Ανήκουν σε μια κατηγορία ταινιών που την ξεκίνησαν στην Αμερική οι Αφροαμερικάνοι, πρώτα με το «ΚΑΝΕ ΤΟ ΣΩΣΤΟ» του ΣΠΑΪΚ ΛΗ, κατόπιν με «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ» του ΤΖΩΝ ΣΙΓΚΛΕΤΟΝ κι έφτασαν στην Ευρώπη το 1995, από τη Γαλλία συγκεκριμένα, με το «ΜΙΣΟΣ» του ΜΑΤΙΕ ΚΑΣΟΒΙΤΣ.
Τότε φάνηκε σαν να δημιουργείται νέο είδος ταινιών, οι ταινίες σύγχρονων φυλετικών εξεγέρσεων. Στην πραγματικότητα , όμως, δεν επρόκειτο για νέο είδος ταινιών αλλά για ΝΕΟΥ ΕΙΔΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. Στο είδος του κοινωνικού δράματος εντάσσονται αυτές οι ταινίες απλά η κοινή τους θεματική που αντλείται από την τρέχουσα κατάσταση η οποία όλο και διογκώνεται, όλο και χειροτερεύει, φτάνει κι ως τον κινηματογράφο και μιλάμε για «νέο είδος»
Ακριβώς σε αυτό το νέο είδος προστίθεται κι η τωρινή εκδοχή των «Αθλίων», η οποία θέτει το δικό της λιθαράκι στο είδος και φτιάχνει ένα κόσμημα. Ένα κόσμημα τόσο κοινωνικής όσο και κινηματογραφικής αξίας αλλά στην τελική και πολιτιστικής αφού, χωρίς να δηλώνει τίποτε, κάνει απευθείας σύνδεση με το αθάνατο έργο του Ουγκώ, με την υπόθεση να τοποθετείται στο ΜΟΝΤΦΕΡΜΕΪΓ, στην περιοχή του Παρισιού που διαδραματίζεται και το παρισινό κομμάτι των Αθλίων (η υπόθεση του βιβλίου ξεκινά από την Τουλών) (μήπως, όμως, και στο τωρινό δεν ξεκινά από άλλα μέρη, έστω ως προϊστορία και καταγωγή των ηρώων της;)
Κοινωνική, κινηματογραφική αλλά και δραματουργική αξία πάνε χέρι χέρι κι ο σκηνοθέτης του φιλμ ΛΑΤΖ ΛΥ, που είναι από το Μάλι και ζει στη Γαλλία (δεν ξέρω αν έχει πολιτογραφηθεί Γάλλος) , συνεργάζεται και στο σενάριο με δύο σεναριογράφους (όπως το συνηθίζει η γαλλική σχολή) και κάνει ένα δράμα εμπνευσμένο από τις εξεγέρσεις του 2005, στα προάστια του Παρισιού που ζουν όλες αυτές οι μη λευκές και μη χριστιανικές φυλές, περιθωριοποιημένες, σε περιοχές που έχουν μεταβληθεί σε γκέτο.
Το σενάριο είναι γραμμένο με εξαιρετικό τρόπο ώστε να διευκολύνει σκηνοθεσία κάμερας στο χέρι. Ετσι, έχουμε ένα πολύ μοντέρνο πράγμα μπροστά στα μάτια μας, το οποίο δεν πουλά μοντερνιά, αντίθετα έχει ως στόχο του την κοινωνική περιήγηση σε αυτά τα προάστια όπου θα ξεσπάσουν οι συγκρούσεις και το δράμα και βέβαια η σύγκρουση στην οποία οδηγούμαστε είναι επινοημένη, είναι σενάριο.
Ακολουθεί αυτή την τακτική διότι παρακολουθεί την υπόθεση και τους ανθρώπους των διαφόρων απομονωμένων φυλετικών ομάδων, μέσα από ένα περιπολικό. Μέσα από μια ομάδα της Αστυνομίας, στην οποία προστίθεται νέο πρόσωπο που αναλαμβάνει να βοηθήσει στην αντιμετώπιση αυτού του χάους, ενός χάους , όμως, που ανήκει και στις δύο πλευρές. Και καταλήγει αδιέξοδο διότι στο παιχνίδι της βίας δεν μπαίνουν φυσικά μόνο οι περιθωριοποιημένες ομάδες ή οι συμμορίες τους αλλά μπαίνει κι η βία των αστυνομικών. Μπαίνει το θέμα των δικαιωμάτων, μπαίνει το ζήτημα πως κι αυτοί οι μαύροι (κυριολεκτικά) των προαστίων, όχι όλοι βέβαια, αισθάνονται Γάλλοι πολίτες, έχουν πάει σε γαλλικά σχολεία, γνωρίζουν τα δικαιώματα, το δηλώνουν, ακόμα και νεαρά κορίτσια αφρικανικής καταγωγή, στους αστυνομικούς, στους μπάτσους αν θέλετε, όταν τις σταματούν στο δρόμο για έλεγχο. Κι είναι κι άλλοι από δαύτους, που μόνο μισούν και τίποτε άλλο.
Μέσα από την περιήγηση του περιπολικού , ο ικανότατος Αφρικανός σκηνοθέτης Λατζ Λυ, και οι άξιοι συνεργάτες του, στην υπόθεση, με αφορμή την απαγωγή ενός λιονταριού από το τσίρκο της περιοχής, αρχίζουν κατά την ανακριτική διερεύνηση , με ή χωρίς εντάλματα, να έρχονται σε επαφή, και μαζί τους κι εμείς, με έναν ολόκληρο κόσμο εκεί στα προάστια, πολύ εξαγριωμένο, χωρίς εν δυνάμει καλούς και κακούς, αλλά με ανθρώπους που γίνονται καλοί και κακοί υπό το κράτος των περιστάσεων. Το πνεύμα του Ουγκώ ολοζώντανο. Το πνεύμα, όχι το έργο. Και φυσικά, κάποια στιγμή θα γίνει η στραβή που δεν πρέπει, θα πυροβοληθεί παιδί, θα γίνει χαμός και το χειρότερο για τους μπάτσους (οι οποίοι ανήκον σε όλα τα χρώματα) είναι πως τους κατέγραψε ένα ντρον. Και καθώς θα ψάχνουν τον κάτοχο κι αφού τον επισημάνουν θα δουν ότι λείπει το βίντεο άρα εκβιασμοί άρα μακελειό ενόψει στα προάστια, η κατάσταση, όσο και να θέλουν, δεν μπορεί να μείνει εντός ελέγχου.
Με την κάμερα στο χέρι και μέσω μιας ωραιότατης φωτογραφίας, που μου έκανε εντύπωση το πως με διαρκώς κινούμενη κάμερα πετυχαίνουν αυτούς τους φωτισμούς (κινηματογραφικό επίτευγμα πέρα για πέρα) ο σκηνoθετης εκδηλώνει τη διάθεση του για εικόνα με αίσθηση ντοκουμέντου ενώ από κάτω δουλεύει μυθοπλασία που όμως ακουμπά σε πραγματικότητα. Επίσης, αν και το ανέφερα και πιο πάνω, μου είναι άξιοι συγχαρητηρίων άπαντες για τη σεναριακή τους δουλειά, όπου κατευθυνόμενοι από την κάμερα στο χέρι ανοίγουν ιστορίες από εκεί που περνά το περιπολικό , τις παντρεύουν με άλλες παρακάτω, τις επαναφέρουν πιο πέρα, τις κλιμακώνουν σε συνδυασμό και με άλλες κατά την εξέλιξη.
Επίσης, στη σεναριακή γραφή μου έκανε εξαίρετη εντύπωση ότι τους χαρακτήρες των τριών ανδρών του περιπολικού, τους ολοκληρώνουμε, τους κατανοούμε, ξέρουμε πιά ποιοι είναι, λίγο πριν το τέλος. Οπου με ένα ευφυέστατο τρόπο και δείγμα κατόχων της σεναριογραφίας κάνουν μια ανατροπή στον τρόπο αφήγησης και λίγο πριν το τέλος, βλέπουμε τον καθένα από τους τρεις μπάτσους στο δικό του σπίτι όπου επιστρέφει. Τότε τον βλέπουμε τον καθένα στο δικό του χώρο, στη δική του ζωή, εκεί λίγο πριν από το τέλος.. Και τότε κατανοούνται κι ολοκληρώνονται οι χαρακτήρες, που σε όλη τη διάρκεια του έργου, τους βλέπουμε μόνο μέσα από το επάγγελμα , από το καθήκον κι από κάποιες εντυπώσεις που είναι κι εντυπώσεις του κόσμου για τους μπάτσους επειδή κι αυτοί επωμίζονται ένα ρόλο που δεν είναι πολλές φορές δημοφιλής.. Το δε φινάλε με την εκατέρωθεν απειλή, είναι θεϊκό!! Ετσι απλά.. Ένα εύρημα, σκηνής δευτερολέπτου που συμπυκνώνει όλη την ταινία αλλά και την πραγματικότητα.
Και σε κάποιους θεατές, σκεπτόμενους φυσικά, θα φέρει σκέψεις Και την εποχή του Ουγκώ, την εποχή των original «Αθλίων» πως κάπως ανάλογη ήταν η κατάσταση με διαφορετικές αφορμές κι άλλες κοινωνικές ομάδες αλλά με την ίδια κι απαράλλακτη αιτία. Οι ηθοποιοί, που μας είναι άγνωστοι σε γενικές γραμμές (πλην του ΑΛΕΞΙΝ ΜΑΝΕΝΤΙ, που τον έχουμε δει σε μια αστυνομική ταινία, το «Mea culpa» κι είναι κι ένας εκ των συνεργατών του σκηνοθέτη στο σενάριο και του NTAMIEN MΠΟΝΑΡ που παίζει τον Στεφάν κι είχε ένα ρολάκι στην «Δουνκερκη»), είναι απλά ΥΠΕΡΟΧΟΙ. Κι ακόμα πιο υπέροχη είναι η δουλειά των casting directors και της τελικής επιλογής από τον σκηνοθέτη.