Τι είναι η τωρινή ταινία που κατέληξε λοιπόν με τον «Φοίνικα» κι αποφάσισε η Ιαπωνία να την υποβάλει και για το Οσκαρ;
Θα μπορούσαμε χοντρικά να την χαρακτηρίσουμε ΙΑΠΩΝΙΚΟ ΝΕΟΡΕΑΛΙΣΜΟ. Δεν είναι όμως ακριβώς αυτό παρόλο ότι η καταγωγή του κρατάει από τον Ντε Σίκα κυρίως όσο κι αν υπολείπεται των ιταλικών ανάλογων στον τρόπο εκδήλωσης του συναισθήματος. Στον τρόπο εκδήλωσης- προσέξτε αυτή τη διαφορά!- όχι στο ίδιο το συναίσθημα το οποίο είναι υπαρκτό.
Λιγότερο συγγενεύει με την νεορεαλιστική απόπειρα του Ακίρα Κουροσάβα στη «Γειτονιά των καταφρονεμένων» κι ας ήταν ιαπωνική διότι εδώ, στο συγκεκριμένο φιλμ, δεν περιγράφεται τόσο ο χώρος, το σκηνικό, το περιβάλλον αλλά η παράταιρη ιστορία των παράταιρων ανθρώπων.
Κι οι άνθρωποι της ιστορίας είναι μια εντελώς παράξενη οικογένεια οι οποίοι ζούν κλέβοντας καταστήματα. Είναι όλοι εκπαιδευμένοι προς αυτή τη μεριά, πατέρας, μάνα, παιδιά , ακόμα και μια φοβερή και τρομερή γιαγιά.
Κοντολογίς, μια οικογένεια απατεώνων οι οποίοι ζουν έτσι, τη βγάζουν έτσι, κι όλο αυτό από άποψη και με άποψη.
Υπάρχει βέβαια το σκηνικό που είναι προέκταση των ηρώων μόνο που δεν είναι γειτονιά και κοινωνικό περιβάλλον όπως σε εκείνο το «νεορεαλιστικό» του Κουροσάβα, είναι το σκηνικό του σπιτιού στο οποίο μένει αυτή η αλλόκοτη οικογένεια. Ένα σκηνικό χωρίς διογκώσεις και υπογραμμίσεις αλλά με σαφέστατες ενδείξεις κι επισημάνσεις για το τι ακριβώς πρόκειται.
Κάποτε, ένα βράδυ, ο πατέρας θα περιμαζέψει και θα φέρει στο σπίτι ένα κοριτσάκι που έκλαιγε πεινασμένο μέσα στο κρύο. Η περίπτωση του παιδιού αφυπνίζει σιγά σιγά συναισθήματα μέσα στην οικογένεια και με τον ίδιο τρόπο και παραλλήλως ,αφυπνίζει και συναισθήματα στην ίδια την ταινία που στο ξεκίνημα της κι ως εκείνη τη στιγμή έμενε λίγο δυσκίνητη. Τα συναισθήματα που αφυπνίζονται στην οικογένεια, μέσα από το ξένο παιδί δεν είναι συναισθήματα τύπου μελό αλα Μαρία Πλυτά, δεν είναι συναισθήματα μόνο για το παραμελημένο , μα είναι και αφυπνίσεις συμπεριφορών. Κι οι αφυπνίσει αυτές οδηγούν σταδιακά σε αποκαλύψεις για την ίδια τη φύση και την υφή αλλά και τη δομή αυτής της «οικογένειας» καθώς και για την προϊστορία της στην οποία καταλήγουμε προς το φινάλε.
Και τελικά είναι ένα έργο ανθρώπων, με αφορμή την φτώχεια κι όχι ένα έργο πάνω στη φτώχεια αφού ξεκάθαρα οι ήρωες κινούνται κι από την ίδια τους τη φύση την ανθρώπινη κι όχι από μα κοινωνική, πομπώδη καταγγελία.
Το έργο σταδιακά, κι ειδικότερα στο δεύτερο μέρος, με την περίπτωση της μικρής παίρνει φωτιά και καταφέρνει να γίνει ένα καθολικό δράμα ενώ στην ουσία (ή στην ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ) μιλά για περιστατικό και μάλιστα πολύ ιδιαίτερο. Το ότι το περιστατικό δεν συνοδεύεται από έντονη κοινωνική καταγγελία στην αφετηρία του, έχει ως αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να επικοινωνήσει άμεσα ή έντονα με μια μερίδα του κοινού, κάτι, όμως, που καταφέρνει και πετυχαίνει η περίπτωση του ξένου κοριτσιού που ήρθε στο σπίτι. Και φυσικά οι αποκαλύψεις οδηγούν στην κοινωνική ολοκλήρωση η οποία γίνεται και κινηματογραφική.
Ο ΧΙΡΟΚΑΖΟΥ ΚΟΡΕ-ΕΝΤΑ αποδεικνύεται και πάλι εξαίρετος σκηνοθέτης και σε ανοδική πορεία και δυνατότητα, και το έργο του συνοδεύεται από κινηματογραφικές αρετές. Πέραν των ερμηνειών που είναι υψηλότατης βαθμίδας, συμπεριλαμβανομένων και των μικρών παιδιών, εντυπωσιάζει με τη φωτογραφία, με τη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας στα πλάνα, στα γενικά, στα κοντινά , στα στησίματα και στις εναλλαγές τους και βέβαια στη συνδρομή του μοντάζ που φτιάχνει την αργή, συναισθηματική αφύπνιση που ο σκηνοθέτης επιθυμεί και την έχει ως γραμμή πλεύσης για το έργο του- αν και στο κοινό, η συγκεκριμένη επιλογή δεν «ακουμπά», αυτό να μην το ξεχνάμε.
Περιεκτικά, από πλευράς περιεχομένου σεναρίου, αυτό εννοώ, βλέπουμε ότι η φτώχεια που αυτή τη στιγμή μαστίζει τον πλανήτη, όπως δείχνουν τα πράγματα, και φτάνει και στην Ιαπωνία μπορεί κι εμπνέει έργα της Τέχνης, κι είναι προσωπικό θέμα του καθενός ξεχωριστά πως επιδιώκει καλλιτεχνικά να την προσεγγίσει. Σκέφτομαι και πάλι πως ο νεορεαλισμός, όχι βέβαια έτσι όπως τον έκαναν οι Ιταλοί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι όπως τον άφησαν κληρονομιά , είναι έτοιμος να εκφράσει και πάλι ένα παγκόσμιο κοινωνικό πρόβλημα, μια φάση που περνά ο πλανήτης χωρίς να ξέρουμε τη διάρκεια και την έκβαση. Με εντελώς δικό του τρόπο τον χειρίζεται ο Κορε-έντα αλλά μήπως με εντελώς δικό του τρόπο κι εντελώς εκσυγχρονιστικά δεν τον εξέφρασε, δεν τον χειρίστηκε κι ο Ιταλός Ματέο Γκαρόνε στον δικό του ιταλικότατο «Dogman»;
Όμως εδώ θα καταθέσω κι έναν ακόμα προβληματισμό και με αυτόν θα κλείσω: Αν οι ταινίες αυτές που εκφράζουν τη μαυρίλα της εποχής κι από αυτήν αναπηδούν, ακουμπούν και σε ανάγκη των θεατών ή μήπως είναι μόνο των κινηματογραφιστών;
Βέβαια , ο κανόνας λέει πως το δράμα είναι αυτό που λυτρώνει κι είναι αυτό που έχει ουσιαστική ανάγκη ο κόσμος στις δύσκολες εποχές ενώ η κωμωδία ξεγελά πρόσκαιρα και μετά σε επαναφέρει στην δυσάρεστη κατάσταση που βρισκόσουν. Δεν μιλώ για κωμωδία, μιλώ για δράμα αλλά για τι είδους δράμα; Αυτός είναι ένας προσωπικός προβληματισμός ιδιότητας κριτικού, που δεν έχει να κάνει με την ταινία αλλά διατυπώνεται με αφορμή την ταινία.