Η ταινία ξεκίνησε στο 1968 κι ως έτος προβολής αναφέρεται το 1969 όπου πλέον τα πράγματα είχαν πάρει την οδό του «γύψου», ωστόσο, και δεν ξέρω πως ακριβώς, η αρμόδια επιτροπή, την υπέβαλε για το ξενόγλωσσο Οσκαρ της απονομής 1970 (χρονιά που βραβεύτηκε το «Ζ» του Κώστα Γαβρά), κι είναι κομματάκι περίεργο πως επέλεξαν κάτι τέτοιο, όταν η λογοκρισία είχε καθίσει για τα καλά στα έδρανα της χώρας και στο σβέρο των καλλιτεχνών της.. Όπως , βέβαια, ήταν περίεργο και τον προηγούμενο χρόνο που η Τσεχοσλοβακία, η μετά την «Ανοιξη», οι αρμόδιοι δηλαδή κρατικοί υπάλληλοι είχαν υποβάλει την σατιρική αλληγορία του ΜΙΛΟΣ ΦΟΡΜΑΝ «ΦΩΤΙΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ», το οποίο κατόρθωσε και μπήκε στην πεντάδα.. Κι η ειρωνεία της μοίρας ήταν πως στην Αμερική, δεν κέρδιζε η αντικαθεστωτική σάτιρα αλλά η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ με το «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ» του ΣΕΡΓΚΕΪ ΜΠΟΝΤΑΡΤΣΟΥΚ.
Τα λέω όλα αυτά, επειδή η εποχή έχει σημασία σε κάποιες περιπτώσεις κι η συγκεκριμένη ταινία , «Ο ΑΠΟΤΕΦΡΩΤΗΣ» δηλαδή, διαφορετικά ίσως βλέπεται σήμερα από το πώς βλεπόταν το 1969-70, αν κι η ουσία δεν αλλάζει.
Η εποχή, όμως, έχει σημασία.
Αν κι ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ με το έργο θα ασχοληθώ διότι το έργο έχει απαράμιλλη αξία, όμως σε κάποιες περιπτώσεις οι προεκτάσεις είναι αναγκαίες ή κι αναπόφευκτες επειδή μπορούν και σοκάρουν.
Διότι από πλευράς περιεχομένου, η ταινία αυτή που επίσης κινείται στα πλαίσια της σάτιρας και της Αλληγορίας, εν τούτοις διαφέρει πολύ από εκείνη του «Φωτιά πυροσβέστες» του Φόρμαν ένα χρόνο πριν, διότι εκείνη ήταν «ορθόδρομη»
Αυτή εδώ η σάτιρα μπορεί να καταχωρηθεί σε ένα συγκεκριμένο κλάδο της, στον οποίο οι Τσεχοσλοβάκοι έχουν τη δική τους πινελιά, κι αυτή είναι η ΓΚΡΟΤΕΣΚΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ.
Διότι όλο κινείται στο γκροτέσκο. Το οποίο είναι διαφορετικό από το γκροτέσκο των Ιταλών ενώ, αν μας ρωτούσαν με ποια «δυτική» κινηματογραφία θα μπορούσε να συγγενεύει θα λέγαμε μάλλον στου Μπουνιουέλ… Αν κι απέχουν παρασάγγας η μία από την άλλη.
«Ο ΑΠΟΤΕΦΡΩΤΗΣ» λοιπόν , μέσα από την γκροτέσκο σάτιρα, κάνει μια ανατριχιαστική τομή στην νοοτροπία αλλά και την κουλτούρα των Τσεχοσλοβάκων και δείχνει πολύ αιχμηρή ακόμα και στις μέρες μας. Αιχμηρή επειδή βάλει ευθέως κατά ενός ενόχου παρελθόντος, για το πώς ενέδωσαν στους Ναζί λίγο πριν καταλάβουν τη χώρα κι η ιστορία τοποθετείται στις παραμονές της εισβολής των Ναζί στην Τσεχοσλοβακία.
Με ήρωα, ένα κάθε άλλο παρά σοσιαλιστικού ρεαλισμού τύπο, έναν επαγγελματία αποτεφρωτή που καταγίνεται με τα πτώματα , που υπακούει στα κελεύσματα εκείνου που έχει ασπαστεί το Ναζισμό και προπαγανδίζει όχι μόνο υπέρ του Χίτλερ αλλά κι υπέρ της γερμανικής καταβολής των Τσεχοσλοβάκων καθώς προετοίμαζε το έδαφος υποδοχής των εισβολέων.
Διότι στην Ιστορία τους υπάρχει αυτό το φαινόμενο κι υπάρχει κι η νοοτροπία πως στους δύσκολους καιρούς, με τόσα «αφεντικά» που άλλαξε η κεντροευρωπαϊκή χώρα, κάνουμε πίσω, προσαρμοζόμαστε και προχωράμε και μετά βλέπουμε.. Αλλωστε εκεί μέσα υπάρχει και το θέμα της Σουδητίας που θεωρείται κάτι σαν «γερμανικό» έδαφος λόγω γερμανόφωνου πληθυσμού εντός της χώρας, οπότε καταλαβαίνουμε πως οργανωνόταν η προπαγάνδα. Συν το γεγονός ότι οι Σλοβάκοι ήταν πιο επιρρεπείς στα χιτλερικά κηρύγματα, οι Τσέχοι λιγότεροι, έκαναν κι αντίσταση που όμως αποδείχτηκε ιστορικό λάθος η εκτέλεση του Χάινριχ του επονομαζόμενου «Δήμιου της Πράγας», διότι μετά τους αποδεκάτισαν τους αντιστασιακούς και πλέον ολοι , με το άλφα ή βήτα τρόπο, υπέκυψαν..
Δεν αρέσουν αυτά και πολύ, όμως, κάπως έτσι είναι η ιστορική πραγματικότητα.
Σκεφτείτε λοιπόν στο 1968 προς 69, και πιό σωστά στο 1969 όπου προβάλλεται η ταινία κι όχι όταν γυρίζεται, πως μια τέτοια σάτιρα θα πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από γροθιά στο στομάχι, για τους πάντες. Διότι ακριβώς λόγω αλληγορικής διάθεσης της σάτιρας, το έργο πιάνει τους πάντες και φυσικά υπαινίσσεται έκτυπα αναγωγές στο καθεστώς της καταπίεσης (όταν προβάλλεται πιά η ταινία) αλλά και της φοβερής αυτοκριτικής προς όλους όταν η ταινία γυρίζεται πριν μπούν τα τανκς… Για τη στάση τους απέναντι στους Ναζί, απέναντι στους Εβραίους κλπ, κλπ
Η ταινία είναι ένας απίστευτα προχωρημένος κινηματογράφος, και μιλώ για το σήμερα, ένα σινεμά που ανήκει σε μια άλλων ανησυχιών εποχή που σήμερα αυτές οι ανησυχίες είτε δεν υπάρχουν είτε δεν εκφράζονται, και πάνω από όλα εκείνο που ισχύει και κάνει την ταινία να σε κατακτά είναι η καλλιτεχνική δημιουργία.
Το πώς όλο αυτό έχει μετουσιωθεί σε Τέχνη, όχι μόνο στο περιεχόμενο αλλά και στην εικόνα, στην όψη. Η κίνηση της κάμερας είναι κάτι το εξωφρενικό, κάτι τρελό, το πως κινείται διαρκώς μέσα στους κλειστούς χώρους, στα εσωτερικά, στα ντεκόρ, πάει κι έρχεται διαρκώς.. και δεν υπήρχαν τότε τα μέσα.. Πόσο προχωρημένοι ήταν οι Ανατολικο-Ευρωπαίοι τελικώς στο σινεμά τους. Αντε οι Κεντρο-Ευρωπαίοι , για να μην τους θυμώνουμε.. Μα τα στούντιο ΜΠΑΡΑΝΤΟΦ στην Πράγα, όπου έχει γυριστεί η ταινία, έγιναν ανάρπαστα από Αμερικάνους και λοιπούς, όταν ο κομμουνισμός τέλειωσε κι εκεί μέσα γυρίζονται απίστευτες παραγωγές, μεγάλες παραγωγές, «Επικίνδυνες αποστολές» και βάλε, με ντόπιο, Τσέχικο δηλαδή καλλιτεχνικό και τεχνικό προσωπικό. Τι υποδομή κινηματογραφικής κουλτούρας διαθέτουν.
Κι αυτό που λέω περί κάμερας , δεν είναι ένα παιχνιδάκι εντυπωσιασμού αλλά μια σκηνοθετική άποψη μέσω κάμερας και φωτογραφίας (ΜΑΥΡΟΑΣΠΡΗ), που φεύγει από πρόσωπο και καταλήγει σε πρόσωπο, που πλησιάζει ερμηνείες καθώς εκτυλίσσονται και προβάλλει μοναδικά τους ηθοποιούς με σωρεία κοντινών πλάνων. Και πώς να μην τους προβάλει όταν σε αυτούς έχει αναθέσει την αποστολή του μηνύματος, το πως παίζουν τους δραματικούς ρόλους υπό την γκροτέσκα λογική που ποτέ όμως δεν γίνεται καρικατούρα και πως λένε με τα βλέμματα σελίδες ολόκληρες σεναρίου όταν πάει η κάμερα και πέφτει πάνω τους.
Και πώς να μην τα κάνουν αυτά όταν στη χώρα τους υπάρχει πολιτισμός ιδιαίτερος, όταν υπάρχει το Μαύρο Θέατρο της Πράγας που το έχω επισκεφτεί κι έχω παρακολουθήσει ΕΚΕΙ(!!) παραστάσεις του κι είναι ένα πολύ λιτός χώρος αλλά κανονικό θέατρο κι όχι τίποτε δωμάτια των 50 θέσεων κάπου στα Εξάρχεια ή στην Αχαρνών. Κι είναι μια μαγεία, που δείχνει μια προέκταση εικαστικής κι αναπαραστατικής Τέχνης.. Οπως επίσης έχω επισκεφτεί κι έχω δει παράσταση, το Εθνικό Κουκλοθέατρο, με κούκλες να παίζουν όπερα παρακαλώ, τον «Ναμπούκο» του Βέρντι και τον «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ όπου δεν το πίστευα.. Θέλω να πω πως το γκροτέσκο έχει πολλές πηγές από τις οποίες αρδεύει κι είναι μέσα στην κουλτούρα του λαού τους.
Οσο δε για τον πρωταγωνιστή ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΧΡΟΥΣΙΝΣΚΥ, τι ηθοποιός είναι αυτός! Τι μέτρο! Τι αβίαστο παίξιμο! Τι ερμηνευτική λιτότητα κι επιπλέον ΤΙ ΦΩΝΗ, ΤΙ ΑΡΘΡΩΣΗ. Η φωνή του πάντως, η χροιά του, η στίξη του είναι πέραν των ορίων.
…..ΚΑΙ ΤΟ 12λεπτο «NIMIC» του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ
Λοιπόν, δεν θα τα πω πολύ καλά εδώ. Εντάξει η παραγωγή, εντάξει ο ΜΑΤ ΝΤΙΛΟΝ, εντάξει η φωτογραφία, εντάξει το μοντάζ που ο Μαυροψαρίδης το συνυπογράφει με συνεργάτη, αλλά νομίζω πως μετά την «Ευνοούμενη», που ο Λάνθιμος αναγνωρίστηκε στα ύψη, κάπου πιά αυτές οι πλακίτσες να τελειώνουν. Η «παρουσία» του ΕΥΘΥΜΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ στο σενάριο, είναι αισθητή κι είναι σαν να ξαναγύρισαν εκεί από όπου είχαν ξεκινήσει.. Αινιγματική (;) ταινία με έναν άντρα και μια γυναίκα στο μετρό, να ανταλλάσουν τις ίδιες φράσεις, να καταλήγουν στον ίδιο χώρο… και…να μην πω άλλα, έτσι κι αλλιώς 12 λεπτά διαρκεί αλλά δεν είδα να τον πήγε τον Λάνθιμο κάπου παραπέρα. Θα μου πεις, «μικρού μήκους είναι». Για τη μικρού μήκους μιλάω.