μυθοπλασία, το δράμα λειτουργεί καλύτερα. Όταν μάλιστα οι θηριωδίες των Γερμανών στα Καλάβρυτα δεν απαλείφονται ούτε εξωραΐζονται στην ταινία, όπως επίσης δεν εξωραϊζεται και το αρχικό γεγονός της σεναριακής αφορμής, το ότι η υπόθεση ξεκινά στο Σήμερα, όπου έρχεται μια Γερμανίδα δικηγόρος να ελέγξει το κατά πόσο είναι αλήθεια όλα αυτά που καταγγέλλουν οι Ελληνες και ζητούν πολεμικές αποζημιώσεις. Αυτό έρχεται να ερευνήσει. Και το φινάλε, τόσο της σεναριακής ιστορίας όσο και της ίδιας της συγκεκριμένης ηρωίδας είναι καταγγελτικά κι επιβεβαιωτικά για τα Εγκλήματα Πολέμου, για το Εγκλημα στα Καλάβρυτα.
Τωρα, αυτό το «κλισέ» του Αυστριακού, το σενάριο του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ το μεταχειρίζεται με ένα έξυπνο τρόπο στην αρχή, περί ανεπιβεβαίωτων μαρτυριών, περί πιθανού μύθου…Μετά βέβαια, θα αποδειχθεί πραγματκότητα αλλά μόνο πάνω σε ένα πρόσωπο, στο συγκεκριμμένο χαρακτήρα που ερμηνεύει σε μεγαλη ηλικία ο Μαξ Φον Σύντοου κι όχι στα πλαίσια μιας γενικότερης , ανύπαρκτης για τους λοιπούς Καλαβρυτινούς, σωτηρίας…
ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΟΛΑ. Οσα συμβαίνουν..
Το έργο κινείται σε δυο εποχές, στο Παρόν και στο 1943, το ωραίο κομμάτι είναι του 1943. Και κινηματογραφικά είναι πολύ ωραίο. Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ο σκηνοθέτης, το έχει «σφίξει», και υπερπηδά κάποιες χαλαρότητες του σεναρίου, το έχει σκηνοθετήσει ως γνώστης με έμφαση στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ , στην οποία ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΑΧΜΑΤΟΥΛΙΝ έχει πιάσει ατμόσφαιρα πλήρη, όλη τη μουντίλα αυτού που συμβαίνει, όπως επίσης έχει κάνει κι εξαίρετα close up στους ηθοποιούς του κατοχικού κομματιού, την ΔΑΝΑΗ ΣΚΙΑΔΗ και τον ΝΙΚΟΛΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝH. Διότι τα κοντινά που κάνει στον ΜΑΞ ΦΟΝ ΣΥΝΤΟΟΥ στον παρόντα χρόνο είναι για αναδίδουν την πείρα και την εκφραστική και κινηματογραφική μαεστρία του κορυφαίου ηθοποιού , στον τελευταίο του ρόλο. Εξαίρετη δουλειά έχουν κάνει του Δημητρόπουλου κι οι συνεργάτες του στον ΗΧΟ, σε όλα τα επίπεδα, και στο σχεδιασμό του Ηχου και στις ομιλίες , και μεσα στον Ηχο εντάσσεται κι η μουσική του ΑLΕΧ SID, ειδικά όταν οι Γερμανοί οδηγούν τους άντρες στο βουνό. Εκεί πιάνουμε την απόλυτη μουσική κινηματογραφικότητα.
Στους άλλους ηθοποιούς, η πρωταγωνίστρια ΑΣΤΡΙΝΤ ΡΟΥΣ ήταν στο μέσο όρο, δεν είχε κάτι το ξεχωριστό σαν από λάμψη οθόνης, ήταν εντελώς μέση κατάσταση. Για πρωταγωνίστρια.. Υπήρξαν και μερικοί Ελληνες ηθοποιοί που από μόνοι τους έκαναν κάτι αλλά οι ρόλοι ήταν περιορισμένοι από την ίδια τη δομή του έργου. Η ΜΑΡΙΑ ΑΛΙΦΕΡΗ έκανε κάτι που έδειξε ότι μπορούσε να σταθεί δίπλα στον Μαξ Φον Σύντοου αλλά η σκηνή ηταν τέτοια που δεν σήκωνε περαιτέρω προβολή της ηθοποιού από μεριάς σκηνοθέτη. Ηταν σκηνή του Συντοου και της δικηγόρου και στο τρίτο πρόσωπο αν δινόταν έμφαση, θα αλλοιωνόταν η σκηνή. Την είδα πάντως την Αλιφέρη ότι το θυσιασμένο της το δούλεψε φιλότιμα. Όπως βεβαια κι ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΟΓΑΤΖΗΣ το δικό του, το οποίο ηταν σύντομο αλλά ήταν η φυσιογνωμία της πείρας, επίσης ο ΤΟΚΑΚΗΣ κι ο ΑΛΕΙΦΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, συστήθηκαν φυσιογνωμικά στο διεθνές .
Ο Δημητρόπουλος το έχει σκηνοθετήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να «κρύβει» τις οικονομικές αδυναμίες της παραγωγής. Να μη φαίνεται φτηνό. Και πετυχαίνει και τη συγκίνηση, ακουμπά στο συναισθηματικό κομμάτι,, ίσως να έχει συμβάλει τα μέγιστα στο ‘ότι παρά τη συγκίνηση, δεν εξασφαλίζει στο τέλος κανενός τύπου συγχωροχάρτι…