Ο ΜΠΑΡΥ ΤΖΕΝΚΙΝΣ έχει κάνει μια θαυμάσια εργασία. Όπως είχε κάνει, άλλωστε, και στο «MOONLIGHT». Αποδεικνύοντας ότι είναι σκηνοθέτης-σεναριογράφος, όπου το σεναριακό στοιχείο βγαίνει μπροστά, βοηθούμενο απολύτως από το σκηνοθετικό. Εδώ, όμως, μας δίνει τη δυνατότητα να σταθούμε ακριβώς πάνω σε αυτό.
Καταρχάς, έχω πεί ότι ο ΜΠΑΡΥ ΤΖΕΝΚΙΝΣ είναι της σχολής «Τζότζεφ Μάνκιεβιτς». Του σεναριογράφου σκηνοθέτη που δίνει κινηματογραφική διάσταση στον λόγο. Η άλλη σχολή είναι του «Τζων Χιούστον» όπου στο σενάριο και δη στη σεναριακή διασκευή (γνωστός βιβλιόφιλος ο Χιούστον) η διασκευή ερχόταν ως σχεδόν απόλυτη μετατροπή του λόγου σε εικόνα (ξαναείδα πρόσφατα το «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» από το βιβλίο του Κίπλινγκ και παρατηρούσα αυτό τον τρόπο εργασίας). Υπάρχει κι η τρίτη σχολή σεναριογράφου-σκηνοθέτη που είναι του «Μπίλυ Γουάιλντερ» αλλά εκεί μιλάμε για … άλλου είδους ταραχή.
Ο Τζένκινς ανήκει στη «σχολή» την πρώτη και ειδικά σε αυτό το φιλμ φαίνεται το πόσο αγαπά το λόγο του συγγραφέα που διασκευάζει και το πώς τον μετατρέπει σε κινηματογράφο, κρατώντας τον όσο μπορεί, κάνοντας τον εικόνα, χωρίς, όμως να τον απαλείφει.
Εδώ έχει βιβλίο του ΤΖΕΗΜΣ ΜΠΟΛΝΤΟΥΙΝ, του εμβληματικού συγγραφέα της «Μαύρης Αμερικής», ο οποίος δεν ήταν «Σπάικ Λη» , δεν είχε εκδικητικό λόγο, όπως δεν έχει κι ο Τζένκινς. Ο Μπόλντουιν, τολμηρός, περιθωριοποιημένος και συμπονετικά ποιητικός, μιλούσε για ιστορίες ανθρώπων της φυλής του, προβάλλοντας ανάγλυφα τις ταλαιπωρίες τους, εξαιτίας, βεβαίως, και του λευκού παράγοντα- κυρίως εξ αιτίας αυτού. Αλλά κι όχι μόνο..
Στη μεταφορά αυτού του βιβλίου αξίζει να παρακολουθήσουμε και να καταλάβουμε τι είναι «διασκευή», τι σημαίνει «μεταφορά μιάς τέχνης σε μία άλλη και πως οφείλει να γίνεται βάσει θεμελιώδους νόμου με τους όρους της δεύτερης. Με τους κανόνες της σεναριογραφίας. Οπου όχι μόνο οι σκέψεις των ηρώων θα πρέπει να μετατραπούν σε πράξεις ώστε να φύγουμε από το μυθιστόρημα και να περάσουμε στο σενάριο, μα θα πρέπει ο συγγραφέας –διασκευαστής, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι κι ο σκηνοθέτης, να προχωρήσει στον δεύτερο κανόνα, του τι κρατώ από το βιβλίο και του τι πετάω. Αυτό που λέω στην ΑΝΑΛΥΣΗ Νο 17 περί ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ πως πρέπει να κρατήσει από το βιβλίο ένα μικρό ποσοστό, μαζί με τον κεντρικό ήρωα, και κάποιες σκηνές , 4-5, βασικές ώστε να παραπέμπει στην πηγή και να μη ξεφεύγει προς το σενάριο original, να μη γίνεται δηλαδή ξένο κι αγνώριστο , να έχει ξεκαθαρίσει δηλαδή μέσα του, ΠΟΥΑΚΡΙΒΩΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΣΤΙΑΣΕΙ. Και βάσει αυτού να το ξαναγράψει όλο από την αρχή.
Ο Τζένκινς διάλεξε από το βιβλίο του Μπόλντουιν να εστιάσει στην ερωτική ιστορία, η οποία, έτσι κι αλλιώς είναι ο κύριος μοχλός του συγκεκριμένου δράματος. Και μετέτρεψε το βιβλίο σε σενάριο , κρατώντας από τα πρόσωπα που περιβάλλουν το ερωτικό ζευγάρι, παρμένα από το βιβλίο αλλά επεξεργασμένα διαφορετικά, τόσο όσο δεν θα τον παρεκκλίνουν από την πορεία που χάραξε.
Η «οδός Μπιλ» του τίτλου εξηγείται στον πρόλογο του βιβλίου από τον Μπόλντουιν και την κρατεί πανέξυπνα κι ο διασκευαστής Τζένκινς ως πρόλογο της ταινίας, εξηγώντας στους θεατές , με το ξεκίνημα, πως η οδός Μπιλ είναι συγκεκριμένος δρόμος της Νέας Ορλεάνης, γκέτο το μαύρων, που στη μαύρη κουλτούρα απόκτησε συμβολική διάσταση και «οδός Μπιλ» ονομάζονται όλα αυτά τα γκέτο σε όποια Πολιτεία ή πόλη της Αμερικής κι αν βρίσκονται. Πως είναι δρόμος που δηλώνει τη «μαύρη κληρονομιά».
Σε μιά τέτοια «Μπιλ Στρητ» αλλά της νέας Υόρκης παίζεται η ιστορία, όπου θα δοκιμαστεί ένας έρωτας από την προκατάληψη, όταν το παλικάρι θα φυλακιστεί για αδίκημα που δεν διέπραξε αλλά μόνο και μόνο επειδή ήταν μαύρος, κι η κοπέλα θα αποδυθεί σε έναν αγώνα υπέρ του όπου θα πάρουν μέρος και μέλη της οικογένειας και του περιβάλλοντος, προπάντων η μητέρα της, την οποία παίζει η εξαίρετη ΡΕΤΖΙΝΑ ΚΙΝΓΚ , που είναι υποψήφια για το Οσκαρ β΄ρόλου και που στη δεύτερη φορά που το είδα πρόσεξα τις απειλητικές για το Οσκαρ λεπτομέρειες του παιξίματος της, την λιτότητα, την ταύτιση με το ρόλο, του πως έχει χτίσει αυτή την ήρεμη μάνα και πόσο λιτά και με τι αυτοέλεγχο παίζει τις δυο σκηνές που αναλαμβάνει τη δυναμική παρέμβαση. Οπου ο σκηνοθέτης βάζει τους παρτενέρ της των σκηνών να κάνουν τους εντυπωσιασμούς κι αυτήν την θέλει λιτή, αυτοελεγχόμενη, συγκεκριμένη μάνα αληθινή, μου θύμισε , χωρίς να έχουν καμία σχέση ως ρόλοι και φυλές, την περσινή Λέσλι Μανβίλ που έπαιζε την αδελφή του Ντάνιελ Ντέι Λιούις στην «Αόρατη κλωστή».
Το άλλο εκπληκτικό του Τζένκινς είναι το πώς έχει διαχειριστεί τα πίσω-μπρος της ιστορίας, τα σπασίματα των χρόνων, που είναι κληρονομιά του «πολίτη Κέιν» (όπου κι εκεί κάποιος εκ των Μάνκιεβιτς είχε πρωτοστατήσει στο σενάριο- να τα λέμε κι αυτά!!!!) και που ποτέ δεν μπερδευόμαστε, τα «εισχωρεί» στη δράση ως θεματικές ενότητες, ανεξαρτήτως χρονικής σειράς. Είναι τόσο τέλειο ώστε δεν χρειάζεται υποψηφιότητα για Οσκαρ το μοντάζ, τα έχει όλα έτοιμα το τέλειο σενάριο, το τέλεια διασκευασμένο σενάριο.
Την ταινία ολοκληρώνει η μουσική, υποψήφια κι αυτή για Οσκαρ, που «δεν της φαίνεται» και που με τα όργανα «λευκής» κλασικής μουσικής λειτουργεί ως «αντίστιξη».
Ένα τέλειο σενάριο από βιβλίο, φτιαγμένο με σκηνοθετική ματιά.