Και σίγουρα, μια «παράδοση» έχει πολλές παραμέτρους ώστε αυτό το «τα έχουμε ξαναδεί» να μην ισχύει έτσι ακριβώς στην περίπτωση του «Η Μεγάλη Νύχτα ης Νάπολης» μια κι οφείλουν να παραδεχτούν κι οι «πολέμιοι» ότι την ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΜΑΦΙΑΣ (στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω Νάπολης, πρέπει να μιλήσουμε για «Καμόρρα») δεν την έχουμε ξαναδεί.
Αλλωστε, σταρ της ταινίας μια κι οι ηθοποιοί είναι μικρά παιδιά κι ακολουθείται μια άλλη παράδοση, και δεν είναι άλλα από τη μεγάλη καταβολή του νεορεαλισμού, δεν είναι ο σκηνοθέτης ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΤΖΟΒΑΝΕΖΙ, που είναι νέος και δεν έχει ακόμα διαμορφώσει το όνομα του, αλλά ο ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΣΑΒΙΑΝΟ, ο συγγραφέας του βιβλίου. Κι ο Σαβιάνο , που συνεργάζεται και στο σενάριο, έχει φτιάξει το δικό του «μύθο» ως ενασχολούμενος με θέματα της Καμόρα κι ως «επικηρυγμένος διαρκείας» από την εγκληματική οργάνωση.
Συνεπώς, πηγαίνοντας να δεις έργο που βασίζεται σε βιβλίο του Σαβιάνο και να αναφωνείς «πάλι θέματα Μαφίας ο Ιταλοί;» μάλλον δεν ήξερες που πήγαινες και τι περίμενες να δεις.
Αυτό βέβαια, δεν απαλλάσσει τον όρο «εμμονή» ακόμα κι όταν συσχετίζεται με την «παράδοση» που επίσης ισχύει..
Θα ξαναχρησιμοποιήσω τη λέξη ΟΜΩΣ.. με γράμματα κεφαλαία και θα προχωρήσω στην ανάλυση του φιλμ.
Η υπόθεση του οποίου, αντλούμενη από το βιβλίο του Σαβιάνο που καταγράφει μια κοινωνική πραγματικότητα, αναστατώνει με αυτό που βλέπουμε τόσο ως εικόνα όσο κι ως κοινωνική πραγματικότητα: Μικρά παιδιά, στις γειτονιές της Νάπολης πως οργανώνονται σε συμμορίες και πως τελικά μπαίνουν στα πράγματα και παίζουν το συγκεκριμένο παιχνίδι, με μια προέκταση και στο πως μέσα από κάποιες διαδικασίες και γεγονότα φτιάχνουν τη δική τους εκδοχή και πως αναλαμβάνει τα ηνία κάποιος που από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων γίνεται αρχηγός ενός ολόκληρου «στρατού» παιδιών (η «τράτα» του ιταλικού τίτλου) που είναι έτοιμα για το δικό τους γίγνεσθαι.
Αυτό που μου άρεσε στην ταινία , πιο πολύ από όλα, και το πιστώνεται ο σκηνοθέτης Κλάουντιο Τζοβανέζι, είναι η λέξη που αναπήδησε από μέσα μου καθώς είχα σχεδόν ολοκληρώσει την ταινία, κι είναι η λέξη ΨΥΧΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- γι αυτό και την χρησιμοποίησα και στον τίτλο.
Ναι, τα παιδιά αυτά δείχνουν σαν μια προέκταση του χώρου που κινούνται, σαν να βλέπουμε ένα χώρο με τη δική του ψυχή κι η ψυχή αυτού του χώρου είναι που ζωντανεύει ολοφάνερα στην ταινία. Ο Τζοβανέζι έχει σκηνοθετήσει χώρο και παιδιά με ένα τρόπο που να δείχνει αδιάσπαστα ενιαίος, τόσο για το φυσικό περιβάλλον όσο και για τους ανθρώπους. Και σε βάζει σε σκέψεις με τον τρόπο αυτό διότι δείχνει σαν να μην υπάρχει σωτηρία καθώς και στο πως γίνεται κι αυτό το πράγμα δεν σταματά ποτέ. Σε βάζει σε σκέψεις και για το πόσο εναγώνιο σπορ θα είναι να έχεις παιδί, παιδιά, που ζουν σε αυτά τα μέρη, σαν να υπάρχει ένα καθεστώς που διαρκώς παραμονεύει. Δηλαδή βγαίνουν ο γιός σου κι η κόρη σου το βράδυ για διασκέδαση με την παρέα και δεν ξέρω αν εσύ ως γονιός μπορείς να κοιμηθείς μέχρι να ακούσεις το ρημαδο- μηχανάκι να σταματά έξω από την πόρτα. Όχι με τον τρόπο που αγωνιούν παρομοίως οι γονείς σε ‘όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, για οδικούς ή νυχτερινούς κινδύνους αλλά για συγκεκριμένες επικινδυνότητες στις περιοχές αυτές.
Αυτό είναι που λέω «Ψυχογεωγραφία» κι αυτό στην ταινία τίθεται ανάγλυφα.
Και συγκλονίζει.
Τα παιδιά που έχουν επιλεγεί είναι το ένα καλύτερο από το άλλο κι ο κεντρικότερος εκ των ηρώων, που καταλήγει αρχηγός, είναι ένα παιδί με φοβερά εκφραστικό βλέμμα , με μάτια που μιλάνε, με αντιδράσεις που έχουν κι αυτές τη δική τους ψυχή.
Θα μπορούσα να πω ότι από την ταινία λείπει το οικογενειακό περιβάλλον των παιδιών.Κι εδώ ίσως κάποιοι θεατές αισθανθιύν λίγο απόμακροι από την ταινία, από μια δυσκολία ταύτισης. Ώστε να βλέπαμε κάτι περισσότερο από γονείς και τέτοια.. Και τι τα οδηγεί σε αυτή την επιλογή. Είπα, όμως, προηγουμένως ότι εδώ υπάρχει μια Ψυχογεωγραφία. Σαν ο χώρος αυτός να είναι δεδομένος. Κι ο Σαβιιάνο, ο συγγραφέας, που τον περιγράφει ανάγλυφα, δεν είναι μυθιστοριογράφος με την έννοια εκείνη που ξέρουμε από χαρακτήρες κλπ. Το γράψιμο του Σαβιάνο έχει μια δημοσιογραφική οπτική και λογική, μοιάζει (για να μην πω τελεσίδικα πως «ΕΙΝΑΙ») ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ.
Όταν λοιπόν μεταφέρεται βιβλίο του Σαβιάνο στην οθόνη και μεταφέρεται επειδή θέλεις από αυτό το βιβλίο να δείξεις το περιεχόμενο, τότε θεωρώ πως η πιο αρμόζουσα σεναριακή διασκευή είναι αυτή που βλέπουμε στην ταινία. Η οποία δεν διαφέρει κι από εκείνη την προσέγγιση που είχαμε δει στα «Γόμορρα». Το κοινωνικό περιβάλλον είναι που παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο κι ως δημοσιογραφική έρευνα οφείλει να σταθεί στις επισημάνσεις.
Η σεναριακή διασκευή δίνει στα πρόσωπα ζωή, τόση όση χρειάζονται ως χαρακτήρες ενός έργου που δραματοποιεί ντοκουμέντο. Μέσα, όμως, από την επεξεργασία, τα πρόσωπα έχουν πάρει ζωή, τα νιώθουμε τα παιδιά, κάποιες αντιθέσεις είναι πολύ σκληρές, όπως ας πούμε με τα ζαχαρωτά που ανταλλάσσουν , σαν παιδάκια μικρά και την ίδια ώρα οργανώνουν συμμορία. Όπως επίσης κι ο ήρωας που μετά τον πρώτο φόνο, δάκρυσε. Το οποίο σημαίνει ότι κάπου μέσα στην ψυχούλα του υπήρχε ένα παιδί αλλά… αλλά…, τώρα πιά, μετά το φόνο μπήκε για τα καλά στο «έργο».
Οι κανόνες του σεναρίου δεν είναι μια και μόνη συνταγή για κάθε έργο. Οι κανόνες ξεκινούν πάντα από το τι είδος κάνουμε και τι θέλουμε να δείξουμε. Σε ένα έργο με διάθεση ντοκουμέντου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, ΟΜΩΣ, ΔΡΑΜΑ ΚΙ ΟΧΙ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ, , οι χαρακτήρες πρέπει να χρησιμοποιηθούν έτσι ώστε να μην περάσουμε στο προσωπικό δράμα κι αλλοιωθεί το ντοκουμέντο. Η ισορροπία που πετυχαίνεται στο έργο , έχει αποτέλεσμα. .Αλλωστε, αν δεν είχε επιτευχθεί πως θα συμπονούσαμε τα παιδιά, πως θα απελπιζόμασταν με το αδιέξοδο που βλέπουμε, πως δεν θα ξυπνούσαν οι σκέψεις για το τι σημαίνει να είσαι γονιός στις γειτονιές της Νάπολης και πως δεν θα κρυφοχαιρόμασταν, όσο κι αν θα φοβόμασταν να το διατυμπανίσουμε δημοσίως, με την τελευταία σκηνή, αφού κι αν ξέρουμε ότι πρόκειται για παρανομία. Όμως… όμως… Το χρησιμοποίησα πολλές φορές αυτό το «όμως» σε τούτη την κριτική, διότι η κάθαρση έρχεται με μια ηρωική παρουσία κι επιτρέπει να κατανοήσουμε και το πώς λειτουργούν οι κώδικες κι οι κανόνες στις οργανώσεις αυτές και στο γιατί είναι τόσο βαθιά ριζωμένες.
Η σκηνή με την ομαδική εφόρμηση των παιδιών, πάνω στις μοτοσυκλέτες, στα στενοσόκακα της Νάπολης με τον ήρωα επικεφαλής που έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου, είναι από τις πολύ όμορφες εικόνες που εχω δει στο σινεμά. Κι ως σκηνή με μηχανάκι, η δεύτερη μετά από τη «Ρόμα» του Φελίνι, όπου στου Φελίνι ήταν και αληθινή, έχω δει τέτοιες εικόνες με ομάδες μηχανόβιων στο κέντρο της Ρώμης, σε ώρες νυχτερινές. Τη σκηνή αυτή του Τζοβανέζι, ως άνθρωπος που βλέπω σινεμά από αμνημονεύτων, απλά τη ΛΑΤΡΕΨΑ.. Δεν κρατάει πολύ αλλά έχει εικόνα, περιβάλλον και ψυχή.