Ξεκίνησα από τη μία και βασική επιφύλαξη μου για το σύνολο του φιλμ, το οποίο σε γενικές γραμμές φιλοδοξεί για κάτι σοβαρότερο, να βάλει τον Ανθρωπο στο επίκεντρο ενός ιστορικού, θα λέγαμε, γεγονότος ή ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΟΣ κι όχι απλώς να τον βάλει στο επίκεντρο αλλά να τον κάνει επίκεντρο τον ίδιο.
Για να καταλάβουν οι αναγνώστες την ταυτότητα του φιλμ, κι όχι για κάνω συγκρίσεις που θέλω να τις αποφεύγω διότι κάθε έργο έχει την αυτονομία του, ενημερώνω ότι ως κινηματογραφικό πνεύμα βρίσκεται πιο κοντά στη «σχολή» του «ΟΙ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» του ΦΙΛΙΠ ΚΑΟΥΦΜΑΝ παρά στο «ΑΠΟΛΛΩΝ 13» του ΡΟΝ ΧΑΟΥΑΡΝΤ.
Ωστόσο γρήγορα αυτονομείται κι έτσι δεν έχω να κάνω άλλες τέτοιες αναφορές.
Μας δείχνει τον Νηλ Αρμστρονγκ στα ξεκινήματα της απόπειρας για να κατευθυνθούν στο Διάστημα όταν η Αμερική αισθάνεται ότι έμεινε πίσω από τη Σοβιετική Ενωση, μας περνά στην οικογενειακή τραγωδία και στο παιδάκι που έχασαν από παιδικό καρκίνο, ώστε να έχουμε πληρέστερη εικόνα του ανθρώπου και του παρασκηνίου του όταν θα πάταγε το πόδι του στη Σελήνη, παίρνουμε πληροφορίες περιεκτικές για τις αντιδράσεις της κοινωνίας , σε μια εποχή έξαρσης των κινημάτων στις ΗΠΑ για το αν θα ήταν ωφέλιμο να ξοδευτούν τόσα χρήματα για ένα επί της ουσίας πολιτικού ανταγωνισμού σκοπό, δεν μένει στη «σύγκρουση» των δύο απόψεων αφού υποτίθεται ότι η μεριά του Αρμστρονγκ είναι η ίδια η απάντηση, και τελικώς φτάνουμε κάποτε στη Σελήνη.
Κι ενώ το κομμάτι της άφιξης στη Σελήνη είναι πολύ όμορφο , και κάπως ποιητικά δοσμένο, που θέλει ολοφάνερα να προβάλει τη μοναχικότητα του ήρωα (αν και στην πραγματικότητα τα γεγονότα πιθανόν να ήταν και διαφορετικά αλλά στο σινεμά δεν πάμε για να δούμε την πραγματικότητα αλλά το πώς παρεμβαίνει η Τέχνη σε αυτήν) κι ενώ με τα επιλεγμένα πλάνα μας κάνει ο σκηνοθέτης να αισθανθούμε τον ήρωα, εν τούτοις εκεί μας λείπει επισήμως πλέον η έξαρση.
Η επιλογή της μοναχικότητας από σενάριο, που βασίζεται σε βιβλίο, κι ο τρόπος προβολής της από σκηνοθεσία δεν μας ανεβάζουν όσο το ίδιο το γεγονός μας είχε προετοιμάσει.
Ο ΝΤΑΜΙΕΝ ΣΑΖΕΛ, που έχει λάμψει σε μικρό διάστημα ως σκηνοθετικό ταλέντο και δοκιμάζει τον εαυτό του σε είδη στα οποία επιχειρεί να βάζει προσωπική υπογραφή, όχι υποχρεωτικά αναγνωρίσιμη από κριτικούς του auter-ισμού αλλά από επιθυμία του ίδιου του σκηνοθέτη, δείχνει ξεκάθαρα ποια ήταν η επιλογή του.
Συνεργάζεται με σεναριογράφο της νέας γενιάς που κι αυτός έχει πάρει ΟΣΚΑΡ (όπως πήρε ΟΣΚΑΡ κι ο Σαζέλ για την δική του προσέγγιση στο είδος μιούζικαλ με το «LA-LA-LAND»), το ΤΖΟΣ ΣΙΝΓΚΕΡ , που κέρδισε στο «SPOTLIGHT», κι ο Σίνγκερ παρακολουθεί τον άνθρωπο από κάποια απόσταση. Κι ενώ καταγράφει με σκηνές τα συναισθήματα του, αυτά τα συναισθήματα δεν γίνονται αύρα της ταινίας. Προφανώς κι οι δύο άνδρες, σκηνοθέτης και σεναριογράφος , συνεργάστηκαν αρμονικά κι η συνεργασία δείχνει να μην έχει κενά ή διαφορές στην προσέγγιση, όμως αυτή η ας την πούμε κοινή γραμμή, είναι που κάνει την ταινία να προσκρούει σε μια υποτονικότητα. Ένα στοιχείο (για να τα εξηγούμε και να μην γράφουμε αφορισμούς η γενικότητες) που οδηγεί κατά τη γνώμη μου στην υποτονικότητα είναι και το γεγονός- κι αυτό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, με προβλημάτισε- πως δεν αναπτύσσονται οι παράλληλοι ρόλοι. Με αυτό τον τρόπο μειώνονται κι οι συγκρούσεις που θα μπορούσαν να εξάρουν την κατάσταση του ήρωα και να την κάνουν πιο συναρπαστική ενώ συγχρόνως θα εμπλούτιζαν την ταινία μικρές, ενδιάμεσες κορυφώσεις.
Βέβαια, σε όλα αυτά κρατώ επιφυλακτική στάση κι όχι καταδικαστική διότι είναι ολοφάνερο πως δεν πρόκειται για αβλεψία ή για αδυναμία αλλά για επιλογή! Πόσες φορές όμως σε αυτή την ζωή δεν κριθήκαμε για την επιλογή μας;
Σε αυτά τα πλαίσια κινείται και το ερμηνευτικό κομμάτι της ταινίας που προβάλει το κεντρικό πρόσωπο άρα και τον πρωταγωνιστή, τον ΡΑΫΑΝ ΓΚΟΣΛΙΝΓΚ, ο οποίος παίζει με το κινηματογραφικό του πρόσωπο τον χωρίς εξάρσεις ρόλο του που όμως αυτό όλο επιτρέπει και την υπεράσπιση περί «εσωτερικότητας». Κάλλιστα απέναντι στον Ράυαν Γκόσλινγκ μπορούν να σχηματιστούν δύο «ομάδες» όπου η μία θα υπερασπίζεται τη λιτότητα και την εσωτερικότητα ενώ η άλλη θα μιλάει για υποτονικότητα. Και τότε, το ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί και να δώσει αφορμή για πολύ σοβαρές συζητήσεις- κι αυτό είναι μία βασική αποστολή της κριτικής- που σταματούν τα όρια της εσωτερικότητας και της λιτότητας, που αρχίζουν τα χωράφια της υποτονικότητας και της έλλειψης νεύρου.
Ερώτημα θέτω, δεν καταδικάζω κανέναν, διότι κι εδώ, όπως και στο σύνολο της ταινίας είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για επιλογή, για σκηνοθετική γραμμή, κι ότι ο ηθοποιός κινείται στα πλαίσια αυτής της γραμμής. Το αν τον επέλεξαν λόγω φυσικής ροπής του ίδιου προς την υποτονικότητα είναι ένα παράγωγο.
Οι δεύτεροι ρόλοι, οι supporting- ας τους πούμε έτσι, δεν δουλεύτηκαν οπότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ερμηνείες παρόλο ότι οι ηθοποιοί άπαντες είναι στις θέσεις τους, ξεχωρίζω μόνο την ΚΛΑΙΡ ΦΟΫ, η οποία παίζει τη σύζυγο του Αρμστρονγκ κι είναι η μόνη που έχει καλό ρόλο πέραν του πρωταγωνιστή κι η οποία έχει δύο με τρεις σκηνές που δείχνει την αξία της. Για τη Φόϋ, ή με αφορμή τν Φόϋ θα ήθελα να πω κάτι παραπάνω. Πως με λυπεί αυτή η κατάσταση που συμβαίνει εσχάτως όπου στην τηλεόραση γίνονται πολύ καλύτερες δουλειές από ό,τι στο σινεμά, ότι φεύγουν προς τα εκεί καλύτερα σενάρια κι ότι αναδεικνύονται ηθοποιοί στη μικρή οθόνη ενώ θα έπρεπε αυτό να συμβαίνει στη μεγάλη. Τη Φόϋ την έχω παρακολουθήσει στην ασύγκριτη τηλεοπτική, βρετανική σειρά «ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ» κι έχω μείνει άναυδος με την ερμηνεία της στο ρόλο της Βασίλισσας Ελισάβετ. Ο κινηματογράφος τι της αντιπροτείνει; Ρολάκια; Διότι ο ρόλος αυτός που τη δίνει στο κοινό έτοιμη μετά το «Στέμμα», όπως και να το κάνουμε, συγκρινόμενος είναι ρολάκι. Ασχετο αν ως supporting ρόλος έχει τις δύο τρεις σκηνές του, άσχετο αν η ηθοποιός τον παλεύει και τον νικά και τον βγάζει νικηφόρα στην επιφάνεια.
Η συνεργασία του Ντάμιεν Σαζέλ με τον διευθυντή φωτογραφίας ΛΙΝΟΥΣ ΣΑΝΤΓΚΡΕΝ και με τον συνθέτη ΤΖΑΣΤΙΝ ΧΟΥΡΒΙΤΣ, ΟΣΚΑΡ-ούχους αμφοτέρους του «LA LA LAND» ,δείχνει ακριβώς που βασίζει ο σκηνοθέτης το οπτικοακουστικό του. Η φωτογραφία μας φτιάχνει από την αρχή, με τα γκρίζα χρώματα της, τη μοναχική αίσθηση του ήρωα που θα καταλήξουμε στη Σελήνη που κι αυτή την έχει φωτίσει με τρόπο τέτοιο ώστε να την προβάλει σαν μοναχικό τοπίο , η δε μουσική σαν να υποδηλώνει τη σκηνοθετική γραμμή και να την εκφράζει στο ακέραιο, ένα δισταγμό, μια διστακτικότητα ανάμεσα στο έπος και την χαμηλόφωνη μελαγχολία.
Η απουσία έξαρσης δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να χρεωθεί στον μοντέρ ΤΟΜ ΚΡΟΣ, επίσης ΟΣΚΑΡ-ούχο του Ντάμιεν Σαζέλ όχι όμως από το «La La Land» αλλά από το «ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΡΟ». Αντιθέτως θα πρέπει να του πιστωθεί η εξαίρετη δουλειά στην προώθηση κι εφαρμογή της σκηνοθετικής γραμμής .