Είναι ένα άνθρωπος πολύ μορφωμένος, εξαιρετικά προικισμένος, ο οποίος αρέσκεται στο να δείχνει ακρότητες αλλά έχει κι ένα μεγάλο προσόν, να ξέρει να χειρίζεται το φρένο. Να μη χάνει τον μπούσουλα. Κι έτσι εξακολουθεί να φέρει φρεσκάδα μετά από 50 χρόνια καριέρας. Τωρα, αν έχει κάνει και μια αποτυχία σαν το «showgirls»- αλίμονο, η αποτυχία είναι υπαρξιακό μας δικαίωμα. Διότι άλλες δεν έχει κάνει. Να ξέρουμε τι λέμε. Επειδή, όμως, δεν μπορούν να τον εντάξουν, φροντίζουν κάποιοι να τον απαξιώνουν. Αυτός, όμως, διαρκώς επανέρχεται.
Θα ξαφνιάσει πολλούς η εισαγωγή μου, επειδή ως δηλωμένος «ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ» συνηθίζω να πιάνω το νήμα της κριτικής ΕΡΓΟΕΝΤΡΙΚΑ επίσης . Από το ίδιο το έργο δηλαδή. Κι όχι από τον δημιουργό. Αν το κάνω εδώ, οφείλεται ακριβώς στο ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟ του πράγματος, στο ότι όλα αυτά που είπα στην εισαγωγή υπέρ του Βερχόφεν, έχουν να κάνουν με τα ίδια του τα έργα. Ένα προς ένα. Καθένα έχει την τόλμη του, την τολμηρότητα του αλλά και τη σινεμαδίλα και την διαρκη τηρηση των Κανόνων σε υπέρτατο βαθμό. Τον θαυμασμό τον γεννούν τα ίδια του τα έργα , με κινηματογραφικούς όρους, κι όχι οι….προθέσεις του (όπως κάνουν με τους auteurs). Οπου, με την μετάφραση της λέξης κι όχι με τη κινηματογραφο-κριτικο-σινεφιλ κλπ χρήση του όρου, ο Βερχόφεν είναι πράγματι ένα «auteur», ένας δημιουργός, ένας σκηνοθέτης με ολοζώντανη προσωπική υπογραφή, από όποιο είδος κι αν περνάει, κι αυτό που καταφέρνει είναι να βάζει την προσωπική υπογραφή ακολουθώντας τους κανόνες του εκάστοτε είδους κι όχι να προσαρμόζει το είδος στη δική του υπογραφή με αποτέλεσμα να το αλλοιώνει και να του καταργεί τα στοιχεία που το αποτελούν…
Πάμε λοιπόν στην «Benedetta», η οποία δεν είναι ένα μεγάλο έργο, είναι όμως ένα τολμηρό έργο και προφανώς αυτό τον έθελξε: Το ότι βασίζεται σε βιβλίο της καθηγήτριας ιστορικού ΤΖΟΥΝΤΙΘ Σ.ΜΠΡΑΟΥΝ, η οποία ειδικεύεται στην Ιταλική Αναγέννηση και σεξουαλικα ταμπού (κι άλλα παρόμοια) των χρόνων εκείνων. Ένα πόνημα της είναι κι αυτό εδώ, η περίπτωση μιας καλόγριας στην Ιταλία του 17ου αιώνα, σε καθολικό μοναστήρι, η οποία κατηγορήθηκε για λεσβιακή σχέση με μια νεότερη μοναχή. Ενώ μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό υπάρχει κι η επιδημία της πανούκλας, η οποία θα μπει στη σεναριακή δράση, αλλά έχει να κάνει και με το ιστορικό γεγονός πως σε αυτή την περιοχή της Ιταλίας που βρισκόταν το μοναστήρι και που η διασυρμένη μοναχή, οραματιζόταν και συνομιλούσε με τον Χριστό ως νύφη του Χριστού που με αυτή την ιδιότητα είχε εισέλθει και στο μοναστικό βίο , η πανούκλα έκανε παράκαμψη.
Ο Βερχόφεν παρεμβαίνει και στο σενάριο, στην κινηματογραφική μεταφορά του πονήματος της Μπράουν, με συνεργάτη τον ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΜΠΕΡΚ που τον είχε και στο «Εκείνη» και δομούν αφηγηματικά το έργο, πιάνοντας την Μπενεντέτα από την πρώτη είσοδο της στο μοναστικό βίο, παιδούλα ακόμα, «πουλημένη από τον εύπορο πατέρα της- και τη μητέρα της» και την παρακολουθούμε να ξεδιπλώνεται και να μπαίνει στην κύρια υπόθεση, αρχίζοντας από τη σχέση με την αυστηρή εως κι απάνθρωπη ηγουμένη, προχωρώντας στη γνωριμία με το κορίτσι που βρήκε καταφύγιο στο μοναστήρι για να γλυτώσει από την γονεϊκή κακοποίηση και με τη συνέχεια στην οποία ανακατεύονται πολλοί, κι άτομα της Ιεραρχίας, με τα οποία θα γενικευθεί σύρραξη..
Το σενάριο , δεν περιορίζεται στην αφηγηματική μορφή περιγραφής ενός σκανδάλου, εμβαθύνει και σε θέματα Πίστης κι αμαρτίας, σάρκας κι επιθυμίας, αγάπης κι ερμηνείας αυτής. Ο Βερχόφεν τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά κρατά αποδοτικότατα την ισορροπία αυτή και κατά την εκτίμηση του υπογράφοντος, είναι και το μυστικό που η ταινία επιβάλλεται ως κάτι πέραν του σκανδαλιστικού.
Είναι άψογα ντεκουπαρισμένο για να γίνει σωστός κινηματογραφος, το μοντάζ την τρέχει χωρίς να την αλλοιώνει, είναι καλή παραγωγή που κι αυτή όμως ελέγχεται από το σκηνοθέτη ο οποίος δεν ανοίγει και πολύ την ταινία, περαν των μοναστηριακών ορίων της κι ενός κοντινού , πολύ κοντινού, περίγυρου, κυρίως για το φινάλε .η οποία δουλειά γίνεται πάνω σε αυτό, πέρα από κάποια γενικά πλάνα της Τοσκάνης (?) για να υποδηλώνουν τον τοπο.
Το σκάνδαλο του συγκεκριμένου σενάριου εκτίθεται και πνευματικά κι όχι γαργαρλιστικά όπως θα περίμεναν κάποιοι κακώς πληροφορημένοι. Υποστηρίζεται από χρώμα που προσδίδει ατμόσφαιρα, υποστηρίζεται από εξαιρετικό ήχο (επιλογές κι εκτέλεση, όχι ακουστική!- μην τα μπερδεύουμε) κι ο Βερχοφεν έχει περάσει την τολμηρότητα και στις ηθοποιούς και προσδίδει σοβαρή δραματικότητα.
Η ΣΑΡΛΟΤ ΡΑΜΠΛΙΝΓΚ ξεχωρίζει στο ρόλο της Ηγουμένης, ο ρόλος της οποίας περιλαμβάνει κι ανατροπές και χρώματα, παίζει εξαιρετικά το αυστηρό κομματι του ρ’ολου της, το «εθιμοτυπικό» , σε στήσιμο και τρόπο ομιλίας, και στη συνέχεια τον «αφιονισμό» της , τον βγάζει πάλι με συνεννόηση έκφρασης και σωματικής συμπεριφοράς, είναι εξαιρετική.
Εξαιρετική είναι κι η Ελληνίδα του Βελγίου ΔΑΦΝΗ ΠΑΤΑΚΙΑ, που παίζει την Μπαρτολομέα, την νεόκοπη καλόγρια κι έχει ένα καταπληκτικό «νεύρο» στο παίξιμο της. Κι η πρωταγωνίστρια, η επίσης Βελγίδα ΒΙΡΖΙΝΙ ΕΦΙΡΑ, αποπνέει τη σεξουαλικότητα εκείνη που δίνει δραματική υπόσταση στη συγκεκριμένη ηρωίδα, τη Μπενεντέτα. Κι ο ΛΑΜΠΕΡ ΟΥΙΛΣΟΝ, είναι ιδανική επιλογή διανομής ως ο άντρας που θα σταθεί απέναντι σε όλες αυτές τις διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες.