Μιλώ περί auter-ισμού κι όχι περί auteur διότι σενάριο και σκηνοθεσία ανήκουν σε ένα πρόσωπο, την ΛΟΥΛΟΥ ΓΟΥΑΝΓΚ, η οποία δείχνει ικανότατη στη διαχείριση ιστορίας και συναισθήματος καθώς και γνώση των ειδών τόσο στο σενάριο της, διαλέγοντας τα κατάλληλα στοιχεία όσο και στη σκηνοθεσία της που αυτό το οποίο έγραψε είναι εξίσου ικανή και να το ζωντανεύει.
Από την άλλη παραδέχομαι ότι είναι ένα sentimental καραμπινάτο, όχι όμως κλαψούρικο, καθόλου μάλιστα και του το εκτίμησα το συγκεκριμένο ιδιαίτερα, κυρίως επειδή όλο στρέφεται γύρω από τον καρκίνο (την αρρώστια, όχι το… ζώδιο). Κι όμως, κι εδώ της δίνω συγχαρητήρια της Κινέζας , κάνει ένα έργο γύρω από μια γιαγιά που έχει καρκίνο κι ουδέποτε, ούτε μία στιγμή, δεν αισθάνεσαι βάρος, θλίψη ούτε καν την απειλή του θανάτου. Δεν σε βαραίνει ποτέ.
Βέβαια, η σκηνοθέτης- σεναριογράφος είναι αμερικανοσπουδασμένη, ξέρει τους κανόνες και τους κώδικες της αφήγησης και ξέρει το περιεχόμενο που θέλει να κάνει ταινία πώς να το δείξει.
Ηρωίδα λοιπόν δεν είναι η γιαγιά , η πάσχουσα, είναι η εγγονή, η οποία ζει στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη συγκεκριμένα, και της έρχεται ειδοποίηση απ΄ το Πεκίνο ότι η πολυαγαπημένη της γιαγιά διαγνώστηκε με καρκίνο στον πνεύμονα κι ότι της μένουν τρεις μήνες ζωής το πολύ.
Ναι, το επαναλαμβάνω, μην φρικάρετε, δεν πρόκειται για αυτό που φοβόσαστε από άλλες περιπτώσεις, ο θεατής δεν αισθάνθηκε ποτέ αυτή την αγωνία, παρά εισέπραξε μόνο τη γλύκα.
Διότι η πανέξυπνη και ικανότατη γνώστρια ΛΟΥΛΟΥ ΓΟΥΑΝΓΚ έχει κτίσει το έργο με βάση τους κανόνες της κωμωδίας. Τα πρόσωπα και κυρίως η γιαγιά που είναι κι αυτή η οποία μπορούσε να κεντρίζει την θλίψη, είναι ένα πρόσωπο, ζωντανό, όξω καρδιά, καλαμπουρτζού και με λογική τετράγωνη κι από την άλλη μια σοφή γυναίκα, με όλο αυτό που κουβαλά από την κουλτούρα της , στο DNA και με πράγματα που πολύ έξυπνα , γύρω από αυτή την κουλτούρα, διαχειρίζεται η σκηνοθέτης-σεναριογράφος. Φτιάχνει λοιπόν μια κομεντί με θέμα και καλά δραματικό, συγχρόνως, όμως, μπορεί και βάζει και θέματα νοοτροπίας αι διαφοράς Κίνας και Δύσης (στη συγκεκριμένη περίπτωση Αμερικής αλλά κι όχι μονο..) και κάνει τόσο το sentimental όσο και το comedy να παίρνουν μια άλλη διάσταση, σχεδόν πολιτισμική, πάντα σε τόνους ανάλαφρους.
Είναι δε τόσο έξυπνη και ικανή η Γουάνγκ ώστε , αυτό που θα συμβεί να μας το έχει δώσει ως κλειδί μέσα από το σενάριο της αλλά να μην του έχουμε δώσει καμία σημασία. Με αποτέλεσμα εκείνη να συνεχίζει να κτίζει την ταινία, την ιστορία, τους χαρακτήρες κι εμείς να παρασυρόμαστε από την αφήγηση θεωρώντας δεδομένες τις εξελίξεις. Οταν έρχεται η ώρα της υποτιθέμενης ανατροπής, ξαφνιαζόμαστε, και τότε η μνήμη ξεπροβάλει από μόνη της τη φράση εκείνη , κάπου στην αρχή του μύθου, που ήταν και φράση-κλειδί αλλά εμείς δεν το ξέραμε. Δεύτερη μαγκιά της αυτή. Να ξέρει δηλαδή να φτιάξει μια φράση, που να γίνεται αναγνωρίσιμη, να έχει εντυπωθεί στο υποσυνείδητο κι αυτό να την απελευθερώνει και να την στέλνει στο στόμα του θεατή.
Ξέρετε, είναι πολύ μεγάλη ικανότητα γραφής αλλά προπάντων γνώσης, να έχει ο σεναριογράφος μια φράση, δύο λέξεις που να καταφέρνουν να δίνουν το στίγμα της ταινίας και να γίνονται ακόμα και σλόγκαν. Ο Ιάκωβος Καμπανέλης ήταν ένας τέτοιος συγγραφέας, το «Στέλλα Φύγε» (αν κι εδώ μπορεί να υπάρχει και παρέμβαση Κακογιάννη) ή το «Στάσου μύγδαλα» είναι φράσεις ικανότητας γραφής. Στην περίπτωση της Λούλου Γουάγκ δεν έχουμε λέξη –κλειδί για σλόγκαν, έχουμε όμως φράση, που βγαίνει και μέσα από περιεχόμενο και μέσα από την ιστορία και μέσα από την κουλτούρα και μας έρχεται αυτομάτως στο νου, εκεί που την είχαμε «ξεχασμένη» όπως και τις υπόλοιπες , διότι όταν βλέπουμε ένα έργο δεν γίνεται να αποστηθίζουμε τον διάλογο, και στην ανατροπή τσουπ η φράση.
Συγχρόνως, σε αυτό το κλίμα που έχει να κάνει με την φράση, σκηνοθετείται κι όλη η ταινία κι υπάρχει αυτό το γλυκύ κι αέρινο κι εξηγεί στο τέλος-τέλος, γιατί παρακολουθούσαμε την ταινία με τόση ευφορία ενώ υποτίθεται πως έχουμε μπροστά μας ένα εν δυνάμει πένθιμο περιστατικό.
Μια κινεζική ταινία, αλλιώτικη από αυτές που έχουμε κατά νου όταν ακούμε τη λέξη «κινέζικο» και μια ευφορία (κι όχι «φόρτος») συναισθήματος που την παίρνεις μαζί σου.
Αν και με τους Ασιάτες ηθοποιούς (της Νοτιο-ανατολικής Ασίας, όχι τους Αραβες ή τους Ινδούς) δεν τα πηγαίνω πολύ καλά στο να τους κρίνω επειδή έχουν ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας και δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ αν υπερβάλλουν ή αν έτσι συμπεριφέρονται στην καθημερινότητα τους οπότε η μίμηση πράξεως αν έχει κάνει απολύτως τη δουλειά της, σε τούτη την ταινία δεν είχα το ίδιο πρόβλημα. Ισως επειδή η Λούλου Γουάνγκ είναι αμερικανοσπουδαγμένη και τους έβαλε να παίζουν πιό… «αμερικάνικα» ώστε, μια κι έχουμε συναισθηματικό αντικείμενο, να γίνει εύληπτο από τους θεατές εκτός Νοτιο-ανατολικής Ασίας. Η «γιαγιά» είναι τρέλα. Αλλα κι η «θεία», κι η ηρωίδα και μου άρεσε πολύ η ηθοποιός που παίζει την μάνα της ηρωίδας και κόρη της γιαγιάς, αυτή σίγουρα έπαιζε «αμερικάνικα» κι όχι «κινέζικα». Είχε μια κινηματογραφική εσωτερικότητα που την εκδήλωσε σε πολλές σκηνές κι ήταν υπέροχη στη διακριτικότητα αυτού του τύπου, στην τελευταία σκηνή της, μέσα στο ταξί.