Καταρχάς, αυτό που θέλω να πω είναι πως αν το φιλμ ήταν αμερικάνικο θα μιλούσαν όλοι για «αμερικανιά». Ειδικά στο φινάλε..
Κατά δεύτερον λόγο , όπως δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις «αμερικανιές», κι ούτε αποδέχομαι τον όρο συλλήβδην, έτσι δεν έχω πρόβλημα και με αυτή την ταινία. Η οποία δείχνει , αυτό που λέω συχνά πυκνά, πως ο γαλλικός κινηματογράφος ανορθώθηκε ξανά στην τελευταία 20ετία αφότου αποφάσισε να επανενεργοποιήσει τη βιομηχανία του και να ασχοληθεί πιο επισταμένως με το σινεμά των ειδών, αφήνοντας απέξω τη θεωρία του auteur και τους auteurs τους ίδιους (πόσους auteurs καινούργιους έχει βγάλει η Γαλλία τα τελευταία 20 χρόνια;) κι ακολουθεί κατά πόδας τον αμερικάνικο, μετατρέποντας τον σε γαλλικό. Και σε πολλές περιπτώσεις, πάνω στα είδη πλέον, βγάζει και καλύτερες ταινίες από τον αμερικάνικο, όχι όμως ως γενικό κανόνα.
Το γαλλικό σινεμά έτσι κι αλλιώς έχει παράδοση κι η παράδοση δεν είναι μόνο στα είδη αλλά και στο ίδιο το σινεμά εξού και βλέπουμε θαυμάσιες δουλειές από μοντέρ, ηχολήπτες και λοιπές ειδικότητες- για να μην αρχίσω να τις απαριθμώ και κουράζω.
Όπως το «Untouchables» εκσυγχρόνισε το είδος του Σύντεϋ Πουατιέ στην Αμερικής του ’60 και το μετέτρεψε σε γαλλικό, έτσι κι εδώ βλέπουμε πράγματα που τα έχουμε δει στο αμερικάνικο σινεμά ή και στο εγγλέζικο, μια και τούτη η ταινία θυμίζει σε ένα βαθμό το «Αντρες με τα όλα τους».
Συνεπώς, ένας θεατής που αγαπά τα «feel-good movies» θα ευχαριστηθεί κι αυτό και θα έχει και το άλλοθι του ότι είδε «γαλλικό» κι όχι «αμερικανιά», αν και περί τέτοιας πρόκειται, ένας, όμως, που δεν τα ανέχεται μπορεί να θεωρήσει κι αυτό το φιλμ ως μία μετριότητα και να δηλώσει ότι βαρέθηκε και να έχει και δίκιο.
Μιλώ για αντιδράσεις θεατών επειδή η ταινία είναι «εμπορική» (όρο που επίσης δεν αποδέχομαι αλλά επειδή χρησιμοποιείται για τις αμερικάνικες οφείλω να τον επικαλεστώ για να συνεννοηθώ με τους αναγνώστες) , οπότε οι αντιδράσεις του κοινού έχουν βαρύνουσα σημασία. Στη Γαλλία πάντως έσκισε και η ΓΑΛΛΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ μέσω των βραβείων «ΣΕΖΑΡ» το πρότεινε για ΔΕΚΑ.
Κι είναι και concept αμερικάνικου εκθέματος, πρόκειται για ταινία που σκηνοθέτησε γνωστός Γάλλος ηθοποιός , ο ΖΥΛ ΛΕΛΟΥΣ που κάνει ό,τι ακριβώς κάνουν κι οι Αμερικανοί συνάδελφοι του ηθοποιοί που κάθε τόσο σκηνοθετεί και κάποιος. Όχι μια ταινία προσωπικής έκφρασης αλλά ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΕΙΔΟΥΣ.
Και στην Αμερική, μια τέτοια ταινία θα προτεινόταν για καμιά δεκαριά Οσκαρ.
Το έργο είναι καλογραμμένο και καλοσκηνοθετημένο κι όταν λέμε «καλοσκηνοθετημένο» εννοούμε πως ο υπογράφων ως σκηνοθέτης έχει συνεννοηθεί και συνεργαστεί με εκπληκτικούς επί μέρους καλλιτέχνες που είναι κι αυτοί οι οποίοι κάνουν πράξη τη σκηνοθεσία του.
Αρχίζοντας από τον μοντέρ που με ενθουσίασε, ο οποίος έχει «κόψει» αριστοτεχνικά στα σημεία που πρέπει να κρατηθεί το αστείο ώστε το έργο να λειτουργήσει ως κωμωδία που θέλει να είναι αλλά και κωμωδία αισθημάτων. Και το μοντάζ στην κωμωδία είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση διότι ο μοντέρ αναλαμβάνει να διασώσει το αστείο, να μην το «κάψει», να κόψει ακριβώς εκεί που θα πρέπει ώστε ο θεατής να γελάσει και να μην το κρατήσει παραπάνω και το γέλιο εκτονωθεί πριν δράσει.. Κι είναι ακόμα πιο δύσκολο όταν η κομεντί δεν είναι μια ξέφρενη κωμωδία ρυθμού αλλά μια κομεντί συναισθημάτων που πρέπει να υπολογιστούν τα σημεία όπου οφείλει κι η συγκίνηση το μερτικό της στον θεατή και βέβαια τα κοψίματα στα πρόσωπα ή στις ατάκες των ηθοποιών αφού το συναίσθημα θα βγει μέσω των ρόλων, μέσω των χαρακτήρων και τους χαρακτήρες θα τους δώσουν στο κοινό οι ηθοποιοί με τις ερμηνείες τους και πρέπει ο μοντέρ να απαθανατίσει τις στιγμές τους και να μην τους εξοβελίσει. Αλλωστε κι ο σκηνοθέτης βασίζεται πολύ στους ηθοποιούς αφού ως ηθοποιός κι ο ίδιος κάνει ό,τι κάνουν στην Αμερική οι αναρίθμητοι ηθοποιοί που σκηνοθετούν και στέλνουν συναδέλφους τους ηθοποιούς σε Οσκαρ ερμηνείας.
Εννοείται πως το μοντάζ ήταν μέσα στις δέκα υποψηφιότητες για Σεζάρ και του το «έφαγε» ο δικός μας, ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ στο ‘ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ» όπου πέτυχε την δραματικότητα της έντασης της οικογενειακής βίας κι υποκατέστησε κι εκείνος σκηνοθεσία (Το «Μετά τον χωρισμό» ήταν το φιλμ που είχε σαρώσει στα Σεζάρ, πήρε και την καλύτερη ταινία, όχι όμως και την σκηνοθεσία ο Ξαβιέ Λεγκράν ενώ πήρε το βραβείο του μοντάζ ο Λαμπρινός- άρα αυτό κάτι δείχνει από πλευράς κινηματογραφιστών), όπως ήταν κι ο ήχος όπου ..ποιός ήχος και για τι ήχο μιλάμε; Διότι πολλοί δεν καταλαβαίνουν τι εστί ήχος, όταν δεν πρόκειται για φασαριόζικο blockbuster και ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ότι το soundtrack ουσιαστικά στον ήχο πιστώνεται και διαφέρει το soundtrack από το score- την καθαυτή μουσική. Κι εδώ, στο «Κολύμπα ή αλλιώς βυθίσου» ο ήχος είναι οι μουσικές επιλογές, τα τραγούδια τα γνωστά, που δεν γράφτηκαν για την ταινία αλλά επιλέχθηκαν για τις ανάγκες της, για να ντύσουν ηχητικά τις κολυμβητικές προσπάθειες των ηρώων του σεναρίου!
Κι η φωτογραφία, που κι αυτή ήταν υποψήφια στα «Σεζάρ», ως κάμερα βοηθεί το μοντάζ αλλά κι ως φωτισμός πετυχαίνει για λογαριασμό του σκηνοθέτη τη μελαγχολία της πισίνας με τα ψυχρά μπλέ και την αντίστιξη των εξωτερικών χώρων όπου κι εκεί ο μελαγχολικός τόνος κρατιέται με μια φθινοπωρινή διάθεση…
Τώρα ποια είναι η υπόθεση; Εδώ έχουμε ένα θέμα στο σενάριο που χωρίς να το μειώνει, προβληματίζει λίγο περί του ζητουμένου. Ας πούμε , στο «Ανδρες με τα όλα τους», το ανδρικό στριπτηζ για κοινωνικούς λόγους από άνεργους εργάτες , ήταν «πράξη σπουδαία και τέλεια». Είχε ένα εύρημα, μια πρωτοτυπία, μια διαφορετικότητα, κάτι που πραγματικά άξιζε τον κόπο να γίνει ταινία, μέσα από το κωμικό εύρημα αναδείκνυε ένα τεράστιο κοινωνικό ζήτημα και διάνθιζε με χιούμορ την ανθρώπινη απελπισία.
Εδώ το εύρημα , που ως σεναριακή βάση και κοινό παρονομαστή έχει την κρίση μέσης ηλικίας στους άντρες, είναι μια πισίνα στην οποία πηγαίνουν να χαλαρώσουν αλλά εμείς βλέπουμε ένα πρόγραμμα υγρού μπαλέτου στο οποίο αυτοί θα λάβουν μέρος σχηματίζοντας ομάδα , σε πανευρωπαϊκο διαγωνισμό, και θα εκπροσωπήσουν τη Γαλλία.
Αυτό που δεν κατάλαβα ποτέ στο σενάριο (και δεν είναι ευθύνη συγγραφής) είναι πως μας δείχνει τέλεια τους χαρακτήρες και το τι κουβαλάει ο καθένας από σπίτι, περιβάλλον, οικογένεια , επαγγελματικό ή οικονομικό ή και προσωπικό αδιέξοδο κι ότι όλοι αυτοί καταλήγουν στην πισίνα για χαλάρωση όπου και συναντιούνται. Κι ο καθένας βγάζει τα προβλήματα του πάνω στον άλλο και βγαίνει η δυσκολία των χαρακτήρων και της ζωής του καθενός.
Εγώ, όμως, στην πισίνα δεν βλέπω χαλάρωση. Βλέπω ένα πρόγραμμα εντατικοποίησης ώστε να τους βάλουν να κάνουν υγρό μπαλέτο και να τους στείλουν σε πανευρωπαϊκο διαγωνισμό. Δεν είδα πουθενά να χαλαρώνουν κι αναρωτήθηκα γιατί τους βάζουν σε τέτοιο «στρατιωτικό» πρόγραμμα ενώ οι άνθρωποι είναι ζορισμένοι ή και «παιγμένοι» και θέλουν να χαλαρώσουν. Από άγχος σε άγχος κι αυτό όχι για λόγους ομοιοπαθητικής θεραπείας.
Και τελικά , ποιο ήταν και το ζητούμενο τους; Αυτό το «δοξαστικό» φινάλε; Αυτός ήταν ο λόγος που πήγαν στην πισίνα;
Αυτή ήταν η διαρκής απορία μου η οποία , όμως, δεν με απομάκρυνε από τους χαρακτήρες που ερμηνεύτηκαν και θαυμάσια και μαζί με την ταινία τη σκηνοθεσία και το σενάριο (χώρια τη φωτογραφία, τον ηχο και το μοντάζ που προανέφερα) , είχαμε και τέσσερις ερμηνευτικές υποψηφιότητες, δύο ανδρών, δύο γυναικών, όλες οι περιπτώσεις ήταν supporting αφού κεντρικός ήρωας ήταν η ομάδα και δεν υπήρχε χαρακτήρας που να ηγείται και να θεωρηθεί πρωταγωνιστικός- ίσως ο ΜΑΤΙΕ ΑΜΑΛΡΙΚ μόνο που λειτουργεί ως αφορμή για να γνωρίσουμε και τους άλλους, ο ρόλος του όμως ως ανάπτυξη δεν είναι ηγετικός. Ενππάση περιπτώσει δεν είναι από αυτούς που προτάθηκαν, όπως δεν είναι ούτε ο ΓΚΙΓΙΩΜ ΚΑΝΕ, ο συμπαθέστατος Κανέ που εδώ παίζει ένα στραβόξυλο . Οι ηθοποιοί που ξεχώρισαν, σύμφωνα με την ετυμηγορία των Γάλλων ηθοποιών ήταν οι δύο γυναίκες, η ΒΙΡΖΙΝΙ ΕΦΙΡΑ που ενθουσίασε στο «Μια αγάπη ανέφικτη» κι εδώ κάνει την εκπαιδεύτρια με τα δικά της προβλήματα, και η ΛΕΪΛΑ ΜΠΕΚΧΤΙ που παίζει την ανάπηρη αντικαταστάτρια κι έχει μια καταπληκτική σκηνή –δώρο του σεναρίου , με τρεις ανατροπές όπου δείχνει τρεις διαφορετικές δυνατότητες. Και μαζί με τις δύο γυναίκες, κατά τους ηθοποιούς της Γαλλικής Ακαδημίας, ξεχώρισαν και δύο άνδρες, ο ΖΑΝ ΟΥΓΚ ΑΝΓΚΛΑΝΤ, στο ρόλο του οικογενειακά διαλυμένου με τη λανθάνουσα ειρωνεία και ο ΦΙΛΙΠ ΚΑΤΡΙΝ που είναι κι αυτός που κέρδισε κι έδωσε στην ταινία το ένα και μοναδικό Σεζάρ της. Ο ΦΙΛΙΠ ΚΑΤΡΙΝ ουσιαστικά δεν είναι ηθοποιός αλλά τραγουδιστής και μουσικός εν γένει κι είναι ανάλογη περίπτωση με τον ΦΡΑΝΚ ΣΙΝΑΤΡΑ ή τον ΤΖΑΡΕΝΤ ΛΕΤΟ που πήραν Οσκαρ supporting σε ερμηνείες δραματικών ρόλων και κάτι ανάλογο γίνεται και με τον Φιλιπ Κατριν: Κάνει τον άβγαλτο, τον σχεδόν χαζούλη της υπόθεσης και φαινομενικά ανέραστο και κατά την εκτίμηση των Γάλλων κινηματογραφιστών είναι η νότα της ταινίας που αποτυπώνεται και τη χαρακτηρίζει. Εχει μεγάλη σημασία ο supporting ρόλος σε περιπτώσεις σαν κι αυτών που αναφέραμε διότι όλοι αυτοί έχουν παίξει ρόλους δραματικά καίριους στην υπόθεση των έργων και η μεταμόρφωση σε ρολίστα ενός τραγουδιστή είναι πολύ πιο δύσκολη από το να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο, ακόμα κι αν δεν τραγουδάει όπου εκεί θέλουν να του προβάλουν και την προσωπικότητα , τον σταρ, κάτι που στον supporting ρόλο περιορίζεται και προβάλλονται πιο απαιτητικά οι ερμηνευτικές αξιώσεις.