Σίγουρα ξεκινάμε από την ΝΤΙΣΝΕΥ, όπου οι executives έχουν χάσει, πλέον, τα αυγά και τα πασχάλια και το έχουν ρίξει στα remake. Εχουν βάλει κάτω το library της εταιρίας και κοιτούν με τι τρόπο θα φέρουν λεφτά στα ταμεία της πολυεθνικής στην οποία υπάγεται το στούντιο. Καταστροφή!
Κι αν στις περιπτώσεις του «Βασιλιά των λιονταριών» και του ωραιότατου «Βιβλίου της ζούγκλας» είχαμε κάτι άλλο να πούμε, στο «DUMBO» τα πράγματα σοβαρεύουν. Διότι στο ξεκίνημα, ως σύλληψη ιδέας, η μετατροπή του κινουμένου σχεδίου σε live action, όχι καρέ καρέ και πλάνο- πλάνο, όπως στα δύο προαναφερθέντα, αλλά σε έργο με ηθοποιούς υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του ΤΙΜ ΜΠΑΡΤΟΝ , πάμε για κάτι άλλο. Γιατί όχι; Ερχεται όμως το αποτέλεσμα και λοιδορεί την απόφαση.
ΠΡΩΤΟΝ επειδή κάτι που λειτούργησε ως κινούμενο σχέδιο, έγραψε Ιστορία, άφησε εποχή - θυμηθείτε, όσοι το έχετε δει, το «1941»του Στήβεν Σπήλμπεργκ όπου ο αξιωματικός είναι κλεισμένος σε σινεμά και κλαίει με το ελεφαντάκι την ώρα που απειλείται με αφανισμό από τους Ιάπωνες η Καλιφόρνια, και θα καταλάβετε ακόμα καλύτερα τι σήμαινε το «Dumbo» τότε που στο σινεμά υπήρχαν ιδέες και φαντασία και μέσω αυτών έμπαινε χρήμα στα ταμεία κι όχι μέσω χρήματος για το χρήμα- δεν λειτούργησε ως έργο με ηθοποιούς.
Τα ότι δεν λειτούργησε αφορά κυρίως στο ίδιο το πρωτογενές υλικό που λειτούργησε σε μία κατάσταση αλλά δεν τα κατάφερε να λειτουργήσει εξίσου σημαντικά σε μία άλλη.
Αν δεν είχαν βάλει τον τίτλο «Dumbo» κι αποφάσιζε ο Τιμ Μπάρτον να κάνει μια παιδική ταινία τσίρκου θα μιλούσαμε ίσως διαφορετικά. Όμως για να κάνεις παιδική ταινία τσίρκου χρειάζεσαι ένα εκπληκτικό σεναριακό εύρημα γύρω από το οποίο να χτίζει το σενάριο την υπόθεση κι ο σκηνοθέτης την ταινία κι εδώ προδόθηκαν. Εκαναν το «Dumbo» επειδή είχαν , εκτός του βαρύγδουπου τίτλου, κι έτοιμο το εύρημα του μικρού ελέφαντα που πετάει, δηλαδή το «Dumbo». Ειδάλλως θα έπρεπε πολύ να κουραστούν ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ για να βρουν κάτι που στη σημερινή εποχή να κάνει την ταινία τσίρκου σημαντική… Το “THE GREATEST SHOWMAN” με τον ΧΙΟΥ ΤΖΑΚΜΑΝ και το γαλλικό «ΜΕΣΙΕ ΣΟΚΟΛΑ» είναι πολύ καλύτερα δείγματα (αν και το δεύτερο δεν υπάγεται ακριβώς στο είδος)
Στη συνέχεια, μπαίνουν στη μέση τα διάφορα δημοσιεύματα κι οι «κριτικοί» που είναι προσκολλημένοι στη θεωρία του auteur και τον Τιμ Μπάρτον τον έχουν τοποθετήσει εκεί αλλά τελευταίως με τις απανωτές αποτυχίες του, δεν τον πάνε όσο πριν , επειδή αδυνατούν να δουν και τις ταινίες ως ταινίες και βλέπουν μόνο τον auteur, που τον έκαναν «auteur» επειδή κάνει μόνο ένα είδος κι επειδή ακριβώς κάνει ένα είδος από την άλλη άρχισαν να τον βαριούνται, όπως λένε για τους κριτικούς – κι έχουν δίκιο- ότι η ασθένεια των κριτικών είναι ότι κάποια στιγμή βαριούνται.
Αν κάπου αποτυγχάνει ο Τιμ Μπάρτον είναι ότι δεν κατάφερε , ως ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ, να φτιάξει τη δική του ταινία τσίρκου, το δικό του έπος τσίρκου, συνεπώς να πει το λόγο του ΩΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΚΙ ΟΧΙ ΩΣ AUTEUR στο είδος αυτό.
Στο είδος αυτό παραμένει ως αξεπέραστη κορωνίδα «ΤΟ ΟΓΔΟΟ ΘΑΥΜΑ» του ΣΕΣΙΛ ΝΤΕ ΜΙΛ, όπου ο πανέξυπνος σκηνοθέτης μαζών που σκεφτόταν κι ως παραγωγός, είχε την ευφυία να το στηρίξει το έπος-θέαμα και με ένα story, με μια υπόθεση που έδινε υπόσταση στο υπερ-θέαμα όπου , όμως, και το υπερ-θέαμα ήταν υπερ-θέαμα. Δεύτερο τη τάξει αλλά με διαφορά, πάντως συναρπαστικό, είναι
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΤΣΙΡΚΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» παραγωγής ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΡΟΝΣΤΟΝ στην Ισπανία, σε σενάριο ΝΙΚΟΛΑΣ ΡΕΪ και σκηνοθεσία ΧΕΝΡΥ ΧΑΘΑΓΟΥΕΪ με τον ΤΖΩΝ ΓΟΥΕΪΝ, την ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ ΚΑΡΝΤΙΝΑΛΕ και την ΡΙΤΑ ΧΕΪΓΟΥΟΡΘ .
Αυτές ήταν ταινίες θεάματος και συναρπαστικές συνάμα διότι υπήρχε και υπόθεση που στήριζε το θέαμα.
Στην περίπτωση του «Dumbo» ο Τιμ Μπάρτον δεν ευνοήθηκε κι από την παραγωγή. Η Ντίσνεϋ δεν του άνοιξε τους κρουνούς ώστε να κάνει μια ταινία τσίρκου μεγάλου θεάματος, διότι οι τυπάδες με τα κολάρα ήθελαν να βγάλουν λεφτά κι όχι να ξοδέψουν λεφτά. Ετσι, χωρίς να μιλάμε βεβαίως για υποτυπώδη μέσα αλλά για μια παραγωγή μέσης κατάστασης που την κάνουν να φαίνεται για μεγάλη αλλά δεν είναι μεγάλη για να βγάλεις ταινία θεάματος, τι μένει; Η υπόθεση του «Dumbo». Οπότε δεν μιλάμε για ασφαλή πλοήγηση...
Όμως…. Το «Όμως..» το τονίζω συχνά διότι ως εργοκεντρικός οφείλω να βλέπω και την ταινία ως ταινία κι όχι σε συνδυασμό με ονόματα, προθέσεις κι άλλα συναφή, καθόσον οι ταινίες γίνονται για να τις δει κοινό και πέραν του εμπορικού κομματιού, υπάρχει και το καθαρώς αριστοτελικό, το έργο καθαυτό.
Δεν θα έλεγα λοιπόν ότι το «DUMBO» το τωρινό, αυτό του Τιμ Μπάρτον, δεν ψυχαγωγεί ή δεν συγκινεί. Δεν θα μπορούσα να αρνηθώ ότι σε συγκινεί με το ελεφαντάκι που χάνει τη μανούλα του και ταυτίζεται μαζί του το κοριτσάκι της ιστορίας (κι ας μοιάζει τόσο ψεύτικο, τόσο «κατασκευασμένο»), με τα νούμερα του τσίρκου, με τις μουσικές, τα χρώματα και κάποιους ηθοποιούς κι ειδικά αν έχεις συνοδεύσει παιδάκια να μην αισθανθείς ότι τα ψυχαγώγησες καλά, παρόλο ότι το «πολιτικώς ορθόν» επιχειρεί να καλύψει τα κενά της σεναριακής μεταφοράς από είδος σε είδος κι από εποχή σε εποχή..
Παρελαύνουν κι ονόματα, για πρώτη φορά μετά τη «Φωλιά του κούκου» ο ΝΤΑΝΥ ΝΤΕ ΒΙΤΟ ήταν και πάλι σε φόρμα ηθοποιού κι όχι άλλων πραγμάτων που έχει στο μυαλό του, υπήρχαν ο ΑΛΑΝ ΑΡΚΙΝ, ο ΜΑΪΚΛ ΚΗΤΟΝ, η ΕΥΑ ΓΚΡΗΝ, ο ΚΟΛΙΝ ΦΑΡΕΛ… όλοι αυτοί ομόρφαιναν την ψυχαγωγία. Υπήρχε και το τραγουδάκι που μπορεί να φτάσει μέχρι τα Οσκαρ (αν και την ταινία ως καλλιτεχνική αποτίμηση τη φοβάμαι και για τίποτε… «βατόμουρα» εξαιτίας των επιθέσεων που δέχεται) κοντολογίς δεν αρνούμαι ότι όποιος πάει θα ψυχαγωγηθεί αλλά το όλον της ψυχαγωγίας δεν καταλήγει και σε καλλιτεχνική αναγνώριση μεταφοράς κινουμένου σχεδίου σε έργο με ηθοποιούς..