Και το εξειδικευμένο επίτευγμα έχει να κάνει με τις σοβαρές ,κινηματογραφικές πανεπιστημιακές σπουδές στις σκανδιναβικές χώρες και , στην συγκεκριμμένη περίπτωση, στη Σουηδία όπου τα παιδιά εκεί , σπουδάζουν το σινεμά πάνω στα είδη, σε όλους τους τομείς, προχωρούν σε εκθαμβωτικών αποτελεσμάτων εξειδικεύσεις και μία από αυτές είναι και το μακιγιάζ. Οπου στα τελευταία χρόνια , η ΣΟΥΗΔΙΑ έχει καταφέρει ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ, με δική της ταινία να καταλάβει μία από τις τρεις (κι όχι από τις πέντε, διότι στην κατηγορία του μακιγιάζ έχουμε τριάδες κι όχι πεντάδες) θέσεις στις υποψηφιότητες για το Οσκαρ της κατηγορίας αυτής. . Με τον «Εκατοντάχρονο που πήδηξε από το παράθυρο», με τον «Κύριο Οβε» και φέτος με τα «Σύνορα». Είναι πολύ σημαντικό αυτό το στοιχείο , για αυτό και το προτάσσω και το δίνω στους αναγνώστες-θεατές μια και το σινεμά είναι σύνθετη και περίπλοκη Τέχνη κι όχι οι γνωστές θεωρίες των κατευθυνόμενων δημοσιευμάτων. Με το σινεμά της Σουηδίας θα ασχοληθούν μόνο αν βγάλει κανέναν …auteur. Εκεί αρχίζουν και τελειώνουν, Με το κυρίως σινεμά της Σουηδίας τι γίνεται; Είναι φαινόμενο προς μελέτη το γεγονός ότι η σουηδική παραγωγή εκτοπίζει αμερικάνικα blockbusters και διάφορα άλλα παρόμοια και καταλαμβάνει τη μία από τις τρεις θέσεις. Και μάλιστα με ανθρωποκεντρικό μακιγιάζ κι όχι με κανένα περιπετειωδες επιστημονικής φαντασίας της σουηδικής κινηματογραφίας, η οποία, επίσης εξάγει σκηνοθέτες προς την Αμερική για αυτό το είδος. Είτε με την εξέλιξη της ηλικίας ενός γέρου, είτε με την μεταμόρφωση ενός ηθοποιού από νέο σε υπερήλικα σε μια κοινωνική ιστορία, είτε με την περίπτωση ανθρώπινων τρολ σε ένα έργο συναισθήματος και μυστηρίου όπως είναι τα «Σύνορα», η Σουηδία κερδίζει… μετάλλια.
Και στα «Σύνορα» συνέβη αυτό ακριβώς, αυτή η επισήμανση ενώ η ταινία δεν έτυχε αναγνώρισης ευρύτερης ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Αμερική. Στα Ευρωπαϊκά Βραβεία, στην Ευρωπαϊκη Ακαδημία δηλαδή προσπεράστηκε και δεν αποκόμισε τίποτα στις κατηγορίες που προτάθηκε πλην των σπέσιαλ εφφέ όπου στην Ευρωπαική Ακαδημία το μακιγιάζ είναι κι αυτό περιλαμβανόμενο στην κατηγορία,, στη δε Αμερική, που ήταν η επίσημη υποβολή της Σουηδίας για το ξενόγλωσσο Οσκαρ, έμεινε εκτός, ακόμα κι από τη “short list”. Ωστόσο, οι ΜΑΚΙΓΙΕΡ είδαν το επίτευγμα της δικής τους ειδικότητας, της δικής τους Τέχνης, και το πρότειναν ως ένα από τα τρία καλύτερα της χρονιάς.
Η ταινία, που υπογράφεται από τον ΑΛΙ ΑΜΠΑΣΙ, ο οποίος είναι και σκηνοθέτης και σεναριογράφος ενώ εργάζεται κι ως μοντέρ, πολυπράγμων δηλαδή( Ιρανός καλοσπουδαγμένος στην μεγάλη της ΔΑΝΙΑΣ σχολή, κάτοικος άλλωστε Κοπεγχάγης), ξεκινά θαυμάσια. Κι ως ταινία ανθρώπινου πνεύματος που σκοπό έχει την κατανόηση και τη συμφιλίωση, αλλά κι ως τρόπος αφήγησης όπου πραγματικά μας βάζει σε ύφος ταινίας μυστηρίου και μας ξαφνιάζει από το ξεκίνημα κιόλας. Με ηρωίδα μια γυναίκα παραμορφωμένη, η οποία εργάζεται στο τελωνείο του αεροδρομιου και έχει το χάρισμα να οσφραίνεται την παρανομία, να συναισθάνεται την ιδιοσυγκρασία του άλλου, να είναι βέβαιη από διαίσθηση ποιος μπορεί να κουβαλά λαθραία, ακόμα και σε ποιο σημείο της αποσκευής.
Η παράξενη αυτή γυναίκα αντιμετωπίζει και προβλήματα λόγω του ξεχωριστού αυτού χαρίσματος. Και με την υπηρεσία και με τους ταξιδιώτες. Η μεν υπηρεσία ξαφνιάζεται ευχάριστα κάθε φορά που η ηρωίδα εντοπίζει αυτό που δεν φαινόταν, οι ταξιδιώτες διαμαρτύρονται στην υπηρεσία… Αλλά η ηρωίδα στο τέλος κερδίζει. Εχει και προσωπική ζωή, αν και ανάπηρη ζωή. Είναι με κάποιον με τον οποίο η σχέση είναι πλατωνική, έχει κι ένα υπερήλικα πατέρα πολλών αναγκών κι όλα αυτά τα παράξενα γύρω από αυτήν αρχίζουν και στήνουν έργο μυστηρίου. Τόσο με τον τρόπο που είναι γραμμένες οι σκηνές όσο και με το πώς πραγματώνονται σκηνοθετικά κι ερμηνευτικά. Κάποτε, θα εμφανιστεί ταξιδιώτης κι εξ αυτού η Τίνα για πρώτη φορά θα μπλοκαριστεί διότι ο παράξενος αυτός άνθρωπος είναι κάπως σαν κι αυτήν, με παρόμοια παραμόρφωση, στήνεται κι άλλο μυστήριο σχετικά με το τι μπορεί να τους συνδέει και μοιάζουν τόσο πολύ.
Όπως είναι φυσικό, στο δεύτερο μέρος και χωρίς να παρατηρείται φάλτσο στη γραφή και στην εξέλιξη της ιστορίας, το βάρος εντοπίζεται σε αυτή την ομοιότητα, στην ανακάλυψη κοινών στοιχείων και χαρακτηριστικών και στο ότι αυτά τα δύο πανάσχημα, κακοφορμισμένα, αλλόκοτα πλάσματα θα βρουν την αδελφή ψυχή, εκατέρωθεν.
Όμως για να γίνουν αυτά υπάρχουν αποκαλύψεις και περιπλοκές κι από ένα σημείο κι ύστερα το έργο , αν δεν συγκινήσει, καταλήγει απωθητικό. Διότι προβάλλεται ιδιαίτερα η εξωτερική εμφάνιση, τονίζονται ο κακοφορμισμός κι η ασχήμια κι όταν φτάνουν και στο σημείο να βρεθούν ερωτικά, εκεί η απώθηση, συγγνώμη που το λέω, αλλά είναι πολύ μεγάλη. Η ρεαλιστική απεικόνιση της κατάστασης τους , απωθεί. Βεβαίως κι ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος που δεν υπολείπεται ικανοτήτων στη δημιουργία κλίματος κι ατμόσφαιρας, επιδιώκει να προβάλει αυτό το στοιχείο, αυτό το σημείο, ακριβώς επειδή εκεί εντοπίζει κι εστιάζει την ταινία, το περιεχόμενο.
Γι αυτό και βγαίνουν μπροστά οι μακιγιέρ και παίρνουν αν όχι τη συνολική πάντως σίγουρα την τελική δόξα, επειδή αυτό που θέλησε ο σκηνοθέτης επετεύχθη. Κι αυτό ήταν ο έρωτας ανάμεσα σε δύο ΤΡΟΛ.
Όμως, ως περιεχόμενο, δεν λέει κάτι πρωτότυπο, εννοώ ως βάθος ουσίας, που να μην το έχουμε ξαναδεί, περί αποδοχής των τερατόμορφων πλασμάτων. Δεν έχει το σπαραγμό ενός «ανθρώπου ελέφαντα» φερειπειν, ώστε να νιώσουμε πιο πολύ το δράμα, με την κοινωνία και τον περίγυρο να εμπλέκονται. Τους βλέπουμε ως περιστατικό. Κι αυτό το περιστατικό μπορεί και συγκινεί κάποιους, μπορεί κι αιφνιδιάζει κάποιους άλλους καθιστώντας τους αμήχανους, μπορεί όμως και να αποβεί κι αντιαισθητικό διότι μιλάμε για σινεμά και το σινεμά απευθύνεται σε θεατές κι οι θεατές έχουν όρια και διαβαθμίσεις στην προσληπτικότητα τους. Είτε τη χρονική είτε την αισθητική.
Το ότι οι ηθοποιοί παίζουν θαυμάσια, κυρίως η ΕΥΑ ΜΕΛΑΝΤΕΡ που έχει περισσότερα πράγματα να κάνει μέσω της ηρωίδας της όπως την έχει προγραμματίσει το σενάριο , χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο ΕΕΡΟ ΜΙΛΟΝΩΦ υστερεί, δεν γινόταν να μας εκπλήσσει. Είναι φροντισμένη ταινία και θα διάλεγε ηθοποιούς ικανότατους. Όμως κι αυτί υπολείπονται του μακιγιάζ αφού όλη η ταινία και το επίτευγμα που της αναγνωρίστηκε είναι το μακιγιάζ που έχει γίνει στα πρόσωπα των δύο αυτών ηθοποιών. Το μακιγιάζ όμως έχει φερθεί ακόμα κι στους ηθοποιούς γενναιόδωρα διότι ναι μεν τους παραμορφώνει απωθητικά, τους επιτρέπει, όμως, και να δείξουν εκεί που χρειάζεται, ότι παίζουν. Και παίζουν καλά.