Από την άλλη, ως εργοκεντρικός κι αριστοτελικός όπου κύριο ζητούμενο είναι το έργο κι όχι οι προθέσεις, δεν μπορώ να αποκρύψω (θα ήταν σαν να κάνω πολιτική προπαγάνδας κι όχι κριτική έργων) πως παρόλα αυτά λειτουργεί .
Ξεκινώ λοιπόν από την «ενοχλητική ιδέα». Όταν υπάρχει ένα αριστούργημα του είδους ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΣΧΕΔΙΟ, που το είδαμε το ξαναείδαμε, κλάψαμε σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμασταν, ονειρευτήκαμε με τα χρώματα, με τα σχέδια, προπαντός με τη ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΧΑΝΣ ΖΙΝΜΕΡ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΕΛΤΟΝ ΤΖΩΝ, όπου τόσο ο πρώτος όσο κι ο δεύτερος είχαν φύγει από αυτή την δημιουργία τους με ΟΣΚΑΡ και πάνω από όλα με το συναίσθημα που καταγραφόταν κι αποτυπωνόταν από τη μουσική και τα τραγούδια αλλά είχε ως βάση του τον… «Αμλετ».. Ναι, τον σαιξπηρικό ήρωα όπου πραγματικά έγινε ένα κινούμενο σχέδιο –αναφορά που συγκινούσε τους πάντες και έδινε κάτι από την0 σαιξπηρική ουσία ως προς τη σχέση του Αμλετ με τον πατέρα του, μέσα από τα λιοντάρια…
Ποιος ο λόγος ένα τέτοιο θεϊκό πράγμα να ξαναγίνει μετά από χρόνια ως live-action, ως έργο με ζωντανά ζώα (του εργαστηρίου….; )πλάνο-πλάνο, καρέ-καρέ (σχεδόν) παρόλο ότι υπάρχουν κι ελαφρές τροποποιήσεις.
Βέβαια, το 2016 είχε γίνει το ανάλογο κι είχε θεωρηθεί άκρως πετυχημένο, από τον ίδιο σκηνοθέτη, τον ΤΖΩΝ ΦΑΒΡΟ, με «ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ» που είχε τιμηθεί το 2017 και με το ΟΣΚΑΡ ΟΠΤΙΚΩΝ ΕΦΦΕ αλλά εκεί ήταν κάτι άλλο, ήταν κάπως διαφορετικό, ήταν άλλη η εντύπωση με τα ζώα που περιστοίχιζαν τον Μόγλη . ΚΙ ήταν διαφορετικό επειδή θαύμαζες την τεχνική, η τεχνική σου πρόσφερε μαγεία και λιγωνόσουν με τον τρόπο με τον οποίο το κινούμενο σχέδιο είχε μεταβληθεί σε ζωντανή δράση. Κι ας ήταν ψευδαίσθηση.
Εκείνο, όμως, το έργο δεν είχε γράψει αφενός την ίδια ιστορία, δεν είχε το ίδιο συναίσθημα, συν ότι ήταν κι έργο της προηγούμενης 50ετίας οπότε πράγματι μπορούσαν να επαναφέρουν τη μαγεία του κινουμένου σχεδίου παλιάς κοπής μέσα από έναν άλλο τρόπο, από μια διαφορετική τεχνική.
«Ο βασιλιάς των λιονταριών» επειδή έχει τα μισά σχεδόν χρόνια του «βιβλίου της ζούγκλας», αναδεικνύει υποψίες, ότι όλο αυτό έγινε για την κονόμα, ότι δεν είχε να προτείνει κάτι σε αντίθεση με το «βιβλίο της ζούγκλας», κι ότι οι ακριβοπληρωμένοι υπάλληλοι των πολυεθνικών που τους ανήκουν τα στούντιο, βρήκαν τη χρυσή χήνα ή κότα για περισσότερα λεφτά στα ταμεία των αφεντικών τους. Κι από ό,τι φαίνεται, παίρνουν σειρά κι άλλα ονομαστά καρτούν για ..live action
Ο Τζων Φαβρό εδώ δεν είδα να κάνει τίποτα περισσότερο από εκείνα που έκανε στο «βιβλίο της ζούγκλας». Από αυτή την άποψη, δεν με κέρδισε καθόλου.
Όμως… Όμως… Όμως…
Στον «Βασιλιά των Λιονταριών» υπάρχει κάτι που το ανέφερα και στην αρχή του κειμένου κι αυτό το «κάτι» είναι το συναίσθημα. Το «πλάνο-πλάνο» και το «καρέ-καρέ» του σκηνοθέτη, εδώ είχαν ως βάση κι ως αντικειμενικό σκοπό την αναπαραγωγή του συναισθήματος. Βεβαίως κι ένα συναίσθημα, όταν αναπαράγεται μπορεί να μην είναι ίδιο με το αρχικό, εξού κι οι σχέσεις των ανθρώπων με τον καιρό φθείρονται και δεν είναι ίδιες όπως τότε που ξεκίναγαν, όμως, η αναπαραγωγή, δηλώνει καλή θέληση και έτσι μπορεί και τις κρατάει ζωντανές. Σε αυτό το σκεπτικό δούλεψε ο Φαβρώ και κατάφερε το συναίσθημα εκείνο του κινουμένου σχεδίου του 1994 να το αναδείξει και πάλι και βέβαια τώρα καταλαβαίνουμε ακόμα περισσότερο τη μεγαλειώδη δουλειά που είχε κάνει ο ΧΑΝΣ ΖΙΜΕΡ στη μουσική και πόσο ήταν αυτή που όριζε το συναίσθημα, ώστε να τα καταφέρει κι ο Φαβρώ με την αναπαραγωγή του. Τον είχα γνωρίσει τον Χανς Ζίμερ προσωπικώς εκείνη την περίοδο κι είχαμε μιλήσει διεξοδικά πάνω στη δουλειά του για την ταινία, μου είχε πει περί «Αμλετ» αλλά πάνω από όλα ότι η πρωτοβουλία του, που είχε γίνει δεκτή από το στούντιο, ήτα μια μουσική άκρως συναισθηματική διότι ο ίδιος διαβάζοντας το σενάριο θυμήθηκε τον πατέρα του στον οποίο έτρεφε μεγάλη αδυναμία , τον είχε χάσει κι ότι αυτό το έργο του έδινε την αφορμή να κάνει κάτι για εκείνον, να στρέψει τη μουσική προς την απώλεια, να το κάνει αυτό κέντρο βάρους, γύρω της να αναπτυχθούν τόσο οι άλλες δικές του μουσικές όσο και τα τραγούδια που θα έγραφε ο Ελτον Τζων- ΚΕΝΤΡΟ ΒΑΡΟΥΣ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ.
Αυτό το συναίσθημα λοιπόν αποτυπώνεται και στην καινούργια ταινία. Και στην αναπαραγωγή συμβάλει με τη φωτογραφία του ο κορυφαίος ΚΑΛΕΜΠ ΝΤΕΣΑΝΕΛ με την αίσθηση και την ψευδαίσθηση του ρεαλισμού , έτσι όπως έχει φωτίσει.
Και βέβαια, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν θεατές που δεν έχουν δει το παλιό και πάνε απευθείας στο καινούργιο, ναι, τους διαβεβαιώ ότι θα φύγουν συγκινημένοι κι ευχαριστημένοι και γλυκαμένοι.
Ναι. Μήπως το ίδιο ‘η έστω το ανάλογο δεν θα συνέβαινε με τους θεατές που δεν είχαν δει την «ΜΑΙΡΗ ΠΟΠΠΙΝΣ» την κλασική και θα πήγαιναν απευθείας για πρώτη φορά στο «Η ΜΑΙΡΗ ΠΟΠΠΙΝΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ»; Δεν θα πέρναγαν καλά στο καινούργιο; Δεν περάσαμε καλά ακόμα κι εμείς; Μόνο που οι δύο ταινίες δεν συγκρίνονται.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στη live-action μεταποίηση του «Βασιλιά των Λιονταριών».