Το «ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ» είναι η καλύτερη μεταφορά, πρώτον και κύριο διότι είναι ΕΡΓΟ ΔΟΜΗΜΕΝΟ , είναι θεατρικό (αν και βασίστηκε σε διήγημα της Αγκαθα Κρίστι που η ίδια το μετέτρεψε σε θεατρικό κι είναι το καλύτερο θεατρικό της έργο, με την «ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΊΔΑ» δεύτερη) , με απλά λόγια είναι ΚΑΛΟ ΕΡΓΟ. Αριστοτεχνικά δομημένο, δεν αφήνει τρύπες και χαραμάδες να εισχωρήσει το μυαλό του θεατή καμιά «μαντεψιά» , η πλοκή είναι άριστη κι οι ανατροπές συμβαίνουν κάθε τόσο ώστε να μένει ο θεατής καρφωμένος στην καρέκλα του. Και δεν είναι μόνο ένα αστυνομικό παιχνίδι. Εχει και προεκτάσεις, έχει και χαρακτήρες, έχει ζωντανά πρόσωπα και φινάλε σοκαριστικό.
Κι ως θεατρικό έργο, έχει ανείπωτη αντοχή στο χρόνο κι όσες φορές παίχτηκε στη χώρα μας, με εισηγήτρια την αείμνηστη Κα ΚΑΤΕΡΙΝΑ (κι αργότερα το ζεύγος Αλεξανδράκη-Γαληνέα με τον Χρήστο Πολίτη και πιο πρόσφατα την Κάτια Δανδουλάκη με τον Δάνη Κατρανίδη και τον Κώστα Σπυρόπουλο) η επιτυχία του ήταν τεράστια.
Κι είναι τεράστια η επιτυχία του πάντα διότι βάζει το θεατή απόλυτα στο κλίμα κι είναι κι αληθινό. Αυτό που γράφω παραπάνω. Κι επειδή κάποτε, ένας μεγάλος δικηγόρος που ειδικευόταν στα ποινικά μου το είχε αναφέρει, αυτό το έργο, το «Μάρτυς Κατηγορίας», ο οποίος το είχε δει με την Κατερίνα, ως παράδειγμα του τι αντιμετωπίζει ένας δικηγόρος, τότε που ήμουν κι εγώ πρωτοετής στη Νομική (και με νουθετούσε ως αυριανό συνάδελφο.., που νάξερε ο άνθρωπος ότι από όσα μου έλεγε το μυαλό μου έμενε κολλημένο στο έργο και στην Κατερίνα) κι ότι σε αυτό το έργο, συμβαίνουν τα μύρια όσα κι ο μόνος που δεν παίρνει χαμπάρι τι παίζεται είναι ο δικηγόρος ο οποίος είναι κι ευφυέστατος. Μέχρι και τον ευφυέστατο δικηγόρο μπορούν να ξεγελάσουν, μου είχε πει, κάποια στιγμή οι πελάτες του.
Κι ο δικηγόρος αυτός είναι η αιχμή του δόρατος ώστε το έργο να γίνεται πιστευτό διαρκώς και να βάζει το θεατή στην ίντριγκα αφού κι ο θεατής παρακολουθεί την εξέλιξη του μαζί με τον δικηγόρο. Ο,τι μαθαίνει ο ένας, μαθαίνουν κι οι άλλοι, το κοινό δηλαδή. Κι είναι τόσο σοφά ζυγισμένη κι υπολογισμένη η ίντριγκα ώστε να έχουμε αυτά τα αποτελέσματα.
Για την υπόθεση δεν θέλω να πω πολλά, παρά μόνο την αφορμή: Δολοφονείται μια γριούλα, οι υποψίες πέφτουν όλες πάνω στον ΤΑΫΡΟΝ ΠΑΟΥΕΡ, ο οποίος έχει ένα και μοναδικό ακλόνητο άλλοθι , τη γυναίκα του. Η οποία γυναίκα του είναι Γερμανίδα, την είχε περιμαζέψει από τα ερείπια του Βερολίνου στην περίοδο των μεγάλων βομβαρδισμών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την είχε φέρει στην Αγγλία. Την ερωτεύθηκε αν κι είχαν διαφορά ηλικίας, εκείνη ήταν υποτίθεται αρκετά μεγαλύτερη του, την περιέθαλψε, την ανάστησε. Κι είναι η μόνη που κρατά το άλλοθι του στα χέρια της. Ηταν μαζί το βράδυ του φόνου της γριούλας. Η Γερμανίδα σύζυγος εμφανίζεται στο δικαστήριο κι όλως αιφνιδίως ενώ περιμένουν από το στόμα της το άλλοθι, εκείνη σοκάρει το δικαστήριο ως ο ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ του τίτλου!! Τον καίει!!!!!!!!!!!!!!
Κι από εδώ ξεκινά ουσιαστικά το έργο, είναι το 20λεπτο για να περάσουμε από τη ΔΕΣΗ στην ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ.. Οσο δε για τη ΛΥΣΗ, που είναι περίπου το τελευταίο 20λεπτο , εκεί μιλάμε για υπόδειγμα γραφής από την Αγκαθα και επιβεβαιώνεται από την κουβέντα του δικηγόρου τότε σε μένα.
Γιατί, όμως, ο «ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ» έγινε και ΜΕΓΑΛΗ ΤΑΙΝΙΑ , κι έφτασε να προταθεί για έξη Οσκαρ μεταξύ των οποίων και για καλύτερη ταινία και για Σκηνοθεσία αλλά με την «Γέφυρα του ποταμού Κβάϊ» απέναντι του δεν είχε περιθώρια και νίκης.
Διότι εδώ υπάρχει ο ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΪΛΝΤΕΡ. Ο κορυφαίος, στα όρια του μυθικού, σεναριογράφος-σκηνοθέτης, ο οποίος εδώ λειτούργησε και με τις δύο ιδιότητες κι έβγαλε μπροστά την ιδιότητα του σκηνοθέτη αφήνοντας την ιδιότητα του σεναριογράφου μόνο να τον καθοδηγεί.
Και τι εννοώ; Πως ο ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΪΛΝΤΕΡ , όταν ανέλαβε να σκηνοθετήσει το έργο στο σινεμά και να το μετατρέψει σε ταινία, ήξερε πολύ καλά που πατούσε διότι του το υπαγόρευε ο συγγραφέας εαυτός του: Ότι αντικείμενο και ζητούμενο του έργου είναι η ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ και το έργο της. Και το έργο είναι τέλειο και δεν είναι για να το πειράξουν. Κι ότι πρέπει να προβληθούν η δεξιοτεχνία της Αγκαθα και το σασπένς διότι αυτά είναι τα θησαυροφυλάκια του έργου.
Ουσιαστικά ο Μπίλυ Γουάιλντερ τι έκανε; ΝΤΕΚΟΥΠΑΖ έκανε στην ουσία κι όχι συγγραφή εκ νέου. Πήρε το θεατρικό, βεβαίως κι υπέγραψε τη σεναριακή διασκευή του αλλά βασικά το ντεκουπάρησε. Προς ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΚΑΤΕΎΘΥΝΣΗ ΔΟΎΛΕΨΕ ΚΙ ΌΧΙ προς ΤΟ ΞΑΝΑΓΡΆΨΙΜΟ.Το μετέτρεψε σε πλάνα κινηματογραφικά για να αποφευχθεί η θεατρική στατικότητα αλλά χωρίς να πειράξει τίποτα.
και για αυτό, για σπάνια φορά, ταινία του Μπίλυ Γουάιλντερ που προτείνεται για Οσκαρ , τόσο για ταινία όσο και για σκηνοθεσία, δεν προτείνεται και για Οσκαρ σεναρίου! (εκ διασκευής- στην συγκεκριμένη περίπτωση). Διότι δεν έχουμε ένα εκ νέας γραφής σενάριο αλλά στην ουσία έχουμε ντεκουπαρισμένο το θεατρικό σε πλάνα, όπου ο ΜΟΝΤΕΡ θα προβάλει τις ίντριγκες και τις ανατροπές του έργου με τα στοιχεία-πλάνα που του δίνει ο σκηνοθέτης κι ο θεατής θα ζήσει την αγωνία του δικαστηρίου και των σοκαριστικών, διαρκών ανατροπών μιάς περίπλοκης, που στην αρχή φάνταζε απλή, υπόθεσης. Εννοείται πως και το μοντάζ προτάθηκε για Οσκαρ αλλά κι ο ΗΧΟΣ όπου ο σκηνοθέτης Μπίλυ Γουάιλντερ, που θυσίασε τον σεναριογράφο εαυτό του ώστε να μην προδοθεί το πρωτότυπο, ήθελε να ζωντανέψει το δικαστήριο, την αίθουσα του δικαστηρίου παντί τρόπω κι αν κάποιος το έχει δει καμιά…100στή φορές, όπως ο υπογράφων, και θέλει να μελετήσει λεπτομέρειες και σταθεί στον ήχο, αυτό που θα διαπιστώσει ότι συμβαίνει εκεί μέσα, είναι ηχητικά «εξωφρενικό». Κι όμως, δεν «φαίνεται», όπως και το μοντάζ δεν «φαίνεται», διότι δεν κάνουν παλικαρισμούς και λεονταρισμούς αλλά συστρατεύονται στη δημιουργία της ταινίας κι όχι στη δική τους προβολή- και , άλλωστε, πως θα γινόταν κάτι τέτοιο από τη στιγμή που εποπτεύει με ΑΠΟΨΑΡΑ πάνω σε αυτό, ο σκηνοθέτης Μπίλυ Γουάιλντερ.
Ο μεγάλος ρόλος του έργου είναι του δικηγόρου. Ο ρόλος του κατηγορούμενου και της συζύγου μάρτυρος θέλουν δύο σταρ. Δύο προσωπικότητες. Ασχέτως αν θα είναι και καλοί ηθοποιοί, που πράγματι αποδίδουν κι ο ΤΑΫΡΟΝ ΠΑΟΥΕΡ κι η ΜΑΡΛΕΝΕ ΝΤΗΤΡΙΧ τα καλύτερα τους
Ο ρόλος, όμως , του δικηγόρου θέλει ΗΘΟΠΟΙΟ!!!! Με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Διότι ο ρόλος αυτός είναι που παιδεύεται που πάλλεται που ανατρέπει κι ανατρέπεται και που στην κινηματογραφική μεταφορά έχουν τονίσει και τα προβλήματα της υγείας του κι είναι αυτός ο ρόλος που έκανε τον δικηγόρο εκείνον της φοιτητικής μου ζωής να μου πει τη φράση που ανέφερα πιο πάνω κι είναι κι ο ρόλος μέσα από τον οποίο η ίδια η Αγκαθα Κρίστι δομεί το έργο της. Πάνω στον δικηγόρο πατάει κι ανοίγει το διαβήτη της ίντριγκας, μέσα από τον δικηγόρο δίνει την υπόθεση και το αίνιγμα της στους θεατές, οπότε κάθε τι που συμβαίνει κατά την εξέλιξη, αντικατοπτρίζεται πάνω στον δικηγόρο.
Ο ΤΣΑΡΛΣ ΛΩΤΟΝ δίνει πολύ μεγάλη ερμηνεία. Λατρεύω την απόδοση του ΑΛΕΚ ΓΚΙΝΕΣ στη «ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΚΒΑΪ», δεν την συζητώ, είναι του κόσμου τα αγαθά, στο πως φτιάχνει το πρότυπο του αιχμάλωτου Βρετανού αξιωματικού και με ΤΙ ΛΙΤΟΤΗΤΑ αλλά κάθε φορά που θα δω το «Μάρτυς κατηγορίας» με πιάνει μια λύπη για την κακή χρονική σύμπτωση που ο Τσαρλς Λώτον βρέθηκε σε εκείνη την κούρσα και δεν πήρε το Οσκαρ για το ρόλο του δικηγόρου. Εμεινε με το Οσκαρ που είχε πάρει για τον «ΕΡΡΙΚΟ Η’»
Υποψήφια ήταν στην κατηγορία του β γυναικείου ρόλου η ΕΛΣΑ ΛΑΝΤΣΕΤΕΡ , σύζυγος του Τσαρλς Λώτον στη ζωή, όπου εδώ το «ντεκουπάζ» του Μπίλυ Γουάιλντερ κι ο μοντέρ συνοδός , έχουν φτιάξει πάνω της μια «νότα», που σπάει το έργο, σαν σύντομο διάλειμμα αλλά που κι αυτή έχει να κάνει με τον δικηγόρο κι όχι με το ζεύγος κατηγορούμενου και μάρτυρος. Ο ρόλος της Λάντσεστερ είναι ένας supporting ρόλος που λειτουργεί συμπληρωματικά με ένα κεντρικό χαρακτήρα , από εκείνον παίρνει και σε εκείνον δίνει. Κι είναι κι εδώ, πάλι ο δικηγόρος.
Ωρα για αληθινό αστυνομικό έργο, ώρα για αληθινό σινεμά κι όχι για τα μικράκια αστυνομικάκια της μικρούτσικης κινηματογραφο-τηλεοπτικής εποχής μας.
Τεράστιος Μπίλυ Γουάϊλντερ που ξέρει να θυσιάσει ακόμα και τον εαυτό του (τον σεναριογράφο εαυτό εννοώ) επειδή ξέρει τι πρέπει να προωθήσει. Και τον αποζημιώνει, ο εξίσου μεγάλος ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ εαυτός του, για τον οποίο εργάζεται.