Καταρχάς την Μελίσα Μακ Κάρθυ την είχα εκτιμήσει πολύ ως κωμικό για το μέτρο της και για το πως διακωμωδούσε το σουλούπι της ή για το πόσο άνετα , σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, έπαιζε με αυτό: Σαν να μην υπήρχε αυτό το σουλούπι της «κωμικής χοντρούλας», σαν να το κουβαλούσε χωρίς να του δίνει σημασία. Σαν την Γεωργία Βασιλειάδου , αν μου επιτρέπεται ο παραλληλισμός, στις καλές ταινίες του σακελλάριου όπου δεν έπαιζε ρόλο η εξωτερική εμφάνιση αλλά για την κωμική καρατερίστα παρά την ενδιέφερε μόνο ο ρόλος.
Εδώ ξαφνικά είδα μπροστά μου την «Κάθυ Μπέητς». Όχι ως μίμηση ή τίποτε σχετικό. Είδα ένα ρόλο που αν με ρωτούσαν ποια θα μπορούσε να τον παίξει θα απαντούσα «Η Κάθυ Μπέητς μερικά χρόνια πριν». Επηρεασμένος κι από το «Misery».
Κι είδα να μου αποκαλύπτεται μια εκπληκτική ερμηνεύτρια δραματικού ρόλου, η οποία το υπόνομευε ενίοτε και κωμικά, χωρις μορφασμούς, χωρίς γκριμάτσες, χωρίς «μούτες» που λέμε και στην ορολογία την ερμηνευτική, κυρίως δεν είδα αυτό που συμβαινει σε πολλούς κωμικούς όταν αναλαμβάνουν δραματικό ρόλο. Συνήθως παίζουν με μια υπερβολή την δραματικότητα. Γι αυτό δεν υπήρξα ποτέ θαυμαστής του Ανταμ Σάντλερ ή του Τζιμ Κάρευ όταν αναλάμβαναν δραματικό ρόλο, διότι τόνιζαν, ακριβώς επειδή είχαν «βεβαρυμμένο» (;) κωμικό παρελθόν κι ήθελαν αν δείξουν ότι είναι και στο δράμα ικανοί και την κωμική «μούτα» την μετέτρεπαν σε δραματικό μορφασμό. Είναι ο λόγος που είχε αποτύχει και το πείραμα του μεγάλου Σκορσέζε , ο οποίος στη διδασκαλία ηθοποιών είναι από τους άριστους, με τον Τζέρυ Λιούις στο «Βασιλιάς για μια νύχτα» όπου δεν είχε καταφέρει να τον κάνει δραματικό ενώ αντίθετα, στην ίδια ταινία, αποκάλυπτε ως κωμικό τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο.
Η Μελίσα Μακ Κάρθυ κάνει διπλό άθλο. Όχι μόνο παίζει με τεράστια άνεση το δράμα αλλά καταφέρνει κι ένα αντιπαθές πρόσωπο όπως αυτής της ηρωίδας της οποία ανέλαβε την ενσάρκωση, με τον τρόπο της να την κάνει έως και συμπαθή στο κοινό. Χωρίς να την ωραιοποιεί, χωρίς να την εξιδανικεύει, χωρίς κανενός τύπου εξωραϊσμό. Την έχει παίξει όμως με τόση αλήθεια ως ανθρώπινο χαρακτήρα ώστε τελικώς να την κατανοεί ο θεατής και για τα αδικήματα της.
Η ηρωίδα είναι υπαρκτό πρόσωπο, είναι η Λη Ισραελ, συγγραφέας βιογραφιών που λόγω απότομου και δύσκολου χαρακτήρα αλλά και λόγω αντικειμένου με το οποίο συγγραφικώς καταπιάνεται, δεν τα πάει καθόλου καλά με τους εκδότες οι οποίοι δεν την θέλουν. Κι εκείνη τότε ως πράξη εκδίκησης αλλά κι επίλυσης οικονομικού προβλήματος βάζει μπρος τη μεγάλη κομπίνα: Να πουλάει σε πλούσιους συλλέκτες, κατασκευασμένες από την ίδια, πλαστές αλληλογραφίες κι αφιερώσεις διασημοτήτων . Και κάποια στιγμή το σχέδιο γίνεται αντιληπτό, η υπόθεση ξεσκεπάζεται κι η Λη Ισραελ τρώει απίστευτο διασυρμό.
Στην ερμηνεία της Μελίσα Μακ Κάρθυ συμβάλει ένα πανέξυπνα γραμμένο σενάριο το οποίο τις επιτρέπει σκηνές αποχρώσεων, όπου η ηθοποιός δεν αφήνει λεπτομέρεια.. αμπογιάτιστη.
Το ίδιο σιχύει και για το ρόλο του ΡΙΤΣΑΡΝΤ Ε. ΓΚΡΑΝΤ, στο ρόλο του αλκοολικού, ομοφυλόφιλου, Βρετανού σνομπ φίλου της, με τον οποίο συνεργάζονται στην απάτη αλλά και συγκρούονται για κάποια άλλα ζητήματα.
Το σενάριο με εκπληκτικό τρόπο περιγράφει και τη σχέση τους, άλλοτε φιλία, που και που λυκοφιλία, συναίσθημα κι αγανάκτηση κι αποστροφή μαζί με κατανόηση.
Η σκηνοθέτης ΜΑΡΙΕΛ ΧΕΛΕΡ, από κει και μετά δεν έχει κάτι άλλο να δώσει. Κι αυτό είναι έξυπνο από μέρους της διότι έχει καταλάβει τι σενάριο κρατάει στα χέρια της κι ότι αυτό στο οποίο πρέπει να εστιάσει τη σκηνοθεσία της είναι στην παρακολούθηση , δεν ξέρω αν φτάνουμε κι ως τα όρια της λέξης «καθοδήγηση», δεν ξέρω κατά πόσο αυτή η σχετικά νέα κοπέλα είναι και τόσο καλή δασκάλα ηθοποιών, δεν ξέρω δηλαδή αν είναι αυτή που τους έχει διδάξει ή αν τους έχει φτιάξει ένα κλίμα ώστε οι ηθοποιοί να δράσουν μόνοι τους κι εκείνη να τους παρακολουθήσει.
Δεν πήγε σκηνοθετικά να κάνει καμιά φιοριτούρα, αφέθηκε στην παρακολούθηση και την προβολή των ερμηνευτών της, και στο ζωντάνεμα αυτού του έξυπνα, επαναλαμβάνω, γραμμένου σεναρίου.
Οι υποψηφιότητες για Οσκαρ της ταινίας που αφορούν στους δύο ερμηνευτές και στο σενάριο, το οποίο βασίζεται σε αυτοβιογραφία της Λη Ισραελ, ενισχύουν αυτή την εκδοχή.
Όμως η ατμόσφαιρα που βγαίνει μέσα από τη σκηνογραφία, με κυρίαρχο το σκούρο καφέ για να κάνει μια δική του μουντίλα που να μην είναι , όμως, και καταθλιπτική κι η καταπληκτική γνώση των χώρων στους οποίους κινούνται οι ήρωες, δείχνει ότι έχει γίνει προεργασία πολύ σοβαρή, οι ηθοποιοί σαν να είχαν ζήσει με το ντεκόρ, έδειχναν την απόλυτη εξοικείωση..
Η Μελίσα Μακ Κάρθυ πετυχαίνει μια πολύ μεγάλη προσωπική νίκη, ο Ρίτσαρντ Ε. Γκράντ φτιάχνει μια πολύτιμη συνοδευτική νότα κι ο θεατής τους χαίρεται. Αγαπά και τη σχέση τους, και κάπου λυπάται όταν τους βλέπει να τα «σπάνε» μεταξύ τους, τους έχει νιώσει ως ανθρώπους ακριβώς επειδή οι χαρακτήρες είναι τόσο ανάγλυφα γραμμένοι, έχουν δική τους προσωπική ζωή, είναι άνθρωποι κι όχι μαριονέτες που τις κινεί κάποιος σπάγκος και για αυτό συμβαίνουν όλα αυτά.
Το «Θα μπορούσες ποτέ να με συγχωρέσεις;» καθώς και το «Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει» είναι για τον υπογράφονται οι δυο τελευταίες ευχάριστες εκπλήξεις της φετινής οσκαρικής χρονιάς που οσονούπω τελειώνει.
ΥΓ. Δείτε κάτι στο σενάριο: Το διάλογο Μακ Κάρθυ κι εκδότριας για τον συγγραφέα Τομ Κλάνσυ. Ενας διάλογος που σε ελληνική ταινία δεν θα έμπαινε ποτέ και πρώτοι οι «κριτικοί» θα έγραφαν και το απόφθεγμα πως «η Μάριελ Χέλερ- η σκηνοθέτης δηλαδή- ειρωνεύεται τον Κλάνσυ». Καταρχάς δεν ξέρουν ότι αυτά δεν τα κάνει ο σκηνοθέτης αλλά το σενάριο, κατά δεύτερον λόγο επειδή δεν ξέρουν από σενάρια μεταφέρουν στο αδαές κοινό και μερικοί εξ αυτών και σε κινηματογραφικές σχολές που διδάσκουν αυτό που νομίζουν. Μόνο που στους κανόνες του σεναρίου αυτά δεν τα λέει ο σκηνοθέτης που έτσι κι αλλιώς δεν τα λέει, τα λέει ο σεναριογράφος. ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΛΕΕΙ ΟΥΤΕ Ο ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ αλλά οι δύο συγκεκριμένοι χαρακτήρες. Οπου μέσα από αυτή την τοποθέτηση τους για τον συγκεκριμένο best-seller- ίστα, δείχνουν μέρος του χαρακτήρα η κάθε μία ηρωίδα, τη συγγραφικής και την εκδοτική τοποθέτηση, τι αντίληψη έχει η συγγραφέας και τι είδους συγγραφλεας είναι, τι αντίληψη έχει η εκδότρια και τι είδους εκδότρια είναι.. Αυτοί είναι οι ΚΑΝΟΝΕΣ!!! Η Αγνοια κι η Ημιμάθεια τους μεταφράζουν διαφορετικά, δηλαδη τους ΠΑΡΑΠΟΙΟΥΝ και τους ΠΑΡΑΦΡΑΖΟΥΝ. Και το κοινό, χωρίς να φταίει αφού δεν ξέρει, ΑΝΑΜΑΣΑ.