Βέβαια, όποιος έζησε το παλιό, το ως και το 1991, ειδικά αν είναι κινηματογραφιστής, καταλαβαίνω πως μπορεί να αισθάνεται. Δεν κρύβω ότι κι εγώ αισθάνομαι κάπως ανάλογα διότι το Φεστιβάλ θα ήθελε να παρέμενε ελληνικό. Όμως… Αλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει.. Οπότε , πάμε παρακάτω…
Ωστόσο, μια κι είναι τα 60 χρόνια, κι ας έχει πλέον μεταλλαχθεί, από ελληνικό θα ξεκίναγα. Ετσι για την τιμή. Όχι όμως μόνο για αυτό αλλά και για κάτι προσωπικό. Διότι κι ο υπογράφων κλείνει φέτος 40 χρόνια επαγγελματικών ανταποκρίσεων στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Το 1979 ήταν χρονιά ορόσημο για μένα όπου από μαθητευόμενος «ταμπής» του Τύπου και φοιτητής της Νομικής που δεν τέλειωσα, έκανα την πρώτη μου φεστιβαλική κάλυψη για το περιοδικό «ΦΙΛΜ» του ΘΑΝΑΣΗ ΡΕΝΤΖΗ (που του οφείλω την εκκίνηση μου) και για την «ΕΣΤΙΑ» ως βοηθητικός τότε του αείμνηστου ΤΩΝΗ ΤΣΙΡΜΠΙΝΟΥ.
Κι ήταν ένα Φεστιβάλ καθοριστικό, όπου έκανα μια γνωριμία-φιλία ζωής με τον ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ και τη γυναίκα του τη ΜΑΡΙ ΛΟΥΙΖ, μια σχέση που αυτόματα μετεβλήθη σε οικογενειακή χωρίς να προλάβω να το καταλάβω, και γνώρισα τότε από κοντά, ανθρώπους του σινεμά που μου έμαθαν πράγματα, ανθρώπους που λόγω ιδιότητας μπορεί κάποια στιγμή και να συγκρούστηκα, ανθρώπους που μας έδεσε και ένωσε η τελική εκατέρωθεν εκτίμηση στο πέρασμα του χρόνου αφού δεν υπήρχε δόλος ούτε ιδιοτέλεια. Κι αυτό ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ!!!
Εκείνο το Φεστιβάλ του 1979, που ήταν το 20ό («πως περάσανε τα χρόνια/άνοιξη ήτανε θυμάμαι/πως…») με έφερε σε βαθιά επαφή και με το πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου. Των κομματικών επιρροών, των θεωρητικών «συμμοριών», άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένα βαθύ πηγάδι που δύσκολα θα καλυφθεί. Και δεν καλύφθηκε. Θα μου πείτε, τα πηγάδια καλύπτονται; Το θέμα είναι να μην πέσεις μέσα. Εζησα τότε τον πόλεμο διασυρμού κατά του Νίκου Νικολαϊδη με «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» κι επειδή ως «φωσκολικός» και «γκαρυκουπερικός του «τραίνου που θα σφυρίξει τρεις φορές» αλλά και ιδιοσυγκρασίας φυσικά, πέρα από την πλάκα, δεν ανέχομαι, δεν αντέχω, την αδικία, πήρα θέση. Και κατάλαβα. Ο ίδιος διασυρμός γινόταν και κατά του Νίκου Ζερβού που είχε κάνει ταινία με τον Φέρρη , τον «Εξόριστο στην κεντρική λεωφόρο», που τον έπαιρναν και τον Φέρρη τα σκάγια, εναντίον του φουκαρά του Ανδρέα Θωμόπουλου με τον «ασυμβίβαστο» όπου τα «ιερατεία» τον διέσυραν κι αυτόν επειδή είχε πάρει διανομή η ταινία από εμπορικό γραφείο… Κάτι πράγματα, ανήκουστα, ανάρμοστα, ΑΝΤΙΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ πέρα για πέρα.
Δεν θα προχωρήσω σε λεπτομέρειες, διότι τα χρόνια έχουν περάσει, ο Φεστιβάλ έχει μεταλλαχθεί, ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΠΙΖΗΣΕΙ παρά τις θύελλες από τις οποίες πέρασε. Τουλάχιστον το Φεστιβάλ έχει ηρεμήσει. Σε αντίθεση με τον Ελληνικό Κινηματογράφο που τα ίδια Κέντρα εξακολουθούν να τον ταλανίζουν….
Για όλους αυτούς του λόγους, για τα 60 χρόνια του Φεστιβάλ, για τα 40 της δικής μου επετείου, για τους φίλους που έφυγαν αλλά και για εκείνους που είναι παρόντες, την πρώτη μου ανταπόκριση του επετειακού, θα την έκανα με ΕΛΛΗΝΙΚΗ ταινία. Κι είναι η παρακάτω
«WINONA»: ΚΙ ΟΜΩΣ «ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ» ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Η ταινία είναι του «THE BOY». Από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης, κι ας φέρει «βαρύ» οικογενειακό επίθετο, θέλησε να κάνει την Τέχνη του με ψευδώνυμο, αυτή είναι για μένα η υπογραφή του. Το αληθινό ονοματεπώνυμο είναι για την οικογένεια και για τους φίλους του. Ας μάθουμε να σεβόμαστε την Τέχνη, το καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό ψευδώνυμο είναι μέρος αυτής. Μέχρι και Νόμπελ μας έχει δώσει…. Το ψευδώνυμο
Η ταινία έχει όλα τα προσόντα να …εκνευρίσει. Όπως έγινε και με τα πρώτα του Λάνθιμου, χωρίς να κάνω κανενός είδους σύγκριση ή άλλου τύπου παραλληλισμό. Εχει τα προσόντα να σε εκνευρίσει αν οι κεραίες σου δεν είναι τόσο ευαίσθητες, αν δεν αποφασίζεις να ξεπερνάς τους προσωπικούς σου φραγμούς θεατή, όταν βλέπεις μια ταινία κι όταν αρνείσαι να μπεις στον κόσμο της. Σε αυτό όμως δεν φταίει η ταινία, φταίει κι ο θεατής. Συνηθίζουμε να λέμε πως φταίει το έργο που δεν κατάφερε να μας βάλει, του ρίχνουμε όλη την ευθύνη. Εμείς, άραγε, θέλαμε να μπούμε; Κάναμε καμιά προσπάθεια; Αφεθήκαμε σε αυτό που δείχνει και να δούμε μέχρι που φτάνουμε; Η σχέση με ένα έργο είναι όπως η σχέση με έναν άνθρωπο. Τη σταματάς από τη στιγμή που αρνείσαι να καταλάβεις τον άλλο επειδή διαφέρει εκ διαμέτρου από εσένα. Μπορείς να τον «κακολογήσεις» που είναι όπως είναι αλλά πες τα και σε σένα για όσα κι εσύ δεν έκανες.
Η ταινία αυτή, η «WINONA», δείχνει τέσσερα κορίτσια, σε μια παραλία, που κάνουν τις διακοπές τους. Λένε διάφορα. Όταν στο κλασικό 20λεπτο δεν βλέπεις κάτι να γίνεται και να μπαίνει μια πλοκή στη μέση, νομίζεις ότι κάποιος σε κοροϊδεύει. Πριν προχωρήσεις στους αφορισμούς, αφέσου λίγο και παρακολούθα, έτσι κι αλλιώς δεν διαρκεί και κανένα 4ωρο. 88 λεπτά είναι όλα κι όλα. Αν το κάνεις, τότε θα αρχίσεις να καταλαβαίνεις πολλά και να τα συναισθάνεσαι. Διότι στην Τέχνη, δεν είναι μόνο το να καταλαβαίνω αλλά και το να αισθάνομαι. Αν λοιπόν αφεθείς, τότε θα αρχίσεις να συναισθάνεσαι και την ταινία και τα τέσσερα κορίτσια και τη δουλειά του καλλιτέχνη ο οποίος παράλληλα είναι και μουσικός, διακρίνεται κι ως μουσικός, ο «ΤΗΕ ΒΟΥ», και θα δεις ότι η ταινία κυλά με μουσικότητα, σαν να έχει στηθεί βασισμένη σε νότες, σε υφέσεις και διέσεις, σαν να μην την ενδιαφέρουν οι στίχοι, που στη δική μας αντίληψη οι «στίχοι» είναι η υπόθεση. Κι όμως δεν είναι στον αέρα.
Αυτά τα τέσσερα κορίτσια, με αυτά που λένε και κάνουν, κρύβουν από κάτω μια κοριτσίστικη ανέμελη ψυχή των διακοπών, ναι, το έργο πιάνει την ψυχή των σημερινών κοριτσιών που πάνε διακοπές ως φιλενάδες κι αράζουν στην παραλία, φαντασιώνονται, φαντάζονται, κάνουν τρέλες, παίζουν παιχνίδια, στήνουν σασπένς με τους ανύπαρκτους απέναντι και, στο τέλος, προς μεγάλη του τιμή ο «THE BOY» τα έχει εξηγήσει όλα, δεν έχει εξαπατήσει κανέναν, αρκεί να θέλεις να τα δεις.
Πιάνει απόλυτα την ψυχολογία των κοριτσιών των σημερινών, είναι απόλυτα σημερινή, είναι πάνω σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι και καταφέρνει και μεταδίδει και συναισθήματα. Πως είναι δυνατόν; θα αναρωτηθεί κάποιος. Αχ , στην κάθε παραδοξολογία, στο κάθε παιχνίδι, στη κάθε παλαβή ατάκα, τα κορίτσια παίζουν στο φακό σαν να λένε εκείνη τη στιγμή κάτι από την ψυχή τους, κάτι δικό τους, που όμως εκδηλώνεται μέσα από την ανεμελιά των διακοπών. Σαν τα έργα του Χάρολντ Πίντερ που τους ακούς τους ήρωες να λένε ασχετοσύνες αλλά να καταλαβαίνεις , από την κατάσταση κι από τον τρόπο ερμηνείας που πηγάζει από κάπου, από το ίδιο το έργο, πως για άλλα ήθελαν να μιλήσουν και για άλλα μιλούν.
Εχω την αίσθηση ότι κορίτσια –αλλά και αγόρια- αυτών των ηλικιών θα ενθουσιαστούν. Τα ίδια κορίτσια που έχουν γουστάρει τον «Joker» και το «Κάποτε στο Χόλυγουντ» , τα ίδια κορίτσια που μπορεί να συγκινηθούν με το «Πόνος και δόξα» του Αλμοδόβαρ και με οποιονδήποτε Γούντυ Αλεν, ναι, θα ενθουσιαστούν και με αυτό. Για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Διότι δεν θα καθίσουν να συγκρίνουν τη «Winona» με εκείνα αλλά φέρουν το ΒΙΩΜΑ της «Winona» κι αυτό είναι που έχει πιάσει, που έχει συλλάβει η ταινία του «THE BOY». Ο οποίος «ΤΗΕ BOY» ως άνθρωπος (και) της μουσικής, πέρα από αυτό που ανέφερα πιο πάνω για μουσικούς τόνους και ημιτόνια και μπουρου-μπούρου έχει δώσει εκπληκτική, αναμενόμενη βαρύτητα στις μουσικές επιλογές είτε ως ήχος είτε κι ως πέρασμα τους στο σενάριο, όπου κι οι αναφορές σε «κομμάτια», στην κατάλληλη, δεδομένη στιγμή, σε κάνουν να το «ακούς» το «κομμάτι» χωρίς να ακούγεται. Γι αυτό και λέω ότι η μουσικότητα είναι διάχυτη στην ταινία- Η μουσικότητα, όχι η μουσική σκέτη, που έτσι κι αλλιώς είναι θαυμάσια (Υπάρχει και συνεργάτης στη μουσική, «ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΤΡΙΧΡΩΜΗ», άλλο ψευδώνυμο κι αυτό,δεν νομίζω να «τη» βάφτισε έτσι ο παππάς … ). Όπως το άλλο θαυμάσιο στοιχείο στην ταινία είναι ο ΗΧΟΣ της. Οι παφλασμοί της θάλασσας, ο ήχος της έρημης παραλίας, οι φωνές των κοριτσιών όπως διασταυρώνοντα είτε μεταξύ τους είτε με τους γύρω ήχους και τις μουσικές παρεμβολές, κάνουν μια ταινία από τις πιό υπολογίσιμες ηχητικά σε μια τόσο μικρή παραγωγή. Ο ήχος δεν είναι υπόθεση μόνο κεφαλαίων, δεν είναι μόνο επίτευγμα blockbuster, αν δει κανείς ποιες ταινίες έχουν πάρει κατά καιρούς τα ΟΣΚΑΑΡ ΗΧΟΥ ή ήταν υποψήφιες για Οσκαρ στην ηχητική κατηγορία, θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται διαφορετικά την έννοια «ήχος».
Εν τω μεταξύ, τα τέσσερα κορίτσια (ΑΝΘΗ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΟΥ, ΣΟΦΙΑ ΚΟΚΚΑΛΗ, ΗΡΩ ΜΠΕΖΟΥ, ΔΑΦΝΗ ΠΑΤΑΚΙΑ, ΚΛΕΙΩ ΚΤΕΝΑ- ναι, είναι πέντε, διότι υπάρχει και μια έκπληξη στο τέλος προς επίλυση αινίγματος…. από κάτι, πάντως , που βγαίνει ίσως και μέσα από την υπόθεση, από τα λεγόμενα δηλαδή που σχηματίζουν «υπόθεση») παίζουν ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ. Ναι, «πιντερικά», διδαγμένες, σαν να ερμηνεύουν χαρακτήρα, ο οποίος δεν διαφαίνεται από την ιστορία αλλά από αυτό που λένε, από τον τρόπο που το λένε… Κι ο μοντέρ ΝΙΚΟΣ ΠΑΣΤΡΑΣ δείχνει ότι θα πάει πολύ μπροστά, τις έχει συνθέσει κι ανασυνθέσει , με τρόπο απίθανα ροϊκό. Η φωτογραφία (ΣΙΜΟΣ ΣΑΡΚΕΤΖΗΣ) φυσικά κι είναι στο πνεύμα αυτού που ζουν τα κορίτσια κι όχι των οποιωνδήποτε διακοπών σε ελληνικό νησί..