Δεν είναι βιογραφία επειδή δεν εξιστορεί τη ζωή της, όπως συνέβαινε ας πούμε με της Εντίθ Πιάφ στο «Ζωή σαν τριαντάφυλλο» ή του Φρέντυ Μέρκιουρυ στο «Bohemian Rhapsody» αλλά ασχολείται με ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο της ζωής της και της καριέρας, το τελευταίο τελευταίο. Εκείνο που μεταβαίνει στο Λονδίνο για σειρά εμφανίσεων ως τραγουδίστρια σε καλά κέντρα της εποχής, μια κι ο κινηματογράφος της έχει πλέον κλείσει την πόρτα.
Το γιατί έχουν συμβεί όλα αυτά, δεν το πιάνει η ταινία, δεν καταπιάνεται με αυτό, ενδιαφέρεται για την ψυχολογία της βιογραφούμενης σε αυτή την τελευταία περίοδο της που ήταν επίσης θυελλώδης , όπως κι η υπόλοιπη ζωή της, και που ούτε αυτή τη φορά κατάφερε να αντέξει την ένταση και την κατάθλιψη ούτε να καταπολεμήσει τους δαίμονες της.
Ως ψυχολογικό δράμα δεν φτάνει σε βάθος για να πεις ότι ανιχνεύει χαρακτήρα. Υποδεικνύει, όμως, τα στοιχεία εκείνα που έκαναν την Τζούντυ Γκάρλαντ να είναι «Judy» της τελευταίας περιόδου του βίου της και της καριέρας της.
Η αναφορά στο παρελθόν περιορίζεται κι αυτή σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι της, στη σχέση της με τον Λούις Μπ. Μάγιερ, το αφεντικό της «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ» στα χρόνια του «Μάγου του Οζ» και στην πίεση που ένιωθε μέσα σε αυτό το στούντιο, κοριτσάκι σχεδόν, 16άρικο που του ήταν δύσκολο όλο αυτό το πράγμα να το αντέξει.
Το να πεις ότι αιτία των καταστάσεων της ήταν ο Μάγιερ κι ότι αυτός της τα δημιούργησε θα είναι κι αφέλεια διότι παράλληλα αυτό που της πρόσφερε, αν το είχε χειριστεί διαφορετικά, θα είχε γίνει …Ελίζαμπεθ Τέιλορ που κι εκείνη «παιδί» του Μάγιερ ήταν, κι από πιο μικρή ηλικία από ό,τι η Τζούντυ Γκάρλαντ όχι μόνο βρέθηκε εκεί μέσα αλλά εκεί, στη «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ», πήγε και σχολείο.. Δεν είχε όμως τέτοια δυσάρεστη εξέλιξη ούτε κατάληξη, άρα όλο είναι θέμα διαχείρισης. Και χαρακτήρα. Αλλοι άνθρωποι αντέχουν, άλλοι δεν αντέχουν.
Ενππάση περιπτώσει, εκείνο το κομμάτι της ζωής της, της νεαρής ηλικίας, που την υποδύεται κι άλλη ηθοποιός, έχει ως αναφορά και παραλληλισμό στο τώρα της όπου με πολύ ικανό, σεναριακό τρόπο αλλά ίσως και με τη βοήθεια του μοντάζ σε κάποιες λεπτομέρειες παντρέματος των σκηνών του τότε με το τώρα, μας δίνει αυτά που θέλει να μας δώσει.
Είναι ωραία γραμμένο, δεν είναι μεγαλόπνοο, είναι όμως ικανοποιητικό στην παρακολούθηση του και παρόλο ότι βλέπουμε ένα δραματικό περιστατικό, ο τρόπος της κινηματογραφικής σύμβασης το κάνει ευχάριστη ψυχαγωγία απόλαυσης ενός δράματος όπως (πρέπει να )συμβαίνει στο σινεμά και στο θέατρο.
Η Τζουντυ Γκάρλαντ έχει γίνει ένας δραματικός χαρακτήρας σεναρίου και πάνω σε αυτόν τον χαρακτήρα δουλεύει κι η ΡΕΝΕ ΖΕΛΒΕΓΚΕΡ και πάνω στην Ζελβέγκερ και στη δουλειά της, δουλεύεται κι ολόκληρη η ταινία.
Μέσω τη Ζελβέγκερ προβάλουν το γκλαμ της Γκάρλαντ, ένα γκλαμ, που εξ αρχής έχει δηλωθεί ότι απέρρεε όχι από την ομορφιά της αλλά από το φωνητικό, κυρίως, ταλέντο της κι από το πώς αυτό το φωνητικό ταλέντο ήξερε να το ανυψώνει και να το αναδεικνύει και να το μεταβάλει σε κινηματογραφική κι αργότερη σε σκηνική προσωπικότητα.
Το γκλαμ της ταινίας πάνω στο Γκάρλαντ είναι το γκλαμ Λονδίνου των μεγάλων θεάτρων ή και κλαμπ ξενοδοχείων που έκανε τις τελικές sold-out εμφανίσεις της, την ντύνουν ανάλογα με το είδος των εμφανίσεων αυτών, που δεν είναι ντύσιμο Χόλυγουντ αλλά κέντρων, της πάνε πολύ τα γαλάζια που πήγαιναν πολύ και στην Τζούντι αλλά της βάζουν και αποχρώσεις του μαύρου με πινελιές του κόκκινου ώστε και μέσω του κοστουμιών να υποδηλώνεται μια ψυχολογία. Με λάμψη μαζί.
Η Ζελβέγκερ έχει δουλέψει σκληρά πάνω στο ρόλο και της φαίνεται. Εχει δουλέψει τη φωνή της, έχει αποβάλει κι εκείνο το νιαούρισμα που αν και φυσικό της εντούτοις κάποιους τους εκνεύριζε , το έχει σκληρύνει, όπως άλλωστε είχε σκληρύνει κι η φωνή της ίδιας της Γκάρλαντ χωρίς, όμως, να έχει χάσει και το χάρισμα.
Την παίζει σαν μια γυναίκα που δεν ξέρει από πού να πιαστεί, που παραδέρνει, που έχει αφήσει πίσω της κενά και τα οποία δεν την αφήνουν να ηρεμήσει. Κι έχει εύκολη καταφυγή το αλκοόλ και τα χάπια, τα χάπια που προφανώς τα συνήθισε από την εφηβική της περίοδο αφού με αυτά την τάιζαν κυριολεκτικά, με εντολή του Μάγιερ, για να μην παχύνει στα γυρίσματα του «μάγου του Οζ»… Ωστόσο, είπαμε… Το κρατάμε σαν σεναριακό στοιχείο κι όχι σαν υπαίτιο αληθινό για να ξεφύγουμε από την κριτική της ταινίας με ηρωίδα την Γκάρλαντ του σεναρίου και παρεκτραπούμε σε σχόλια για την αληθινή Γκάρλαντ.
Η δουλειά της Ζελβέγκερ είναι υπολογισμένη και μετρημένη , είναι οι διακριτικοί τόνοι (ή και τα… ημιτόνια- για να μιλήσουμε μουσικά) με τα οποία χρωματίζει την κατάπτωση της ηρωίδας της. Συγχρόνως έχει κάνει και δουλειά πάνω στη φωνή της και τραγουδάει η ίδια, κάτι που προσμετράται ενισχυτικά στην ερμηνεία της και στην πιθανή διεκδίκηση του Οσκαρ. Οπου εδώ έχει γίνει και κάτι έξυπνο από τη σκηνοθεσία του Βρετανού ΡΟΥΠΕΡΤ ΓΚΟΟΛΝΤ: Τη βάζει να λέει κάποια (λίγα) τραγούδια από εκείνα που δεν είναι των μεγάλων φωνητικών απαιτήσεων. Κι όταν έρχεται η ώρα για το «over the rainbow» , τραγούδι σταθμός στην ιστορία τόσο του κινηματογραφικού τραγουδιού (πήρε το Οσκαρ το 1940) και της ιστορίας του τραγουδιού γενικότερα, όπου εκεί η Τζούντι Γκάρλαντ στον «Μάγο του Οζ» είχε δείξει τις απεριόριστες φωνητικές δυνατότητες της, της το βάζει σε μια σκηνή μέγιστης δραματικής κατάπτωσης. Οπου το ξεκινά η Ζελβέγκερ, η «Γκάρλαντ» σπάει και δεν μπορεί να το προχωρήσει και τότε σηκώνονται ένας ένας οι θεατές και της το κάνουν χορωδία κι εκείνη σαν να ακολουθεί φωνητικά το κοινό. Πανέξυπνο ως λύση κι ενισχυτικό της δουλειάς της Ζελβέγκερ, όπου χρησιμοποιείται το τραγούδι για τις δραματουργικές ανάγκες της ταινίας (μαζί κι η φωνή της ηθοποιού) χωρίς κινδύνους έκθεσης που δεν θα υπήρχε και λόγος για να συμβεί κάτι τέτοιο.
Το σεναριάκι έχει κάποιες ενδιαφέρουσες σκηνές , έστω αποσπασματικές, που να φέρνουν κοντύτερα στο κοινό την Τζούντι ως άνθρωπο , με κορυφαία σκηνή εκείνη με τους δύο ομοφυλόφιλους θαυμαστές, που την προσκαλούν στο διαμέρισμα τους για δείπνο, μια νύχτα αφόρητης μοναξιάς για την ίδια- εξαιρετική, αληθινά εξαιρετική σεναριακά σκηνή κι ας είναι αποσπασματική.. Κι έχει και μερικές ακόμα.
Με άλλα λόγια, είναι μεν εργάκι αλλά δουλεμένο. Κι ενώ στην περίπτωση του «Η μάχη της επικράτησης» οι πολλοί που ανακατεύτηκαν έκαναν το έργο να χάσει το … ρεύμα του, εδώ αντίθετα, παρόλο ότι από πλευράς παραγωγής ανακατεύεται το σύμπαν άπαν, το έργο κρατεί αυτοτέλεια και ταυτότητα περισσότερο βρετανικής και λιγότερο αμερικανικής ταινίας. Ο σκηνοθέτης ,χωρίς να μεγαλορρημονεί, βγάζει αποτέλεσμα.
Τώρα, επειδή γράφονται και λέγονται κάποια περί «μιμήσεων», ας ξεκαθαρίσουμε τι είναι μίμηση μπας και βρεθεί το αντίδοτο στην ενδημία της ημιμάθειας λόγω διαδικτύου.
Καταρχάς, η μίμηση δεν είναι υποχρεωτικώς κάτι κακό, το αντίθετο θα έλεγα, όταν πρόκειται για γνωστό, υπαρκτό πρόσωπο. Κι όταν η σινε-βιογραφία ακολουθεί τη ρεαλιστική οδό, είναι υποχρεωτικό ο ηθοποιός να βρει στοιχεία από το βιογραφούμενο πρόσωπο και να τα περάσει στην ερμηνεία του. Διότι οφείλει με έναν τρόπο να τον «δηλώσει», είναι ανάγκες της ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Αυτό, όμως, ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΡΑΤΑ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ. Εδώ, στα ιδιαίτερα της Γκάρλαντ, μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και στους ιδιωτικούς της χώρους, για ποια μίμηση μιλούν οι.. καραμήτροι; Ξέρουν την Γκάρλαντ πως ήταν ιδιωτικά κι αποφάσισαν ότι η Ζελβέγκερ τη… «μιμείται»; Όπως είχα διαβάσει κάτι ανάλογες βλακείες για τη Νάταλι Πόρτμαν ως «Τζάκυ» που μερικοί είχαν εντοπίσει και το πρόβλημα «Η Πορτμαν δεν παίζει αλλά «μιμείται» την Τζάκυ». Κύριε Ελέησον!! Που την ξέρατε την Τζάκυ ρε Καραμήτροι στις ιδιωτικές της στιγμές που ήταν όλο το έργο ώστε να βγάλετε τέτοιο πόρισμα πως η ηθοποιός τη «μιμήθηκε».Τι της μιμήθηκε σε έργο ιδιωτικών στιγμών; Ησαστε παρόντες στον κήπο της και στην κρεβατοκάμαρα της; Αυτό είναι η Ημιμάθεια, όταν αμολάς μια λέξη που κάπου την άκουσες, χωρίς να γνωρίζεις τη σημασία της και φυσικά λόγω άγνοιας, την αμολάς και με ύφος..
Για να μην πω για την ανακάλυψη εσχάτως της λέξης «αυτοσχεδιασμός» που πάνε να την «κολλήσουν» στον Γιοακίν Φίνιξ για τον «Joker» χωρίς να ξέρουν τι είναι ο αυτοσχεδιασμός και προφανώς κάτι άλλο ήθελαν να πουν και νόμιζαν ότι αυτό λέγεται «αυτοσχεδιασμός». Όπως εμένα κάποτε, μια ας την πούμε δημοσιογράφος για να μου πουλήσει κολακεία, μου είπε «σου έχω γράψει ένα… ΛΙΒΕΛΟ, που θα τρελαθείς». Άλλο ήθελε να πει η καημένη κι άλλο νόμιζε.